Είναι τρεις φορές στο έτος που φροντίζουν κάποιοι να προκαλέσουν την

αγανάκτησή μας για την ιστορική μας άγνοια· δύο στις εθνικές επετείους και μία

στις Γενικές Εξετάσεις. Τότε, λοιπόν, τα MME αλιεύουν, με μολύβι ή με

μικρόφωνο, τα ιστορικά «μαργαριτάρια» των νέων· κυρίως. Την ώρα που ένας νέος

βαδίζει στον δρόμο βιαστικός, εμφανίζεται μπροστά στο στόμα του ένα μικρόφωνο

και μία φωνή, γυναικεία τις περισσότερες φορές, τον ρωτάει τι ξέρει για τον Θ.

Κολοκοτρώνη· εκείνος απαντάει με ερωτηματική βεβαιότητα: δεν είναι αυτός που

νίκησε τους Τούρκους στη μάχη του Μαραθώνα; Ερωτώνται για κάτι άλλο και

μερικοί ακόμη, στο πνεύμα της ευκαιρίας που ανάγκασε τον (την) δημοσιογράφο να

βγει στο πεζοδρόμιο πάντοτε, δίδονται ανάλογες απαντήσεις και η είδηση είναι

έτοιμη, φρέσκια της ώρας· θα ακολουθήσει βέβαια η τηλεοπτικώς εθνική

αγανάκτηση: τις πταίει; φυσικά, φταίει το σχολείο: οι δάσκαλοι, τα βιβλία· και

οι μαθητές, βέβαια, που ό,τι μαθαίνουν στην Ιστορία φροντίζουν την άλλη στιγμή

να το ξεχάσουν!

Χωρίς να είναι βέβαιο ότι οι παραπάνω απαντήσεις συνιστούν άγνοια της

Ιστορίας, το πρόβλημα της ιστορικής γνώσης έχει τεθεί εδώ και 15-20 χρόνια και

η κρίση της, η κρίση ιστορικής γνώσης, έχει εντοπιστεί στις ιστορικές σπουδές·

συνολικά. Στη μαθησιακή σχέση, δηλαδή, που διαμορφώνεται σε κάθε χώρο όπου

αυτή διεκπεραιώνεται: σχολείο, Πανεπιστήμιο, ερευνητικά κέντρα. Οι επιδόσεις

στα μάθημα της Ιστορίας κατά τις Γενικές Εξετάσεις συνιστούν δείγμα μιας

παθολογίας που ομολογείται, αλλά δεν επιχειρείται ο εξοβελισμός της. Ασφαλώς

και στις Γενικές Εξετάσεις, όπου οι υποψήφιοι προσπαθούν να αποστηθίσουν

ορισμένη, λίγη, εξεταστέα ύλη (η γνωστή «παπαγαλία» που την επισήμανε ξανά

τελευταίως και ο φίλος K. Γεωργουσόπουλος στο «Πνεύμα του τόνου» της 1.7.2005)

και κατόπιν να την ξεχάσουν. Γιατί άραγε; Για τον λόγο που οι νέοι ξέρουν και

εμείς οι μεγάλοι δεν τολμούμε να τον πούμε: γιατί αυτή η ύλη είναι άχρηστη·

άχρηστη, ως ιστορική γνώση.

Εδώ βρίσκεται η ουσία του προβλήματος: κατά τη γνώμη μου, υποχρεώνουμε τους

δασκάλους να διδάσκουν και τους μαθητές να μαθαίνουν μια Ιστορία που δεν τους

βοηθά καθόλου να αντιληφθούν τον κόσμο στον οποίο ζουν· δεν τους προσφέρει

καμία βάση για να ερμηνεύσουν κάποιο, κάποια, από τα προβλήματα που βασανίζουν

τον σύγχρονο κόσμο· φυσικά, ούτε αυτά που καταπλακώνουν τη δική μας κοινωνία.

