Για το Ρέθυμνο, ο Δημήτρης δεν ήθελε να μιλήσουμε. «Τι να πούμε για το

παλικάρι» αναρωτήθηκε. «Δεκαεφτά μαχαιριές, άγρια πράγματα…» τον άκουσα να

προσθέτει, αλλά μιλούσε σιγά, σχεδόν ψιθυριστά, να μη μου δώσει αφορμή για

άλλη συζήτηση.

Το ραντεβού μας ήταν στο κέντρο της Πλατείας Κολωνακίου. Ήταν απόγευμα νωρίς,

είχε καβατζώσει το «εμπόρευμα» σε μια γωνία, θα συζητούσαμε και μετά θα

πήγαινε στο σπίτι του, στη Σόλωνος, για φαγητό. Θα έβγαινε ξανά για δουλειά το

βραδάκι. Και μέχρι τις δύο το πρωί, θα έλεγε «πάρε ένα». Αυτό είναι το

γιορταστικό του ωράριο. Τις μέρες που έχει σχολείο βγαίνει το «πολύ» μέχρι τα

μεσάνυχτα. Το πρόγραμμα σήμερα είχε αναπτήρες. Και χαρτομάντιλα πάντα, όπως

τότε που πρωτοξεκινούσε το ’94.

«Τι θα γίνει τώρα;» με ρωτάει, ξαφνικά, εκεί που προχωρούσαμε. Είχε «γυρίσει»

μόνος του στο Ρέθυμνο. Άρχισα να του εξηγώ ότι οι Αλβανοί που ζουν στην Κρήτη

θα βρουν έναν τρόπο να αντιδράσουν. Έτσι γίνεται πάντα με τους μετανάστες.

Συσσωρεύουν φόβο και μετά βγάζουν οργή. «Ναι, πρέπει να προσέχουμε», ήταν το

μόνο που βρήκε να πει ο 15χρονος συνομιλητής μου. Μάλλον απευθυνόταν στους

συμπατριώτες του Αλβανούς. Αυτή άλλωστε είναι η μέθοδός του τόσα χρόνια. Να

μην απαντά ποτέ στα πειράγματα. Άμα ακούσει «τίποτα ρατσιστικό», γυρνάει την

πλάτη και φεύγει. Τεσσάρων χρόνων ξεκίνησε το σουλατσάρισμά του στα πεζοδρόμια

του Κολωνακίου ο Δημητράκης. Και έτσι, σιγά σιγά έγινε η μασκότ της πλατείας,

ο «Μητσάρας». Στην Αλβανία πηγαίνει σπάνια. «Εγώ δεν θα γυρίσω πίσω», μου λέει

σχεδόν εμπιστευτικά όταν τον χαιρετάω. A! Και φωτογραφίες από την Αλβανία δεν

έχει. «Πάει, αυτά χαθήκανε…» λέει με ανακούφιση.

Στην Αλβανία γεννήθηκες;

Στην Αλβανία, αλλά καπάκι ήρθα στην Ελλάδα το ’91. Έχω μεγαλώσει εδώ.

Εγώ αισθάνομαι ότι γεννήθηκα εδώ.

Και πότε βγήκες στους δρόμους; Πόσο χρόνων ήσουν;

Από το ’94 δουλεύω στους δρόμους. Από τεσσάρων χρονών. Την κατάλαβα

μόνος μου τη ζωή και δεν την έμαθα από τους γονείς μου.

Ποιος σε έβγαλε στους δρόμους;

Δεν υπάρχει «ποιος μ’ έβγαλε στους δρόμους». Είχαμε πολλά προβλήματα

στην Αλβανία και δε μπορούσαμε να ζήσουμε. Οι γονείς μου ήρθαν στην Ελλάδα και

δεν ήξεραν ούτε λέξη. Αναγκαστικά έπρεπε να δουλέψουμε όλοι.

Το πρώτο πράγμα που πούλησες στους δρόμους;

Χαρτομάντιλα. Και το πρώτο πράγμα που έμαθα ήταν «να πάρεις». Μετά

«πάρε ένα χαρτομάντιλο». Και μου δίνανε ένα κατοστάρικο. Μετά άρχισε και με

μάθαινε ο κόσμος και μου δίνανε πεντακοσάρικο. Μετά, «καλημέρα», «καλησπέρα»,

«τι κάνεις». Μάθαινα γρήγορα.

