H έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή

Ένωση, χωρίς την προηγούμενη αναγνώριση της Κύπρου από την Τουρκία, αποτελεί

ασφαλώς δυσμενή εξέλιξη και σοβαρό πλήγμα για την ευρωπαϊκή συγκρότηση αφού

αυτή δεν υπερασπίζει, από κάθε νέο υπό ένταξη μέλος, την αναγνώριση των μελών

της, τις αξίες της, τους θεσμούς και τις λειτουργίες της, την εσωτερική της

συνοχή και τη συντεταγμένη προοπτική της. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι η

πολιτική και κοινωνικοοικονομική κατάσταση της Τουρκίας συνηγορεί στη λύση

μιας μεταβατικής περιόδου προσαρμογής της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. H

πολιτική και κοινωνικοοικονομική κατάσταση της Τουρκίας συνηγορεί στη λύση

μιας μεταβατικής περιόδου προσαρμογής της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Έτσι, μεσομακροπρόθεσμα η επιλογή της μεταβατικής περιόδου προσαρμογής

(Τουρκίας και Ευρώπης) θα συγκροτήσει το σημείο ισορροπίας μεταξύ των δύο

συστημάτων, σε πολιτικό, θεσμικό, πολιτιστικό και κοινωνικο-οικονομικό

επίπεδο.

H Τουρκία σήμερα, ανεξάρτητα εάν ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του Ακαθάριστου

Εθνικού Προϊόντος κυμαίνεται στο 4% και το εμπορικό ισοζύγιο είναι θετικό,

βρίσκεται σε μία φάση αναγκαίας μετάβασης σε συνθήκες ενός ριζοσπαστικού

εκδημοκρατισμού των θεσμών και του πολιτικού συστήματος καθώς και

εκσυγχρονισμού του υπανάπτυκτου οικονομικού και κοινωνικού σχηματισμού.

Παράλληλα, η ανισοκατανομή του εισοδήματος είναι έντονη μεταξύ των επτά

γεωγραφικών και διοικητικών περιφερειών της χώρας. Το βιοτικό επίπεδο των

κατοίκων των περιφερειών στις οποίες είναι εγκατεστημένο το 50% του συνολικού

πληθυσμού της χώρας υπολείπεται σημαντικά αυτού των κατοίκων των μεγάλων

πόλεων.

Ειδικότερα τα δεδομένα των κατώτατων αποδοχών των Τούρκων εργαζομένων σε

σύγκριση με την Ελλάδα (οι οποίες ανέρχονται στο 50% των αντίστοιχων κατώτατων

αποδοχών των πλουσιότερων χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις οποίες

ισχύει ο κατώτατος μισθός σε εθνικό επίπεδο) έχουν, σύμφωνα με τα στατιστικά

στοιχεία (2003) της Eurostat (Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), ως

εξής: Οι κατώτατες αποδοχές στην Ελλάδα σε ευρώ είναι 3,2 φορές μεγαλύτερες

από τις κατώτατες αποδοχές της Τουρκίας. Επίσης η αγοραστική δύναμη των

κατώτατων αποδοχών στην Ελλάδα σε μονάδες αγοραστικής δύναμης είναι 1,9 φορές

μεγαλύτερη από την αγοραστική δύναμη των κατώτατων αποδοχών της Τουρκίας. Οι

συνθήκες αυτές των εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων, τόσο στο εσωτερικό

της Τουρκίας όσο και σε σύγκριση με τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης

αποδεικνύουν ότι οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας (κεφάλαιο, εργαζόμενοι)

αντιμετωπίζουν το παρόν και το μέλλον τους με διαφορετικές προϋποθέσεις.

Όμως, η θεμελιώδης αναγκαιότητα αναβάθμισης της θέσης του κόσμου της εργασίας

στην τουρκική κοινωνία, επιβάλλει ριζικές αλλαγές αφενός στην οργάνωση και

λειτουργία του πολιτικού συστήματος, των θεσμών του κράτους και αυτών που

εκπροσωπούν δημοκρατικά τους εργαζόμενους και αφετέρου στην παραγωγική

διαδικασία, με την έννοια της εισαγωγής, στους τομείς και κλάδους της

τουρκικής οικονομίας, βελτιωμένου επιπέδου εργασιακών σχέσεων και

εισοδηματικών όρων καθώς και γνωσιολογικών, τεχνολογικών και καινοτομικών

στοιχείων που θα συμβάλλουν στην αύξηση του παραγόμενου πλούτου και στη δίκαιη

αναδιανομή του εισοδήματος.

Βέβαια, η πορεία αυτή στην Τουρκία, όπως και σε άλλες χώρες, απαιτεί χρόνο,

σχεδιασμό και κοινωνική διαπραγμάτευση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων

που ενυπάρχουν στον πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό ιστό της χώρας.

Σε μία τέτοια πορεία δημοκρατικού και παραγωγικού εκσυγχρονισμού που

απαιτείται στην Τουρκία, η Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της μεταβατικής

περιόδου προσαρμογής έχει γνώση και εμπειρία για να εκφράσει τη συμβολή της

στους τομείς της τεχνολογίας, της καινοτομίας, των υποδομών, των δικτύων, της

ισχυροποίησης των δημοκρατικών, των κοινωνικών θεσμών και των δικαιωμάτων,

καθώς και του σεβασμού των αρχών και των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, Επιστ.

Διευθυντής INE/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.