H νέα μόδα έρχεται από τους δρόμους και, πρέπει να σας πω, σταματάει εκεί.

Εκεί συχνάζει. Αποκλείεται να μην πέσετε πάνω της. Στέκεται με μια μπίρα στο

χέρι και πιάνει την κουβέντα. Παρέες σε πεζόδρομους, σε γωνίες, σε αδιέξοδα,

παράδρομους και στενάκια. Στο κέντρο της πόλης, που μένει ανοιχτό ώς αργά –

πολύ αργά, να ξέρετε – και ας δουλεύει την άλλη μέρα το πρωί. Μπροστά σε

βιτρίνες και κάτω από μπαλκόνια. Μέσα κλείνει η πόρτα μουσικές και φασαρία –

μικρά στέκια με τους πιστούς φίλους τους – και έξω το κρύο του Γενάρη.

Συνωμοτικά σχεδόν συναντάς τη ζωή που κατάφερε να μη γίνει ιλουστρασιόν σελίδα

και εξυπνάδα κάποιου που θέλει να σου την πουλήσει εδώ και τώρα. Μαθαίνεις τη

συνταγή και μετά την ξεχνάς. Έτσι πρέπει.

Άλλο έναν γύρο; Το ρωτάς!

Σε αυτή την περίπτωση πέφτει πανηγυρικά το φρούριο της «πόρτας». Από τη στιγμή

που κανείς δεν θέλει να μπει μέσα, αλλά να βγει έξω, ποιος θα σου απαγορεύσει

την είσοδο; Έχετε κάνει κράτηση; Ρωτάνε οι «πόρτες». Πώς, αμέ! Αλλά δεν το

κάνουμε θέμα.

Τους αξίζει, πάντως, κέρασμα. Σε όλους εκείνους που θα δεις έξω, αφού

κατάφεραν να περάσουν χωρίς σοβαρές απώλειες τα ξανθά «ηλεκτροφόρα»

παραπετάσματα που υψώνονται από τα πρωινάδικα ώς βαθιά μες στη νύχτα και να

γλιστρήσουν μακριά από την επιφάνεια της οθόνης. Ο δεύτερος γύρος δικός μας.

Μην επιμένετε. Στην αρχή, είπα κι εγώ, κάτι τρέχει (και μαζεύτηκε τόσος κόσμος

εκεί έξω). Μετά λέω, δεν τρέχει τίποτε, όλα καλά. Και θα σου πω κιόλας πως

αυτή η πόλη δεν χρειάζεται τοίχους (ίσως μόνο για γκράφιτι), άπλα χρειάζεται

αέρα.

Κι εκεί που νομίζεις πως δεν έχεις δυνάμεις, σου τις έχει ρουφήξει όλες το

γυαλί, τις έχουν μαγειρέψει σε συνταγές και στις έχουν μασήσει καλά σαν

κουτσομπολιό που ανακυκλώνεται, κάνεις λάθος. Εκεί έξω αλλάζει το σκηνικό.

Ξαναβρίσκεις τους δικούς σου και δεν σε νοιάζει ποιος χώρισε, ποιος έκλεψε και

τι μας περιμένει στην επόμενη γωνία. Παίζεις κι εσύ στο έργο. Και από τα

σκαλάκια απέναντι, ακόμη.