Κολωνάκι…

Στο Κολωνάκι έχω μεγαλώσει, αυτό ήταν από την αρχή το στέκι μου, με ξέρουν

εδώ. Ο πρώτος άνθρωπος που μου μίλησε ήταν ο κ. Πορφύρης, στο περίπτερο της

γωνίας με την Κανάρη. Μου είπε «τι κάνεις;».

Χάρηκες που σου μίλησε;

– Πέταξα από τη χαρά μου. Σαν τους γονείς μου, τους μίλαγε ένας Έλληνας και

ένιωθαν μεγάλη ευτυχία. Ερχόνταν κι έλεγαν «μας μίλησε ένας άνθρωπος».

Αισθανόντουσαν ότι έχουν ένα φίλο. Και αυτό ακόμα δεν έχει αλλάξει. Βλέπουν

έναν Έλληνα ένα πρωί, του μιλάνε και νιώθουν καλά.

Για πες μου, λοιπόν, τις φιλίες σου στην πλατεία.

Μετά γνώρισα όλους τους άλλους. Τον κ. Κατσιφάρα, τον κ.

Τριανταφυλλόπουλο, τον κ. Κούγια, τον κ. Ψωμιάδη, τον κ. Γιακουμάτο, τότε ήταν

το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση και ήταν συνέχεια στην πλατεία. Και τον κ. Σιούφα τον

υπουργό τον συναντούσα στο «Πιέρρος». Την κυρία Στάη. Αυτοί με μεγαλώσανε στο

Κολωνάκι. Άρχισα να καταλαβαίνω τους ανθρώπους, ποιος είναι πλούσιος και ποιος

είναι φτωχός, από τα λεφτά που μου έδιναν. Ο κ. Κοντομηνάς αγάπαγε πολύ την

αδερφή μου και έπαιρνε λουλούδια. Αλλά δεν μπορείς να ξεχωρίζεις τους

ανθρώπους από τα λεφτά τους.

Εσύ πώς ξεχωρίζεις τους ανθρώπους;

– Εγώ δεν τους ξεχωρίζω. Τους σέβομαι όλους. Αυτή είναι η δουλειά μου. Μετά

γνώρισα τα παιδιά στο «Ντα Κάπο», τον κ. Στάθη, τους ηθοποιούς στο «Φίλιον»,

τους άλλους στο «Σκουφάκι». Ανέβαινα μια μέρα την Αναγνωστοπούλου να πάω στο

«Σι Σάτιν» κι έπεσα πάνω στον Σημίτη. Ήταν τότε πρωθυπουργός, πολύ σοβαρός.

Του λέω: Πρόεδρε, θα κατέβω υποψήφιος δήμαρχος στην Αθήνα. Είχα πάρει θάρρος

τότε. Μου χαμογέλασε.

Άλλοι στην οικογένειά σου δεν δουλεύουν;

– H μητέρα μου καθαρίζει σπίτια, ο αδερφός μου ο μεγάλος δουλεύει σε οικοδομή.

Ο πατέρας μου είναι στην Αλβανία τώρα, είναι οδηγός και έχει πάρει μαζί του

και την αδερφή μου. Θα ξανάρθουν όμως.

Δεν ήταν λίγο άγριο, τεσσάρων χρόνων να είσαι στους δρόμους;

Έχει και τα καλά του. Αντιμετώπισα από την αρχή μόνος μου τα

πράγματα, δεν τα αντιμετώπιζε η μητέρα μου. Αυτό ήταν κάτι καλό για μένα.

Καλό αλλά και επικίνδυνο.

Τεσσάρων χρόνων ξεκίνησε το σουλατσάρισμά του στα πεζοδρόμια του Κολωνακίου ο

Δημητράκης. Και έτσι, σιγά σιγά έγινε η μασκότ της πλατείας, ο «Μητσάρας».

