Με αφορμή το συνέδριο που διοργανώθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου από τους Έλληνες

περιφερειολόγους και έθιξε το ενδιαφέρον και πάντα επίκαιρο αίτημα της αιρετής

περιφερειακής αρχής και της διοίκησης των μητροπολιτικών περιοχών, επιχειρούμε

κάποιες επισημάνσεις σε ένα ζήτημα ιδιαίτερα σημαντικό για την ανάπτυξη της

χώρας μας στον 21ο αιώνα.

Πράγματι, η πορεία του θέματος αυτού τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα κάθε

άλλο παρά ικανοποιητική μπορεί να χαρακτηριστεί. Όλες οι κυβερνήσεις της μεταπο-

λιτευτικής περιόδου απέτυχαν στον στόχο αυτό, παρά τις άλλες θετικές εξελίξεις

στον τομέα της διοικητικής αναδιάρθρωσης της χώρας. Κι αν πριν από είκοσι

χρόνια τα θέματα αυτά ήταν ταμπού ή θεωρούνταν ακόμα ανώριμοι θεσμοί για την

ελληνική πραγματικότητα, σήμερα, που οι συνθήκες έχουν ωριμάσει αρκετά, κάθε

καθυστέρηση δεν είναι μόνο αδικαιολόγητη, αλλά αποτελεί και «εγκληματική»

ολιγωρία.

Σε ό,τι αφορά την αιρετή αρχή σε επίπεδο περιφέρειας, που συνιστά την

αυτοδιοίκηση δευτέρου βαθμού σύμφωνα με το νέο Σύνταγμα, είναι γνωστό ότι

αποτελεί πλέον ένα γενικευμένο αίτημα από όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς.

Τόσο η Κεντρική Ένωση Δήμων – Κοινοτήτων Ελλάδας που εκφράζει τον κόσμο της

πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκησης όσο και η επιστημονική κοινότητα αλλά και πολλές

άλλες μη κυβερνητικές οργανώσεις, που δρουν σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο,

έχουν εκφραστεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο για την ανάγκη της θεσμικής

αυτής εξέλιξης. Υπάρχει φυσικά το «πρόβλημα-σύνδρομο» του νομού και της

Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, καθώς και ο φόβος του πολιτικού κόστους. Αλλά αυτό

για κάποιους εναπομείναντες «εικονολάτρες» μπορεί να ξεπεραστεί και να

διευθετηθεί με την ένταξη του νομού ως οργανικής ενότητας της νέας

περιφερειακής οντότητας, όπως κατ’ αναλογία έγινε με τα τοπικά συμβούλια –

πρώην κοινότητες – των νέων καποδιστριακών δήμων. Το ζήτημα όμως της νέας

περιφερειακής δομής που έχει ανάγκη η χώρα δεν εξαντλείται μόνο στο «αιρετόν»

και στην πολιτική νομιμοποίηση της περιφερειακής εξουσίας. Χρειάζεται να δούμε

ακόμη το «μέγεθος», τα «όρια» και το «περιεχόμενο» (λειτουργίες και

αρμοδιότητες) των νέων περιφερειακών οντοτήτων που θα αποτελέσουν το σύγχρονο

δυναμικό πλέγμα χωρικής ανάπτυξης της χώρας.

Σε ό,τι αφορά τώρα τη μητροπολιτική διακυβέρνηση, όλοι οι σχετικοί

φορείς, καθώς και οι ειδικοί, συμφωνούν επίσης για την ανάγκη θέσπισής της. Το

σχετικό θεσμικό έλλειμμα στην Ελλάδα είναι προφανές ότι οφείλεται – και αυτό –

κυρίως σε πολιτικούς λόγους, οι οποίοι στην περίπτωση αυτή είναι ακόμα πιο

ισχυροί, λόγω του σχετικά μεγάλου πληθυσμιακού και άρα πολιτικού «βάρους» που

έχουν οι μητροπολιτικές περιοχές Αθήνας και Θεσσαλονίκης σε σύγκριση με την

υπόλοιπη χώρα. Χρειάζεται να υπερνικηθούν πολλές εστίες (σκληροί πυρήνες)

κρατικής εξουσίας που προβάλλουν ακόμα ισχυρές αντιστάσεις, προκειμένου να

προκύψει μια μητροπολιτική διακυβέρνηση η οποία, έχοντας ουσιαστικές

αρμοδιότητες στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης του χώρου, θα συνδυάζει

τις αρχές της δημοκρατίας και της αποτελεσματικότητας, πράγμα που

αποτελεί τον κανόνα στις ευρωπαϊκές αλλά και σε αρκετές τριτοκοσμικές

μητροπόλεις.

Κλείνοντας, πρέπει να τονίσουμε ότι η ελληνική Πολιτεία – αφήνοντας επιτέλους

στην άκρη τη χαρακτηριστική και εκνευριστική αναβλητικότητά της – οφείλει να

θεσπίσει ταχύτατα τις κατάλληλες μητροπολιτικές δομές με βάση την ευρωπαϊκή

εμπειρία, αλλά και τις αξιόλογες μελέτες που έγιναν με δημόσιο χρήμα από

Έλληνες επιστήμονες. Διότι νέες μελέτες θα είναι σπατάλη χρόνου και χρήματος.

Επιπλέον το γεγονός ότι, τόσα χρόνια τώρα, δεν έχει γίνει ακόμα ούτε απόπειρα

εφαρμογής αυτού του θεσμού, ώστε να διαπιστώσουμε πώς λειτουργεί, καθιστά

άσκοπη κάθε συνέχιση των μελετών. Στην παρούσα φάση εκείνο που χρειάζεται

είναι πρωτίστως ισχυρή πολιτική βούληση και δράση για τη θεσμοθέτηση και

λειτουργία της μητροπολιτικής διακυβέρνησης που θα βασίζεται στην υπάρχουσα

γνώση.

Γι’ αυτό και όλοι οι σχετικοί φορείς οφείλουν να «πιέσουν» την πολιτική ηγεσία

των αρμόδιων κυβερνητικών φορέων προς την κατεύθυνση της υλοποίησης του

θεσμού, προτού οι εξελίξεις μάς ξεπεράσουν ακόμα μία φορά.

O Ηλίας Μπεριάτος είναι καθηγητής Χωροταξίας Παν. Θεσσαλίας, πρόεδρος

Συλλόγου Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών