H μονομερής προσέγγιση γήρανσης του πληθυσμού και αύξησης των συνταξιοδοτικών

δαπανών στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οδηγεί σε

κοινωνικο-ασφαλιστικές πολιτικές αύξησης του πραγματικού συνταξιοδοτικού ορίου

ηλικίας, μείωσης των συνταξιοδοτικών παροχών και διεύρυνσης των ιδιωτικών

επιχειρηματικών συνταξιοδοτικών υπηρεσιών.

Πράγματι, τα τελευταία δύο χρόνια σε αρκετές χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία,

Αυστρία, Πορτογαλία, Φινλανδία, Ολλανδία), με αφετηρία την υπόθεση ότι η

«γήρανση του πληθυσμού αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία των ελλειμμάτων των

συνταξιοδοτικών ταμείων», υιοθετήθηκαν τα προαναφερόμενα μέτρα με στόχο την

«αποφυγή επιδείνωσης των δημόσιων οικονομικών τους και επιβράδυνσης του ρυθμού

οικονομικής τους ανάπτυξης στο μέλλον με τη μεταφορά πόρων από τη

χρηματοδότηση της ανάπτυξης στη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων των ταμείων

κοινωνικής ασφάλισης».

Κατά συνέπειαν, η προσέγγιση αυτή και οι αντίστοιχες πολιτικές που

εφαρμόζονται σε χώρες της Ένωσης υιοθετούν κατά «τον τρόπο της λογικής των

ηλεκτρονικών υπολογιστών» τα αποτελέσματα της σχετικής έρευνας της Ευρωπαϊκής

Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat), σύμφωνα με τα οποία οι ηλικιωμένοι άνω των

65 ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση των «15» θα φθάσουν τα 100 εκατ. το 2050, έναντι

των 60 εκατ. που είναι σήμερα.

H παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι δεν λαμβάνονται υπόψη τα συμπεράσματα άλλων

σχετικών μελετών, σύμφωνα με τα οποία η διατήρηση της ίδιας με τη σημερινή

ηλικιακής διάρθρωσης του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης των «15» το 2050

προϋποθέτει την εισροή 1.050.000 νέων μεταναστών ανά έτος, από σήμερα μέχρι το

2050. Ο αντίστοιχος ρυθμός εισροής νέων μεταναστών για τη διατήρηση της ίδιας

με τη σημερινή ηλικιακής διάρθρωσης του πληθυσμού στη χώρα μας είναι 40.000

ανά έτος, από σήμερα μέχρι το 2050. Επίσης, η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η

πολιτική παραμονής στην αγορά εργασίας των ηλικιωμένων εργαζομένων έχει

σοβαρές συνέπειες στο επίπεδο της παραγωγικότητας, καθώς και στην αποδυνάμωση

της δυναμικής απορρόφησης νέων ανέργων στην απασχόληση. Τέλος, σημαίνει ότι σε

επίπεδο στρατηγικής προοπτικής του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, με άλλοθι

τη μονομερή αυτή προσέγγιση της γήρανσης του πληθυσμού ως θεμελιώδους αιτίας

των ελλειμμάτων των συνταξιοδοτικών ταμείων, επιδιώκεται η μετατόπιση του

κέντρου βάρους του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος από το διανεμητικό

(κοινωνική αλληλεγγύη) στο κεφαλαιοποιητικό (εξατομικευμένο) σύστημα

ασφάλισης. Παράλληλα, επιδιώκεται οι κοινωνικο-ασφαλιστικές επιπτώσεις του

δημογραφικού ελλείμματος να χρηματοδοτηθούν από τη μείωση των συνταξιοδοτικών

παροχών, αντί η διαμόρφωση μιας δυναμικής και μακράς πνοής δημογραφικής

πολιτικής χρηματοδοτηθεί με νέους πόρους από την αναπτυξιακή λειτουργία της

οικονομίας.

Έτσι, εάν η στρατηγική προοπτική του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην

Ελλάδα και την Ένωση είναι η διατήρηση του διανεμητικού συστήματος, τότε η

συμβολή, στον βαθμό που την αφορά, της γήρανσης του πληθυσμού στα ελλείμματα

της κοινωνικής ασφάλισης μπορεί να αντιμετωπιστεί με μία ολοκληρωμένη

δημογραφική πολιτική για την ανανέωση του πληθυσμού και την υποστήριξη της

οικογένειας, η οποία, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, είναι στοιχειώδης και

ελλειμματική.

Από την άποψη αυτή, τα ευρήματα της αναλογιστικής μελέτης (Απρίλιος 2005) της

ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ για το IKA – ETAM παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το μέλλον του

συγκεκριμένου ασφαλιστικού ταμείου (βασικός κορμός του συστήματος κοινωνικών

ασφαλίσεων στην Ελλάδα), με την έννοια ότι το papy – boom» (σημαντική αύξηση

του αριθμού των συνταξιούχων) στη χώρα μας θα συντελεστεί την περίοδο 2026 –

2032. Αυτό σημαίνει ότι εάν η κοινωνικο-ασφαλιστική πολιτική στην Ελλάδα

επιθυμεί να απομακρυνθεί από τις πρόσφατες προτάσεις του διοικητή της Τραπέζης

της Ελλάδος, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του ΟΟΣΑ και του Διεθνούς Νομισματικού

Ταμείου, θα πρέπει η ελληνική οικονομία να διαθέσει πρόσθετους πόρους της

τάξης του 1,4% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος από το 2005, προκειμένου να

σχηματιστεί το αναγκαίο αποθεματικό κεφάλαιο που εξανεμίσθηκε τα προηγούμενα

χρόνια, για να χρηματοδοτηθούν οι συντάξεις της φτώχειας των 500 ευρώ τον μήνα

μετά το 2026. Για τον σχηματισμό αυτού του ασφαλιστικού αποθεματικού,

απαιτούνται συγκεκριμένες και προοδευτικού χαρακτήρα φορολογικές πολιτικές

εξεύρεσης πόρων από τα υψηλά εισοδήματα και τη μεγάλη ακίνητη περιουσία.

Έτσι, κατ’ αυτόν τον τρόπο της σύνθετης σκέψης και προσέγγισης, θα

δημιουργηθούν συνθήκες κοινωνικής δικαιοσύνης, δικαιότερης αναδιανομής του

εισοδήματος, αλληλεγγύης και όχι σύγκρουσης των γενεών στη χώρα μας. Εάν οι

πρόσθετοι αυτοί πόροι του 1,4% του ΑΕΠ δεν καταβληθούν με συνέπεια και

συνέχεια από το 2005, τότε η γενιά των νέων που το 2026 θα είναι εργαζόμενοι,

ασφαλισμένοι και φορολογούμενοι θα κληθούν να καταβάλουν σημαντικού ύψους

φορολογία, επιδεινώνοντας σοβαρά το βιοτικό τους επίπεδο, προκειμένου να

χρηματοδοτηθούν οι συντάξεις της γενιάς που γεννήθηκε το 1965 και θα

συνταξιοδοτηθεί μετά το 2025.

O Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και Επιστ.

Δ/ντής INE/ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