«Δεν ακούω πολλή μουσική», εξομολογείται ο μαέστρος Βασίλης Χριστόπουλος.

«Όταν έχω ελεύθερο χρόνο προσπαθώ να κάνω άλλα πράγματα. Όταν ακούω, εκτός από

κλασική, ακούω τζαζ και δημοτική. Που μου αρέσει πολύ. Είναι εκπληκτικός ο

πλούτος της, οι εναλλαγές της. Ίσως έχω κληρονομήσει την αγάπη απ’ τον πατέρα

μου, ίσως είναι από τη σχέση που έχω από παιδάκι με τη Δόμνα Σαμίου, η οποία

σχεδόν με έχει μεγαλώσει»

Βασίλης Χριστόπουλος. Ετών τριάντα. Διευθύνει επίσημα τις ελληνικές αλλά και

σημαντικές ξένες ορχήστρες από τα είκοσι τρία. Με εξαιρετική επιτυχία. Μέσα σε

λίγα χρόνια έχει εκτιναχτεί σε μαέστρο από τους πολύ ικανούς της νεώτερης

γενιάς. Επιστέγασμα: από τον Σεπτέμβριο ανέλαβε για μία πενταετία

καλλιτεχνικός διευθυντής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νοτιοδυτικής

Γερμανίας, στην Κόνσταντς – την Κωνσταντία.

Ένα παιδί συγκρατημένο, εσωστρεφές, με σοβαρότητα μεγάλου. Έτσι τον θυμάμαι

από εφηβάκι. Σπουδαστή ακόμα μουσικής.

Πατέρας του, ο διακεκριμένος ομποΐστας μας Βαγγέλης Χριστόπουλος. Μάνα του, η

Γιούλη Παπαθεοδώρου, φιλόμουση, με μουσική καλλιέργεια, στέλεχος της

Διεύθυνσης Προβολής και Επικοινωνίας του Μεγάρου Μουσικής.

Ήρθε πολύ φυσικά η μουσική στη ζωή του. «Από παιδάκι άκουγα τον πατέρα μου να

μελετάει, πήγαινα σε συναυλίες, με πήγαινε σε πρόβες… Έτσι αγάπησα πολύ τη

μουσική. Κι όλη αυτή την προετοιμασία και το παρασκηνιακό γίγνεσθαι που με

οδήγησε να στραφώ και προς τη διεύθυνση ορχήστρας. Οι δοκιμές για μένα, τις

περισσότερες φορές, είναι πιο γοητευτικές κι από την ίδια τη συναυλία. Να

βλέπεις πώς στήνεται το οικοδόμημα μιας παράστασης ή μιας συναυλίας – πέτρα –

πέτρα».

Από παιδάκι ξεκίνησε την «ενασχόλησή» του με τη μουσική – δεν θέλει να τη λέει

«σπουδές», είναι ακριβολόγος, προσέχει πολύ τα ελληνικά του. «Ήταν κάτι το

αυτονόητο για την οικογένειά μου: να αποκτήσω μουσική παιδεία. Είτε ασχοληθώ

με τη μουσική είτε όχι. Πιάνο, βιολί κατόπιν… «Δεν νομίζω ότι μου ταίριαζε

το βιολί ως προσωπικότητα. Δεν διάλεξα όμως ένα πνευστό όργανο – ίσως από

ενδόμυχη αντίδραση προς τον πατέρα μου. Δεν πολυμελετούσα, αντιδρούσα… Στα

δεκαπέντε αποφάσισα να το σταματήσω. Αλλά την ίδια στιγμή συνειδητοποίησα ότι

δεν μπορώ να μην ασχοληθώ με τη μουσική. Ότι αν το έκανα δεν θα ήμουν

ευτυχισμένος. Και ότι απλώς το βιολί ήταν λάθος επιλογή. Και στράφηκα στο

όμποε. Που ήταν και μια «συμφιλίωση» με τον πατέρα. Τα πράγματα πήγαν πάρα

πολύ γρήγορα. Τρία χρόνια μετά, στα δεκαοχτώ, μόλις τελείωσα το σχολείο, είχα

πάρει θέση στη Συμφωνική της EPT όπου δούλεψα δυόμισι χρόνια» – πήρε το

δίπλωμά του από το Ωδείο Αθηνών με τον Κλοντ Σιελέ.

Και η διεύθυνση ορχήστρας;

«Με γοήτευσε η διαδικασία αλλά και η ολική προσέγγιση που έχει ο διευθυντής

ορχήστρας. Ότι τα συνδυάζει όλα, είναι ο γενικός υπεύθυνος για το αποτέλεσμα,

ο διαμορφωτής του. H μπαγκέτα στο χέρι – το μαγικό ραβδάκι -, ανεβαίνει πάνω,

κάνει λίγες κινήσεις και ακούγεται μουσική… Αυτό σε ένα παιδάκι που δεν

ξέρει φαίνεται λιγάκι μαγικό. Ήθελα κι εγώ να κάνω τα «μαγικά» αυτά».

Στα δεκάξι παρακολουθεί ένα μουσικό σεμινάριο στην Ουγγαρία, σε μια ορχήστρα

νέων. Τότε θα δοκιμάσει για πρώτη φορά να διευθύνει. «Από τη στιγμή που το

δοκίμασα ήξερα ότι αυτό θέλω να κάνω. Σαν να μου άνοιξε ένας δρόμος. Που τον

ακολούθησα χωρίς ούτε στιγμή να παρεκκλίνω. H δουλειά μου ως μέλος της

ορχήστρας ήταν και ένας συνειδητός σταθμός – να δω τα πράγματα πώς είναι «από

μέσα»».

Παραιτείται για να δώσει εξετάσεις στη Μουσική Ακαδημία του Μονάχου. Εκεί θα

σπουδάσει διεύθυνση ορχήστρας. Πέντε χρόνια. Αρχίζει να διευθύνει, σπουδαστής

ακόμη, επαγγελματικές ορχήστρες. H πρώτη του «επίσημη» συναυλία, στην Ελλάδα.

Το 1998, στα είκοσι τρία του. Με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης.

Ήταν στην Αθήνα για να διευθύνει στο Μέγαρο Μουσικής «Μαγικό αυλό». Μετά έφυγε

για μια σειρά συναυλιών με την ορχήστρα του. Στη συνέχεια έχει να κάνει στην

Κόνσταντς «Ψευτοπεριβολάρισσα» του Μότσαρτ, συμπαραγωγή της Ορχήστρας με το

Δημοτικό Θέατρο της πόλης, τον Μάρτιο θα γυρίσει για να διευθύνει την Κρατική

Ορχήστρα Αθηνών, την άνοιξη έχει «Μαγικό αυλό» στην Όπερα του Ρήνου – στο

Ντύσελντορφ…

Πώς να υποτάξεις τόσους εγωισμούς…

Είναι σκληρή η δουλειά του μαέστρου; Θέλει πολλή μελέτη; Ακούτε

ηχογραφήσεις του έργου που μελετάτε;

«Ναι, θέλει πάρα πολλή μελέτη. Αλλά ας μην υπερβάλλουμε. H προετοιμασία είναι

πιο σκληρή για έναν σολίστ. Για τον διευθυντή άλλες είναι οι δυσκολίες.

Πρέπει, για παράδειγμα, να έχεις πάρα πολύ καλή ακοή. Κυρίαρχος, πάντως, είναι

ο ψυχολογικός παράγοντας – πώς θα καταφέρεις να υποτάξεις τις προσωπικότητες

και τους εγωισμούς των μουσικών στο κοινό σύνολο… Ο μόνος τρόπος για μένα

είναι να είσαι ειλικρινής».

Τι κάνετε έξω για την ελληνική μουσική;

«Προσπαθώ να διευθύνω κάποια ελληνικά έργα που αγαπώ. Έχω διευθύνει Χρήστου,

Σκαλκώτα… Υπάρχει όμως ένα μεγάλο πρόβλημα: η ελληνική μουσική δεν έχει

εκδοθεί. Και δεν μιλάω για έργα ελάσσονος σημασίας. Αλλά για αριστουργήματα.

Πώς να τα παίξεις αν δεν υπάρχουν παρτιτούρες; Ξέρετε ότι πέρσι, στη Λυρική,

«Το δαχτυλίδι της μάνας» του Καλομοίρη, τη σημαντικότερη ίσως ελληνική όπερα,

το διηύθυνα από φωτοτυπία χειρόγραφης παρτιτούρας; Δεν έχει εκδοθεί «Το

δαχτυλίδι της μάνας»!».