H ΠΡΩΤΗ κατ’ ιδίαν συνάντηση του Πρωθυπουργού K. Καραμανλή με τον

πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Γ. Παπανδρέου από την ημέρα που ο πρώτος κέρδισε τις εκλογές

και ο δεύτερος αναδείχθηκε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα γίνει την

επόμενη Δευτέρα στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας της κυβέρνησης για την αναθεώρηση

του Συντάγματος.

Το ΠΑΣΟΚ θεωρεί ότι πίσω από την εσπευσμένη πρωτοβουλία της κυβέρνησης

βρίσκεται η αγωνιώδης προσπάθειά της να ξεφύγει από τα πολλαπλά προβλήματα που

αντιμετωπίζει και τα οποία την έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδο. Για τον λόγο αυτό,

το ΠΑΣΟΚ δεν είναι διατεθειμένο να της προσφέρει οποιοδήποτε έρεισμα για την

ευόδωση της προσπάθειάς της, και είναι ενδεικτικό ότι χθες, λίγες μόνο ώρες

μετά την επίσκεψη του Πρωθυπουργού και του υπουργού Εσωτερικών, Δημ. Διοίκησης

και Αποκέντρωσης Πρ. Παυλόπουλου στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο εκπρόσωπος

Τύπου του κόμματος Νικ. Αθανασάκης κατήγγειλε τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης

ως απόπειρα να βρεθεί άλλοθι για να αποφλυγει τα προβλήματα της χώρας. Και

διατύπωσε τη σκληρή εκτίμηση ότι ο Πρωθυπουργός K. Καραμανλής αντιμετωπίζει το

θέμα της αναθεώρησης του Συντάγματος «με όρους επικοινωνιακούς».

Ο κ. Αθανασάκης επισήμανε ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι μια σοβαρή

υπόθεση για να εμφανίζεται «ως κερασάκι στην τούρτα των δήθεν κυβερνητικών

μεταρρυθμίσεων, μεταρρυθμίσεων που είτε είναι ανύπαρκτες είτε είναι σε λάθος

κατεύθυνση». Και πρόσθεσε ότι η αναθεώρηση «δεν μπορεί να γίνει άλλοθι ώστε να

υπεκφεύγει η κυβέρνηση, να υπεκφεύγει ο Πρωθυπουργός από τα προβλήματα του

σήμερα, παραπέμποντάς τα για μετά την αναθεώρηση».

Ο εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ υπενθύμισε, με την ευκαιρία, παλαιότερη δήλωση του

Γιώργου Παπανδρέου, σύμφωνα με την οποία αντιμετωπίζει θετικά το θέμα της

αναθεώρησης υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει «επίκεντρο τον πολίτη, τη σχέση

κράτους – πολίτη, την καθιέρωση του θεσμού του δημοψηφίσματος, την καλύτερη

και ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, τη θρησκευτική ελευθερία, τη σχέση

Κράτους – Εκκλησίας, τα μη κερδοσκοπικά μη ιδιωτικά Πανεπιστήμια, την πολιτική

συμμετοχή υπό προϋποθέσεις των οικονομικών μεταναστών στη χώρα κ.ά».