H κριτική που διατυπώνεται έως τώρα στην πρόσφατη απόφαση του ΑΕΔ που ελήφθη

με οριακή πλειοψηφία 6-5 ως προς τις λευκές ψήφους και την κατανομή εδρών στη

μείζονα εκλογική περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, εστιάζεται στα ακόλουθα

σημεία:

Πρώτον, στη διαπίστωση ότι το ΑΕΔ ανέτρεψε τη σχετική πάγια και σχεδόν ομόφωνη

νομολογία του (βλ. π.χ. την απόφαση 35/1999 για το ίδιο θέμα).

Δεύτερον, στη διαπίστωση ότι το ΑΕΔ για πρώτη φορά κρίνει ως αντισυνταγματική

μία θεμελιώδη και μόνιμη ρύθμιση του εκλογικού συστήματος της χώρας, ενώ η

σχετική πάγια νομολογία του εκλογοδικείου του Συντάγματος του 1952 και μετά το

1975 του ΑΕΔ αναγνωρίζει στον εκλογικό νομοθέτη πάντα ευρεία διακριτική

ευχέρεια. Ο εκλογικός δικαστής απέφυγε έως τώρα, με ευλάβεια θα λέγαμε, να

κρίνει ως αντισυνταγματική και να παραμερίσει μία ρύθμιση και μάλιστα

θεμελιώδη της εκλογικής νομοθεσίας.

Τρίτον, στη διαπίστωση ότι με την απόφαση αυτή ανατρέπεται ο κοινοβουλευτικός

συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των κομμάτων και αφαιρείται έδρα από το ΠΑΣΟΚ υπέρ

της N.Δ. Άρα θίγεται το εκλογικό αποτέλεσμα μεταξύ των κομμάτων και δεν

αντικαθίστανται απλώς βουλευτές κάποιων περιφερειών από βουλευτές άλλων

περιφερειών του ίδιου, όμως, κόμματος. Αν η κυβερνητική πλειοψηφία ήταν

οριακή, μία δικαστική απόφαση θα μπορούσε έτσι να κρίνει την πολιτική

φυσιογνωμία της κυβέρνησης.

Τέταρτον, στη διαπίστωση ότι η παρούσα Βουλή έχει προκύψει μέσα από την

εφαρμογή διαφορετικών εκλογικών συστημάτων: ενός για την Κεντρική Μακεδονία

και ενός για όλες τις άλλες μείζονες περιφέρειες.

O δικαστής, όταν προβαίνει σε έλεγχο συνταγματικότητας του εκλογικού νόμου,

οφείλει να δείχνει τη μέγιστη δυνατή αυτοσυγκράτηση και να έχει πλήρη

συνείδηση των νομικών και πολιτικών επιπτώσεων της απόφασής του. Αυτό δυστυχώς

δεν έγινε στην προκειμένη περίπτωση. H δε καθυστερημένη έκδοση της απόφασης,

σε συνδυασμό με την οριακή πλειοψηφία και την έντονη αμφισβήτηση ως προς τη

σύνθεση του δικαστηρίου και τη νομιμότητα της συμμετοχής σε αυτήν ενός από

τους δικαστές που συγκρότησαν την οριακή πλειοψηφία, είναι στοιχείο που

δημιουργεί θεσμική αβεβαιότητα και κλονίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών.

Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα που προκύπτει από την απόφαση αυτή αφορά το

μέλλον. Το πρόβλημα αυτό προκύπτει όχι από το διατακτικό της, αλλά από τις

αιτιολογικές της σκέψεις και ιδίως από την κομβική μείζονα σκέψη του

συλλογισμού της πλειοψηφίας με την οποία θεωρείται ως αντίθετη προς το

Σύνταγμα η εξομοίωση των λευκών ψήφων με τις άκυρες και η μη συμπερίληψη των

λευκών ψήφων στις έγκυρες ψήφους.

Δεν θα αναφερθώ τώρα στην ουσία του θέματος. Ακόμη πάντως και αν οι λευκές

ψήφοι δεν πρέπει να μετρούνται με τις άκυρες, ο εκλογικός νομοθέτης μπορεί να

υπολογίζει για την εξαγωγή του εκλογικού μέτρου και την κατανομή των εδρών

μόνο τις εκφρασμένες ψήφους. Αυτό επιβάλλει η ισότητα της ψήφου εφόσον όλες οι

έδρες πρέπει κατά το Σύνταγμα να διατεθούν, καθώς δεν προβλέπεται μηχανισμός

μείωσης των εδρών λόγω υψηλού ποσοστού λευκών ψήφων. Αντιθέτως, ο

συνταγματικός κανόνας (άρθρο 53 παρ. 2) είναι ότι όλες οι βουλευτικές έδρες

πρέπει να είναι συμπληρωμένες, εκτός και αν η έδρα κενώνεται μέσα στο

τελευταίο έτος της βουλευτικής περιόδου και οι κενές έδρες δεν είναι

περισσότερες από το ένα πέμπτο του όλου αριθμού. Επιπλέον η συμπερίληψη της

λευκής ψήφου στις έγκυρες αλλοιώνει τη σαφώς τεκμαιρόμενη θέση των «λευκών»

ψηφοφόρων που δεν είναι υπέρ των μεγάλων και κατά των μικρών κομμάτων, αλλά το

αντίστροφο. Μαθηματικά όμως η συμπερίληψη των λευκών στις έγκυρες ψήφους

λειτουργεί αυξητικά για το εκλογικό μέτρο και απαγορευτικά για την είσοδο των

μικρών κομμάτων στη Βουλή, με δεδομένο ότι το όριο του 3% για την είσοδο

κόμματος στη Βουλή έχει κριθεί κατ’ επανάληψη σύμφωνο με το Σύνταγμα.