Στην Αλβανία πηγαίνει σπάνια. «Εγώ δεν θα γυρίσω πίσω…» λέει

Ναι, αλλά δεν είχε άλλη λύση. Δεν είχε λεφτά, είχε τρομερά έξοδα, η

Ελλάδα είναι ακριβή, μέναμε σε ξενοδοχείο τότε.

Και σου είπαν «βγες έξω να πουλήσεις»;

Δεν ντράπηκα, δεν μου είπαν «βγες να κλέψεις». Μου είπαν «βγεις να

δουλέψεις».

Μα, ένα παιδί τεσσάρων χρόνων τι ξέρει από δουλειά;

Εντάξει, δεν καταλάβαινα τι είναι δουλειά, αλλά όταν μου είπαν οι

γονείς μου ότι δεν έχουμε λεφτά, προσπαθούσα να τους βοηθήσω. Και όταν τους

έδινα αυτά που μάζευα από τους άλλους ανθρώπους, ήξερα ότι τους βοηθάω.

Θυμάσαι πόσο ήταν το πρώτο μεροκάματο που έβγαλες;

Τότε ήμουν μικρός, με συμπαθούσαν και μου δίνανε όλοι. Τύχαινε να

βγάλω 10.000, 15.000, 20.000 δραχμές, ανάλογα τη μέρα.

Τα έδινες στη μάνα σου ή στον πατέρα σου;

Στη μητέρα μου. Αλλά αν της έλεγα «δώσ’ μου λεφτά», αμέσως μου έδινε.

Και τι τα έκανες;

Έπαιρνα Playmobil. Ήταν η λατρεία μου. Κάποιοι άνθρωποι στο Κολωνάκι

το ξέρανε και μου δίνανε Playmobil αντί για λεφτά.

Σε ποια περιοχή μένεις τώρα;

Μένω Σόλωνος.

Το διαλέξατε το σπίτι για να είναι κοντά στην πιάτσα;

Όχι, απλώς εκεί βρήκε η μητέρα μου σπίτι το ’93. Τότε δεν ήξερε πού

είναι το Κολωνάκι, ούτε πού είναι τα Εξάρχεια. Μετά άρχισε να καταλαβαίνει τι

εστί Κολωνάκι, τι εστί Εξάρχεια.

Υπάρχει κόσμος που σε λέει «Αλβανό» σαν βρισιά.

Ναι, αλλά εγώ δεν στήνω αυτί ν’ αρχίσω να τσακώνομαι και να λέω

«είσαι κωλοέλληνας». Ευχαριστώ πολύ παιδιά, αυτός είμαι κι αν δεν σας αρέσω

γεια σας. Δεν βρίζω τον άλλον, φεύγω. Το να είσαι Αλβανός ή Έλληνας είναι

ευχής πράγμα. Είναι και οι δύο άνθρωποι. Μπορεί να είναι και οι ίδιοι

άνθρωποι. Μακάρι να μην υπήρχαν οι υπηκοότητες, να μην λένε τον έναν Αλβανό

και τον άλλον Έλληνα…

Όταν έβλεπες τα άλλα παιδιά να κυκλοφορούν με τους γονείς τους, δεν

στενοχωριόσουν;

Είναι αλλιώς η ζωή όταν πηγαίνεις με τους γονείς σου χέρι χέρι. Εγώ

όμως δεν την κατάλαβα έτσι τη ζωή, την κατάλαβα μόνος μου. Δεν αισθάνθηκα τη

φτώχεια, γιατί, όταν έπαιρνα ένα κατοστάρικο, για μένα ήταν πολλά λεφτά. Για

τους άλλους ένα κατοστάρικο μπορεί να ήταν για πέταμα.

Δεν ζήλευες;

Όχι, δεν είχα ποτέ ζήλεια. Κατ’ αρχήν πολλοί άνθρωποι μού έπαιρναν

ρούχα από το ZARA. Και το Πάσχα μού παίρνανε παπούτσια. Και τα καλοκαίρια με

παίρνανε μαζί τους για μπάνιο ή σινεμά. Υπήρχε αγάπη γύρω μου, ίσως να ήμουν

και τυχερός. Μακάρι να είχαν όλα τα παιδιά στην Αλβανία αυτό που είχα εγώ.

