H επιδείνωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, ο αργός

ρυθμός αύξησης της απασχόλησης, το παρατεταμένο υψηλό επίπεδο της ανεργίας, η

επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), η

διεύρυνση των εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων καθώς και οι

δημοσιονομικές ανισορροπίες αποτελούν για τους φορείς άσκησης της οικονομικής

και κοινωνικής πολιτικής την αφετηρία εφαρμογής των πρόσφατων «διαρθρωτικών

αλλαγών». Όμως, στην ουσία αποτελούν μέτρα επιβάρυνσης των αμοιβών της

εργασίας, μειωμένης φορολόγησης των κερδών και των υψηλών εισοδημάτων καθώς

και της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, τα οποία καταγράφονται ως

πολιτική των διαρθρωτικών αλλαγών της ευελιξίας και μείωσης του κόστους

εργασίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η επιδείνωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας

και της εξωτερικής ανισορροπίας της ελληνικής οικονομίας (εμπορικό έλλειμμα 9%

του ΑΕΠ) έχει συντελεσθεί σε συνθήκες στασιμότητας της απασχόλησης, υψηλών

ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ, μείωσης του κόστους εργασίας κατά 25% και αύξησης της

παραγωγικότητας της εργασίας κατά 28% τα τελευταία είκοσι χρόνια.

Έτσι, η οικονομική πολιτική στην Ελλάδα είναι μία πολιτική ανισοκατανομής του

εισοδήματος (πρωτογενούς και δευτερογενούς) εις βάρος της μισθωτής εργασίας.

Πράγματι, η πρωτογενής ανισοκατανομή προκύπτει από τη βραδύτερη αύξηση του

μέσου πραγματικού μισθού έναντι των αυξήσεων της παραγωγικότητας της εργασίας.

H δευτερογενής ανισοκατανομή του εισοδήματος συντελείται στη σφαίρα των

δημοσίων οικονομικών και του φορολογικού συστήματος (π.χ. αναλογική αντί

προοδευτική φορολογία, διευρυμένη έμμεση φορολογία, μη τιμαριθμοποίηση της

φορολογικής κλίμακας, συρρίκνωση των δημόσιων δαπανών για την παραγωγή

δημόσιων αγαθών, διεύρυνση των ιδιωτικών δαπανών των νοικοκυριών κ.λπ.). H

εξέλιξη του μεριδίου της εργασίας στο σύνολο της οικονομίας και τον

επιχειρηματικό τομέα στην Ελλάδα παρουσιάζει μακροχρόνια πτωτική τάση, από 75%

το 1984 σε 64% το 2004, και στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 15 το μερίδιο της

εργασίας ανέρχεται σε 68%. Οι άμεσοι φόροι στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ

είναι 9% (E.E. των 15, 13,5% του ΑΕΠ) και οι έμμεσοι 14,4% του ΑΕΠ (E.E. των

15, 14% του ΑΕΠ). Το σύνολο άμεσης και έμμεσης φορολογίας στην Ελλάδα είναι

23,4% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, όταν στην E.E. των 15 είναι 27,5%.

Επίσης, σε σύνολο πέντε εκατομμυρίων φορολογικών δηλώσεων (του 2003) μόνο

80.000 εμφανίζουν εισόδημα μεγαλύτερο από 50.000 ευρώ τον χρόνο.

Διαπιστώνεται έτσι, με τον πιο ανάγλυφο τρόπο, το μέγεθος της παραοικονομίας,

της φοροδιαφυγής και της φοροκλοπής καθώς και της συμβολής τους στην

ανισοκατανομή του εισοδήματος προς όφελος των ανωτέρων εισοδημάτων. Παράλληλα,

το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος έχει καταστεί ένας μηχανισμός

μεταφοράς πόρων και πλουτισμού, μέσω του δημοσίου δανεισμού και του δημοσίου

χρέους, προς θεσμικούς ή μη «επενδυτές», οι οποίοι δανείζουν στο Ελληνικό

Δημόσιο. Το ποσό αυτό το οποίο καταβάλλουν, κυρίως, οι φορολογούμενοι μισθωτοί

αντιστοιχεί στο 25% του εθνικού εισοδήματος της χώρας (K. Βεργόπουλος, 2005).

H πρωτογενής και η δευτερογενής ανισοκατανομή του εισοδήματος εις βάρος των

μισθωτών λειτούργησαν ως διαδικασίες αύξησης της κερδοφορίας και παράλληλα

ευνόησαν τη διατήρηση των μη ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων. Έτσι, το πρόβλημα

της ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα δεν συνδέεται με τους υψηλούς μισθούς και

το υψηλό κόστος εργασίας, αλλά με τη χαμηλή απόδοση των επενδύσεων παγίου

κεφαλαίου και τη χαμηλή παραγωγικότητα του κεφαλαίου. H παρατήρηση αυτή

σημαίνει ότι οι πρόσφατες διαρθρωτικές αλλαγές ευελιξίας και μείωσης του

κόστους εργασίας δεν θα συμβάλλουν στη βελτίωση του επιπέδου

ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας αλλά στη διεύρυνση της

ανισοκατανομής του εισοδήματος, η οποία έχει καταστεί από την οικονομική

πολιτική δομικό στοιχείο της αναπαραγωγής της.

Στην κατεύθυνση αυτή, ο φορολογικός νόμος (2005) με τις φοροελαφρύνσεις

μεταφέρει στους εργοδότες πόρους της τάξεως των 800 δισ. δρχ. τον χρόνο, ο

νόμος για το Ασφαλιστικό των τραπεζών μεταφέρει σημαντικούς πόρους στις

τράπεζες και το σχέδιο νόμου για το Εργασιακό, εκτός από την κατάργηση του

οκταώρου, την υποχρεωτική διαιτησία στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, το

διευθυντικό δικαίωμα και την εγκαθίδρυση του εργοδοτικού αυταρχισμού στις

σχέσεις εργασίας και επιχειρήσεων, μεταφέρει στους εργοδότες με τους πιο

μετριοπαθείς υπολογισμούς πόρους της τάξεως των 6,8 δισ. δρχ. τον μήνα.

Ιδιαίτερα, μάλιστα, εάν επαληθευτούν οι προβλέψεις για επιβράδυνση του ρυθμού

αύξησης του ΑΕΠ κατά το 2005-2006, οι εισοδηματικές προσδοκίες των μισθωτών

δεν θα εκπληρωθούν αφού θα συρρικνωθούν οι αμοιβές τους και θα διευρυνθούν οι

κοινωνικές ανισότητες.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, επιστ.

διευθυντής INE/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.