Με την απόφαση αυτή το ΑΕΔ κρίνοντας ως αντισυνταγματική τη θεμελιώδη αυτή

ρύθμιση του εκλογικού νόμου, επιχειρεί στην ουσία να ερμηνεύσει αυθεντικά το

ίδιο το Σύνταγμα. Όπως όμως έχει σε ανύποπτο χρόνο κριθεί από την ίδια τη

νομολογία του ΑΕΔ (που επανόρθωσε σχετικό αρχικό σφάλμα του Δικαστηρίου), το

ΑΕΔ δεν έχει αρμοδιότητα αυθεντικής ερμηνείας του Συντάγματος, αλλά μόνον

διάγνωσης της τυχόν αντισυνταγματικότητας διάταξης τυπικού νόμου που

υποβάλλεται στην κρίση του. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο, όταν το ΑΕΔ

λειτουργεί με 11μελή σύνθεση ως εκλογοδικείο και όχι με 13μελή σύνθεση ως

δικαστήριο άρσης της αμφισβήτησης μεταξύ αντιθέτων αποφάσεων δύο εκ των τριών

ανωτάτων δικαστηρίων ως προς την έννοια ή την αντισυνταγματικότητα διάταξης

τυπικού νόμου.

Άρα, νομικά, η σχετική σκέψη της απόφασης του ΑΕΔ δεν συνιστά αυθεντική

ερμηνεία του Συντάγματος και πολύ περισσότερο δεν δεσμεύει τη μελλοντική

νομολογία του ΑΕΔ που έχει κάθε λόγο να επανέλθει, να επανορθώσει και να

συνεχίσει την προηγούμενα πάγια και ορθή θέση του. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι

ο νομοθέτης, δηλαδή η Βουλή, έχει τώρα τις εξής δυνατότητες:

Πρώτον, να αδρανήσει με δεδομένο τον ισχύοντα εκλογικό νόμο. Στην περίπτωση

αυτή η διοίκηση και πιο συγκεκριμένα η ανωτάτη εφορευτική επιτροπή δεν έχει

καμία υποχρέωση συμμόρφωσης στην απόφαση του ΑΕΔ, το δεδικασμένο της οποίας

αφορά μόνο τη συγκεκριμένη υπόθεση και τίποτα άλλο.

Δεύτερον, να αποδεχθεί ρητά τη θέση της οριακής αυτής απόφασης του ΑΕΔ (που

πιθανότατα θα ανατραπεί στο μέλλον) και άρα να οδηγηθεί σε μεταβολή του

εκλογικού νόμου, αποδεχόμενη τη συμπερίληψη των λευκών ψήφων στις έγκυρες. Για

να γίνει όμως αυτό άμεσα απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων του όλου αριθμού των

βουλευτών. Άρα η εκδοχή αυτή είναι πολιτικά ανεφάρμοστη.

Τρίτον, να επιβεβαιώσει ρητά την ισχύουσα νομοθεσία που διακρίνει τις λευκές

από τις εκφρασμένες ψήφους με μία τροπολογία συμφωνημένη με όλα τα κόμματα που

θα συνοδεύεται από αναλυτική αιτιολογική έκθεση και πλήρη αριθμητική

τεκμηρίωση ως απάντηση στην άκρως προβληματική και οριακή αυτή απόφαση του

ΑΕΔ.

H δεύτερη λύση αποκλείεται εντελώς. H τρίτη θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, η πιο

σοβαρή. H πρώτη ίσως η πιο εύκολη. Εκείνη που είναι τελείως απαράδεκτη είναι η

εκδοχή ότι η μεν Βουλή δεν θα κάνει τίποτα, αλλά η κυβέρνηση θα δώσει με

εγκύκλιο τις οδηγίες στη διοίκηση να συμμορφωθεί ευρύτερα στην απόφαση του ΑΕΔ

ως προς την κατανομή των εδρών στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση. H μεν

κυβέρνηση δεν έχει καμία τέτοια αρμοδιότητα, η δε διοίκηση στην οποία

συμπεριλαμβάνεται και η ανωτάτη εφορευτική επιτροπή δεν έχει καμία τέτοια

υποχρέωση. H απόφαση του ΑΕΔ είναι εκλογικού χαρακτήρα κατά το άρθρο 100 παρ.

1 περ. α’ και δεν ανήκει στις αποφάσεις που εκδίδονται κατά την περίπτωση ε’

της παρ. 1 του άρθρου 100 Συντ. από το ΑΕΔ με 13μελή και όχι 11μελή σύνθεση.

Δεν πρόκειται δηλαδή για άρση αμφισβήτησης ως προς την αντισυνταγματικότητα

διάταξης τυπικού νόμου, αλλά για εκλογική δίκη στην οποία ο έλεγχος της

συνταγματικότητας γίνεται παρεμπιπτόντως. H κρίση του ΑΕΔ ως προς τη

συνταγματικότητα του ισχύοντος εκλογικού νόμου δεν ισχύει συνεπώς έναντι

πάντων και δεν συνιστά αποτέλεσμα διαδικασίας συγκεντρωτικού ελέγχου της

αντισυνταγματικότητας τυπικού νόμου, αλλά παρεμπίπτοντα έλεγχο στο πλαίσιο

εκλογικής δίκης.

Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες της και να

εγγυηθεί τη σαφήνεια, την εσωτερική λογική και την ασφάλεια του εκλογικού

συστήματος της χώρας, χωρίς τις παλινωδίες, τις ανευθυνότητες και τις

υπεκφυγές που συνηθίζει.