Υπεύθυνη είναι η Πολιτεία, το ξέρουμε και το φωνάζουμε χρόνια τώρα. Και

ξέρουμε ότι το κακό είναι εντοπισμένο στο αναχρονιστικό και προκρούστειο

Αναλυτικό Πρόγραμμα από τη μια, και στους μηχανισμούς πρόσβασης στην

Τριτοβάθμια Εκπαίδευση από την άλλη.

Ο τίτλος του σημερινού σημειώματός μου επισημαίνει μια αναντιστοιχία: η

σύγχρονη ιστοριογραφία μας και οι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις της

δεν πέρασαν στη σχολική Ιστορία, δεν βρήκαν ανοιχτές πόρτες, όπως συνέβη και

συμβαίνει σε πολλές χώρες της Ευρώπης· όπου, όχι μόνο συμβαίνει, αλλά και

θεωρείται αυτονόητο ότι η κοινωνία εκπαιδεύεται ιστορικά, μέσω του σχολείου

ασφαλώς, σύμφωνα με τα νεώτερα πορίσματα της ιστορικής έρευνας. Σ’ εμάς, αυτό

που προσφέρεται ως ιστορική γνώση είναι από άχρηστο έως επικίνδυνο· συχνά και

διασκεδαστικό, όπως αυτό που είχα δει πριν από μερικά χρόνια σε σχολικό

βιβλίο, στη μία σελίδα να παρουσιάζεται ο μεγάλος αριθμός σχολείων που

λειτουργούσαν σε πολλές πόλεις στο τέλος της Τουρκοκρατίας, όπου μάλιστα

δίδασκαν ονομαστοί δάσκαλοι, και στην επόμενη να λέγεται ότι τα Κρυφά Σχολειά,

όπου δίδασκαν, αγράμματοι σημειωτέον παπάδες και καλόγεροι, συντήρησαν το

εθνικό φρόνημα του υπόδουλου Ελληνισμού και διέσωσαν την ελληνική γλώσσα!

H αναντιστοιχία όμως, για την οποία μιλώ, δεν περιορίζεται στις κλειστές

πόρτες του σχολείου που συνάντησε και συναντά η σύγχρονη ιστοριογραφία μας·

έχει να κάνει και με κάτι άλλο· ότι αυτή η ιστοριογραφία πέτυχε να

προσανατολιστεί σε ζητήσεις νέων πεδίων έρευνας και από νέους δρόμους και

διότι αποδεσμεύτηκε πλήρως από προηγούμενα ιδεολογήματα και στερεότυπα, από

σχέσεις εξουσίας στην πραγματικότητα· πέτυχε να μην έχει να αποδώσει

λογαριασμό παρά μόνο στην κοινωνία – σε καμία εξουσία· αυτό, ασφαλώς συνιστά

ανατροπή κατεστημένων σχέσεων.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι η μεταπολιτευτική Πολιτεία είχε λόγους να μη θέλει να

αποδεσμευτεί από τις εν λόγω κατεστημένες σχέσεις, ότι είχε πράγματα να

συντηρήσει και να αναπαραγάγει στο επίπεδο της ιστορικής γνώσης. H αδυναμία

της να οργανώσει κοινωνικές συμμαχίες και να στηριχτεί σ’ αυτές την οδήγησαν

στην αγκαλιά των εξουσιών· αυτών που τους ήταν αδιανόητο ότι σε ένα σχολικό

βιβλίο η Γαλλική και η Ελληνική Επανάσταση θα καταλάμβαναν τον ίδιο αριθμό

σελίδων! H Γαλλική ίση με την Ελληνική;

Εδώ, δυστυχώς, βρισκόμαστε ακόμη, και όσο περνούν τα χρόνια, χωρίς να

μετακινούμαστε από αυτό το σημείο, τόσο πιο αξιοθρήνητοι θα γινόμαστε και τόσο

εγώ δεν θα πάψω να λέω ευτυχώς που οι νέοι μπορούν να αποβάλλουν την Ιστορία

που μαθαίνουν για τις εξετάσεις.

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών –

διευθυντής των «Αρχείων Πρωθυπουργού»