«Όσοι κάνουν μισές επαναστάσεις δεν κάνουν τίποτε άλλο απ’ το να σκάβουν

τον λάκκο τους» (Σεν – Ζιστ)

H άσκηση πολιτικής μέσω της ηθικολογίας είναι μία ιστορία τόσο παλιά όσο και η

ίδια η πολιτική. H ηθική απαξίωση ή δαιμονοποίηση του αντιπάλου χρόνια τώρα

γίνεται με τις ίδιες γνωστές συνταγές και μεθόδους. Γνωστές και προβλέψιμες

είναι και οι παγίδες που κρύβει αυτή η τακτική. H πιο αντιπροσωπευτική

περίπτωση ηγέτη που αυτοπαγιδεύτηκε στο πολιτικό κλίμα της ηθικολογίας που

διαμόρφωσε για να διασύρει τους αντιπάλους του, είναι εκείνη του Ροβεσπιέρου,

του αποκαλούμενου και «αδιάφθορου» στην πολιτική σκηνή της Γαλλικής

Επανάστασης. Ο Ροβεσπιέρος συνήθιζε να διακηρύσσει ότι τα πολιτικά ζητήματα

αποτελούν πρωτίστως ζητήματα ηθικής τάξης. H πολιτική, κατά τον «αδιάφθορο»,

ισοδυναμούσε με έναν «κώδικα ηθικής» του δημόσιου βίου, με αποτέλεσμα οι

πολιτικοί αξιωματούχοι να αξιολογούνται είτε ως «ενάρετοι» είτε ως «εχθροί του

λαού».

H ομοιότητα αυτής της πολιτικής αντίληψης με την ιδέα της ενάρετης

διακυβέρνησης του κ. Καραμανλή είναι εντυπωσιακή. Πολιτικός στόχος των

Ιακωβίνων ήταν η «ευτυχία της αρετής και της σεμνής ευπορίας». «Σεμνότητα και

ταπεινότητα» ήταν και το βασικό σύνθημα του μανιφέστου «Μπαϊρακτάρη». Με

αφηρημένους όρους ηθικής («δυνάμεις του κακού») επιχειρούσε να στιγματίσει

τους πολιτικούς αντιπάλους του ο Ροβεσπιέρος. Σκιές γενικευμένης διαφθοράς

έριχνε σε όλη την πολιτεία των κυβερνήσεων Σημίτη και ο Καραμανλής,

καλλιεργώντας κλίμα καχυποψίας απέναντι στο σύνολο των θεσμών.

H εμπειρία του Ροβεσπιέρου κατέδειξε ότι η τακτική της ηθικής αμφισβήτησης του

αντιπάλου παρουσιάζει εγγενείς κινδύνους. Πρώτον, η ηθικολογία δεν ανέχεται

συμβιβασμούς και μετριοπάθειες. Δεύτερον, ενώ είναι χρήσιμη για να συσπειρώνει

απέναντι στον «εχθρό», είναι ακατάλληλη για να κινητοποιεί δημιουργικές

δυνάμεις.

Ο Ροβεσπιέρος κλήθηκε νωρίς να πληρώσει το τίμημα αυτής της τακτικής. Όταν η

Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας επέβαλε την «τρομοκρατία» της αρετής, η πολεμική της

ηθικολογίας άρχισε να λειτουργεί ως τροχοπέδη για την άσκηση της

διακυβέρνησης. Εφόσον ο καθένας μπορούσε πλέον να κατηγορηθεί ως «εχθρός του

λαού», μόνη λύση για την «τρομοκρατία» ήταν η ολοκληρωτική και χωρίς οίκτο

εξόντωση των αντιπάλων από τα Επαναστατικά Δικαστήρια. Το τιμόνι της εξουσίας

συνέχισε, ωστόσο, παρά την επικράτηση του Ροβεσπιέρου, να υπακούει σε δυνάμεις

ευάλωτες στις ορέξεις της πλουτοκρατίας. Μοιραία, το καθεστώς της αρετής

κατέρρευσε εκ των έσω, καθώς δεν διέθετε τα αναγκαία κοινωνικά στηρίγματα για

να στεριώσει.

