Πάνε τώρα τρεις βδομάδες που όλο προσπαθώ να γράψω για τη μέρα που άλλαξε τη

βόλτα μου στον κόσμο και δεν τα καταφέρνω. Προσπάθησα και σήμερα, κι όλο τ’

αναβάλω. Ίσως γιατί όταν κάτι σε αγγίξει βαθιά εκεί που δεν το περιμένεις,

όταν σε βρει με λίγα λόγια ανέτοιμο το Θαύμα, όλα όσα έχεις τακτοποιήσει στη

ζωή σου, την τρεχάμενη και προαποφασισμένη, πέφτουν απ’ τα χέρια σου,

τσακίζονται στα μαυρόασπρα πλακάκια της παιδικής αυλής που μόλις στρώθηκε κάτω

από τα σινιέ παπούτσια σου.

Δεν κατάλαβα αμέσως τι συνέβη. Μπήκα στο Μουσείο Μπενάκη ως άνθρωπος

κανονικός, καλλιτέχνης μιας κάποιας ηλικίας, με τις απόψεις μου, τις

προτιμήσεις, τις παρεκκλίσεις, τα ελαττώματα, τις καλοσύνες και τις

ιδιοτροπίες μου – απαραίτητο καλλιτεχνικό αξεσουάρ κάθε δημιουργού. Μπαίνοντας

λοιπόν στον κόσμο του Διονύση Φωτόπουλου (μιλάμε για τον Διονύση), τον ξέρω κι

όμως γιατί μου φαίνεται άλλος; Όχι ξένος. Άλλος), άρχισε να φεύγει δίπλα η

Πειραιώς, το κατά κόσμον παγωμένο χαμόγελο να σβήνει απ’ τα χείλη μου και ένα

γλυκό σαν δάκρυ ευτυχίας, σαν βότσαλο ζεστό με όλο τον ήλιο που ‘χε μαζέψει

αιώνες καλοκαίρια άρχισε ν’ ανεβαίνει από κάπου βαθιά κρυμμένο, πάμφωτο και

παρήγορο σαν μέλι σε παλιά πληγή.

Δεν ήταν μόνο τα «εκθέματα» – αριστουργήματα ένα ένα από μόνο του, ήταν όλος

μαζί αυτός ο θίασος ανθρώπων, χρωμάτων και στιγμών, που η έκθεση ζωντάνευε σαν

έναν θίασο ελληνικού φωτός, μέτρου, ήθους, έθους και ύψους, σε μια παράσταση

υφηλίου εμβελείας. Βέβαια, η διανομή περιλαμβάνει Μόραλη, Τσαρούχη, Λίλα Ντε

Νόμπιλις, Ντε Κίρικο, ακρόπρωρα, Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Πιέρο Τόζι, βυζαντινές

εικόνες, Φασιανό, μαρμάρινα επιτύμβια, Μάνο Χατζιδάκι και κούκλες – κούκλες

από κουκλοθέατρα άλλων αιώνων, κούκλες μανεκέν ζωγραφικής – και μάσκες –

μάσκες θρησκευτικές, μάσκες θεάτρου, μάσκες ζωής -, Πέτερ Στάιν, κορίτσια,

Παναγίες έφιππες του Ελύτη, παραβάν του Στεφάνου, του Λεβίδη, του Μυταρά, του

Βασίλη, φωτογραφίες και μακέτες ζωής (όλη μας η ζωή μακέτα έλεγε ο φίλος στο

μπαρ μετά), Παπαθανασίου, Κουν, Ευαγγελάτος, Σαββόπουλος και Πίτερ Χολ, ένα

κέρινο πρόσωπο Ρώσου μοναχού που σε κυνηγάει στον ύπνο, μια αυλή με τη δαντέλα

του ήλιου μέσα από τα φύλλα, τσολιάδες, η Δέσποινα και η Ειρήνη, ο Δημήτρης

και ο Κωνσταντίνος, το σκίτσο της Λένας και, τέλος, μια αίθουσα στρογγυλή κι

εκεί μες στη σαγήνη που χαρίζει το ημίφως, γύρω γύρω μικρές, κάθετες εγκοπές

σαν πολεμίστρες που απ’ τις χαραμάδες τους κλέβεις εικόνες τρισδιάστατες

θεάτρου, με το αίσθημα σε φυσικό μέγεθος και φως και μετά… Μετά ανεβαίνεις

(με όλες τις έννοιες) στον πρώτο όροφο. Εκεί τα σκηνικά, τα κοστούμια, τα

βίντεο, οι παραστάσεις – εκατοντάδες. Απορείς. Πού ήμουνα εγώ όλον αυτόν τον

καιρό; Πόσα έργα; Πόσες λύσεις; Πόσα άλματα, πλευρές και απεικονίσεις ηρώων,

χαρακτήρων, μύθων! Ήξερα τις περισσότερες δουλειές μία μία, όμως τώρα όλες

μαζί σχημάτιζαν έναν άλλον, ολοκαίνουργιο κόσμο με πολλές, ακόμα και πέραν του

επιτρεπτού, διαστάσεις. Μια γάζα ιερό ράκος και επίδοξο σάβανο του Μινωτή στον

«Οιδίποδα επί Κολωνό», ένα βίντεο να παίζει τον Πυλάδη κι εκεί, στην άκρη, το

κοστούμι – ρόλος – ηθοποιός – σκηνοθέτης, το κοστούμι – μελέτη – δοκίμιο –

ποίημα για την Κλυταιμνήστρα. Ένα σκέτο μαύρο φαρδύ φόρεμα με ένα σιρίτι, τόσο

δα, χρυσό να ορίζει το μανίκι και για στολίδι στους καρπούς δεμένο ολοπόρφυρο

νήμα περίσσευε απ’ τα χέρια κι έτρεχε ώς τη γη, άλικο αίμα.

Ναι. Το ‘χα σκεφτεί πολλές φορές, μα τώρα πια το λέω: είναι παιδί του Διόνυσου

ο Διονύσης και του Φωτός πουλί ο Φωτόπουλος.