Ναι, αλλά όταν έβλεπες ένα παιδάκι με την οικογένειά του στο

αυτοκίνητο και εσύ ήσουν στο πεζοδρόμιο, δεν έλεγες «εμείς γιατί δεν

έχουμε αυτοκίνητο»;

Όχι, γιατί μου εξήγησε η μητέρα μου ότι αυτοί έζησαν αλλιώς από εμάς,

δεν έζησαν τη φτώχεια που έζησε η Αλβανία. Όταν έχεις ζήσει στην φτώχεια, δε

μπορείς να αντιμετωπίσεις τα πράγματα λέγοντας «γιατί οι γονείς μου δεν έχουν

αυτοκίνητο». Το δέχεσαι και δεν ρωτάς.

Άρα, δεν έζησες αυτό που λέμε «ρατσισμός».

Σας είπα όταν άκουγα μια κουβέντα, έφευγα, δεν σταματούσα. Κι ούτε

θέλω να ζήσω ποτέ τον ρατσισμό. Ρατσισμός είναι να τσακώνεσαι για κάτι που δεν

υπάρχει. Όπως δηλαδή να τσακώνεσαι στο γήπεδο επειδή έχασε η ομάδα σου.

Τα παιδιά, οι συνομήλικοί σου, φέρονται ποτέ ρατσιστικά;

Εντάξει, καμιά φορά υπάρχει ρατσισμός όταν χάνουν. Αλλά τους εξηγώ

ότι δεν έχει σημασία πού γεννηθήκαμε, μου εξηγούν και αυτοί τα δικά τους,

καμιά φορά δεν συμφωνούμε, ε, βρίσκω άλλη παρέα. Δεν τσακώνομαι. Εντάξει,

σήμερα δεν είναι φίλοι, αύριο όμως πάλι θα είναι. Θα καταλάβουν και θα μου

πουν, «έγινε μπέρδεμα, έλα να παίξουμε μπάλα» και θα είμαστε ξανά φίλοι.

Τις μέρες που παίζει η Ελλάδα με την Αλβανία τι κάνεις;

E, μπορεί να μ’ έδιωχναν γιατί τους πείραζα και με κυνηγούσαν, μετά

όμως με άφηναν πάλι. Όταν είχε χάσει η Ελλάδα από την Αλβανία, καθόμουν στο

Κολωνάκι, στο «Τοps», κι έβλεπα τον αγώνα. Λέω, το ποδόσφαιρο έτσι είναι και

δεν πρέπει να τσακωνόμαστε. Εγώ δε χαιρόμουν που έχασε η Ελλάδα. Το πιο δίκαιο

είναι το ισόπαλο γι’ αυτές τις δυο χώρες. Μετά όμως βγήκαν οι Έλληνες και

έλεγαν «είσαι Αλβανός», «πρέπει να φύγεις από την Ελλάδα». Τις επόμενες μέρες

βγήκα λίγο για δουλειά. Υπήρχε λίγο φόβος. Κάποιοι με έβριζαν, για πλάκα

περισσότερο, για να με πειράξουν.

Όλα αυτά που λένε ότι όσοι είναι στον δρόμο και πουλάνε πράγματα

κάποιοι τους εκμεταλλεύονται;

Μπορεί κάποιοι άνθρωποι να εκμεταλλεύονται παιδιά, αλλά εμένα δε με

εκμεταλλεύτηκε ποτέ η μητέρα μου. Υπήρχε ένα παιδί στην πλατεία, που το είχαν

φέρει κάποιοι για να τους βγάλει λεφτά. Αυτός έτρωγε τις μάπες του όταν δεν

δούλευε πολύ…

Τώρα πας σχολείο πρωί και το βράδυ δουλεύεις;

Τελειώνω στις 2 από το σχολείο, πάω στο σπίτι, διαβάζω και κατά τις 7

βγαίνω μέχρι τις 11-12, να πουλήσω…

Τι μεροκάματο βγάζεις;

Όταν έχει δουλειά βγάζω και 60 ευρώ, και 70 ευρώ.

Δε θέλεις κανένα βράδυ να πας με τους φίλους σου να ξεσκάσεις;

Ναι, αμέ, της το λέω της μητέρας μου, «θέλω να πάω σήμερα με τα

παιδιά στο σινεμά, δε θα βγω για δουλειά». «Μη βγεις», δεν υπάρχει πρόβλημα.

Καμιά φορά πηγαίνω και σε Internet Cafe, να μαθαίνω. Δεν έχουμε πάρει

υπολογιστή στο σπίτι, γιατί οι γονείς μου μπορεί μεθαύριο ν’ αλλάξουν γνώμη

και να γυρίσουν στην Αλβανία.

Τα λεφτά που βγάζεις είναι δικά σου ή είναι της μάνας σου;

Δικά μου. Μου τα βάζει η μητέρα μου στην άκρη, βοηθάω και την αδερφή

μου που είναι στην Αλβανία, βοηθάω και τον πατέρα μου.

«Θέλω να παίξω στην AEK και την Εθνική Ελλάδος»

Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;

Ποδόσφαιρο θέλω να παίξω. Έπαιζα στον Ηλυσιακό αλλά τώρα θέλω να πάω

στον Εθνικό Αστέρα. Είμαι φανατικός φίλαθλος της AEK. Πηγαίνω στο γήπεδο, στα

κλαμπ, παντού. Ποτέ όμως δεν έκανα επεισόδια. Για μένα τα επεισόδια είναι μία

αηδία. Δεν έχει αξία να τσακώνεσαι για το ποδόσφαιρο, το ποδόσφαιρο είναι ένα

παιχνίδι.

Σε ποια εθνική ομάδα θέλεις να παίξεις;

Στην Εθνική Ελλάδας. Αισθάνομαι πλέον ότι είμαι Έλληνας, έζησα πιο

πολύ με τους Έλληνες παρά με τους Αλβανούς.

Άρα έχουν δίκιο αυτοί που λένε ότι δεν έχει σημασία πού γεννιόμαστε,

σημασία έχει πού είναι η ζωή μας, πού είναι οι φίλοι μας.

Ναι και μένα οι φίλοι μου είναι όλοι Έλληνες. Ή οι περισσότεροι.

Παίζουμε μπάλα εκεί στη Δεξαμενή κάθε μέρα.

Αν τα πράγματα εξελιχθούν διαφορετικά και σου πουν να πας να παίξεις στην

Αλβανία, τι θα κάνεις;

Δε θα πάω.

Μεγάλη κουβέντα λες.

Όχι. Πλέον είναι σα να ‘χω αφιερώσει την καρδιά μου στην Ελλάδα. Έχω

μεγαλώσει στην Ελλάδα, έπαιζα στον Ηλυσιακό, τώρα πάω στον Εθνικό Αστέρα. Δεν

μπορώ, επειδή οι γονείς μου είναι από την Αλβανία, να πάω να παίξω στην

Αλβανία.

«Όταν παίρνει ένας Αλβανός τη σημαία, αισθάνεται Έλληνας»

Σχολείο πότε πήγες; Τρία χρόνια πάω σχολείο. Πήγα κατευθείαν

E’ Δημοτικού, μετά ΣΤ’ Δημοτικού και τώρα A’ Γυμνασίου. Στην αρχή βαριόμουν να

πάω, νόμιζα ότι το σχολείο δεν έχει αξία, αλλά μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι έχει

πολλή αξία να ξέρεις και πέντε – έξι γράμματα.

Τώρα είσαι καλός μαθητής;

Δε μπορώ να πω ότι είμαι από τους άριστους, αλλά μαθαίνω κάποια

γράμματα.

Σημαιοφόρος δηλαδή δεν είσαι.

Όχι, αν και θα μου άρεσε. Αλλά δεν είμαι τόσο καλός μαθητής. Όταν

παίρνει ένα παιδί από την Αλβανία τη σημαία, αισθάνεται κάτι παραπάνω,

αισθάνεται δηλαδή Έλληνας πλέον. Και δεν πρέπει ο κάθε γονιός να πιστεύει ότι

ο γιος του πρέπει να πάρει τη σημαία; Άμα δεν είναι καλός στο σχολείο, πώς θα

την πάρει τη σημαία; Θα γίνει σημαιοφόρος ο καλύτερος, κι ας είναι από την

Αλβανία ή από το Πακιστάν.