Εξίσου αμήχανος απέναντι στις απαιτήσεις της διακυβέρνησης φάνηκε και ο

Καραμανλής, παρότι κατάφερε να εκτοπίσει το «διεφθαρμένο» ΠΑΣΟΚ. Ακόμη και

σήμερα δεν δείχνει να γνωρίζει ούτε το πολιτικό περιεχόμενο του «κοινωνικού

κέντρου» ή του «μεσαίου χώρου» που δηλώνει ότι εκπροσωπεί, ούτε την ακριβή

στόχευση ή τον μοχλό στήριξης των «μεταρρυθμίσεων» που εξαγγέλλει.

Και στις δύο περιπτώσεις, η κατάληψη της εξουσίας δεν έφερε τη «σεμνή

ευπορία». Αντιθέτως, το νοσηρό κλίμα επιτάθηκε και ο πολιτικός αγώνας

μεταφέρθηκε στις ίδιες τις τάξεις του κόμματος εξουσίας. Ο μεν Ροβεσπιέρος

προκειμένου να μείνει συνεπής στον τίτλο του «αδιάφθορου» έπρεπε να

καρατομήσει τους μέχρι πρότινος συναγωνιστές ή προσωπικούς φίλους του. Ο δε

Καραμανλής για να μη χάσει κι αυτός τον τίτλο του «φύλακα της ηθικής» δεν

διστάζει να εγκαταλείψει τους εκτεθειμένους συγγενείς ή συνοδοιπόρους του.

Όπως ακριβώς καταλύθηκε η αλληλεγγύη και η συντροφικότητα μεταξύ των

Ιακωβίνων, έτσι και σήμερα πληθαίνουν τα συντροφικά μαχαιρώματα και οι

βεντέτες μεταξύ γαλάζιων στελεχών. Όπως ο Ροβεσπιέρος κατήγγειλε σκοτεινά

κέντρα και συνωμοσίες των «εχθρών της επανάστασης», έτσι και ο Καραμανλής

αποδίδει στις «μεθοδεύσεις της αντίδρασης» τις κυβερνητικές αρρυθμίες. Τέλος,

όπως ο Ροβεσπιέρος, έτσι και ο Καραμανλής δείχνει αδύναμος να κυβερνήσει. H

διαρκής συκοφάντηση του ΠΑΣΟΚ δεν αρκεί πλέον ως κυβερνητικό επιχείρημα. Το

πηδάλιο δεν υπακούει στα χέρια του, αλλά σε δυνάμεις που ανέδειξε η πολιτική

της σκανδαλολογίας και βιάζονται να απολαύσουν τα αγαθά της εξουσίας. Και στις

δύο περιπτώσεις η διαπίστωση είναι κοινή: Οι εσωτερικές αντιφάσεις ενός

ετερογενούς συνασπισμού εξουσίας που οικοδομήθηκε στο όνομα της «αρετής»

ενεργούν παραλυτικά για την παραγωγή πολιτικής.

Ο Ροβεσπιέρος, παρότι διαισθανόταν την τελική πτώση του, είχε χάσει πια την

ενεργητική ορμή του και δεν έψαχνε την αποφασιστική μάχη. Πολλοί τον

κατηγορούσαν ότι βρίσκεται σε «γυάλινο πύργο», ότι ήταν αποστασιοποιημένος ή

ότι είχε «ελλιπή ενημέρωση». Θυμίζω ότι η κριτική που ασκείται σήμερα στον

Πρωθυπουργό είναι για απροθυμία να παρέμβει διορθωτικά, για ανεπαρκή

συντονισμό και για έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στους συνεργάτες του.

Τελικά, το προφίλ του «φύλακα της ηθικής» κρύβει πάντοτε τον κίνδυνο της

θεαματικής αποδόμησής του. Κατά την περίοδο της «τρομοκρατίας», ο Ροβεσπιέρος

από πηγή έμπνευσης είχε γίνει πηγή ανασφάλειας. Στις 9 Θερμιδόρ ψηφίστηκε το

διάταγμα σύλληψής του και λίγο μετά οδηγήθηκε στην γκιλοτίνα.

Οι ομοιότητες μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ιακωβίνικου κόμματος σταματούν

βεβαίως στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν την ηθικολογία ως μέσο άσκησης της

πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση όμως το πολιτικό μήνυμα της 9ης Θερμιδόρ είναι

οικουμενικό και οφείλουν να το λάβουν σοβαρά υπόψη τους οι κήνσορες της

ενάρετης διακυβέρνησης.

Ο Απόστολος Παπατόλιας είναι διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου