Σε πείσμα της άνοιξης οι πάντες παραπονιούνται για την ακρίβεια, τη νοθεία,

την κερδοσκοπία. Αλλά πόσοι αποφασίζουν να ξεχωρίσουν τι τούς είναι πραγματικά

αναγκαίο και τι περιττό;

Πολύ δύσκολα μπορεί το σύγχρονο άτομο να φανταστεί τον εαυτό του χωρίς τα

διάφορα μικροεξαρτήματα και μικροδιευκολύνσεις που το συνοδεύουν παντού. Ένας

σάκος με εφόδια. Αν πάψει να φουσκώνει, τότε η ικανοποίηση είναι αδύνατη, αυτό

είναι το αξίωμα της αγοράς και μπροστά του τα πορτοφόλια ανοίγουν πειθήνια.

Είναι γιατί η απλότητα συγχέεται πλέον με τη στέρηση. Υπάρχουν φυσικά ανάγκες

που για να ικανοποιηθούν δεν απαιτούν την απόκτηση κανενός εμπορεύματος.

Μπορεί ο καθένας να περιπατεί αργά, να απολαμβάνει τη βόλτα του έχοντας το

χέρι στην τσέπη, αλλά όχι για να βγάλει από εκεί μερικά κέρματα. Ή επίσης

μπορεί να συζητά με κάποιους που του κάνει όρεξη, κι αυτό να του είναι αρκετό.

Απόλαυση των «ευπόριστων», αυτών που διατίθενται χωρίς να χρειάζεται να

καταβληθεί ιδιαίτερος κόπος. H κίνηση και η συντροφιά. Γιατί άραγε θα πρέπει

κανείς όταν βρίσκει αυτά τα αγαθά (όπως και άλλα) να θέλει να προσθέσει

οπωσδήποτε και «κάτι ακόμη».

Πράγματι, ακόμη και η πιο ευχάριστη διάθεση κατάντησε να μοιάζει πολύ γυμνή αν

δεν πλαισιωθεί με υλικά αντικείμενα. Το υλικό δίνει περιωπή στο άυλο, στο

ψυχικό, η ψυχή υποτίθεται πως κολακεύεται επειδή σπαταλιούνται για χάρη της

λεφτά! Σκεφτείτε, για παράδειγμα τι είδους αναπηρία προϋποθέτει η παράδοση και

της πιο απλής ψυχαγωγίας στα χέρια ειδικών. Γραφεία αναλαμβάνουν να οργανώσουν

γιορτές, πώς ακριβώς θα ξεσκάσουν οι πελάτες τους ή τα παιδιά τους. Διαβάζω

σχετική αγγελία: «Εμπιστευθείτε μας. Είμαστε οι καλύτεροι στις

μπαλονοσυνθέσεις, στις ανθοσυνθέσεις, στις ηχοσυνθέσεις». Οι οικοδεσπότες

δείχνουν στους καλεσμένους τους συστάδες από μπαλόνια και λουλούδια,

υπνωτισμένοι και οι ίδιοι από το θέαμα που το έχουν πληρώσει και που το κόστος

δεν θέλουν να το θυμούνται, λες και η σκέψη αυτή θα έπεφτε σαν λεκές πάνω σε

λευκό τραπεζομάντιλο.

Αγγίξαμε εδώ το τρωτό σημείο του μέσου δυτικού ανθρώπου. Έχει εργαστεί, έχει

μοχθήσει και ζητά επιτέλους να ανταμειφθεί με αυτό που κάποτε ανήκε μόνο στους

εκλεκτούς της σχόλης. Αρέσκεται να πιστεύει πως τα ωραία πράγματα που αποκτά

εξωραΐζουν αναδρομικά τον ιδρώτα του, τη μιζέρια του. Σ’ αυτήν τη φαντασίωση

ποντάρουν και οι βιομηχανίες του καλλωπισμού, των παιγνιδιών κ.λπ.

Προσφέρονται υπηρεσίες, κάνουν τον εξαρτημένο να αισθάνεται ανεξάρτητος, είναι

ένα αφεντικό που αν του λείπουν οι υπηρέτες έχει, ωστόσο, αντικείμενα γύρω του

να τα διατάζει.

Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, πόσο δύσκολο είναι σήμερα να μιλήσει κανείς για

αναθεώρηση των αναγκών, πόσο μάλλον για «σχεδιασμό» τους. Το ότι αυξάνεται ο

αριθμός εκείνων που λόγω φτώχειας ή ανεργίας δεν μπορούν να ξοδέψουν δεν

συνιστά από μόνο του σοβαρή αλλαγή. Αν βελτιωθούν οι όροι απασχόλησης, θα

ξαναρχίσουν να αγοράζουν τις συσκευές, τα ρούχα και τα μπιχλιμπίδια που

προτείνει η διαφήμιση. Και θα ρωτούν: «Είναι κακό να αγοράζουμε αυτά που μας

λείπουν;». Ο ίδιος κύκλος, η ίδια αδυναμία της σκέψης της αμφισβήτησης να

πείσει τους εργαζόμενους να μη θέλουν μόνο αυτά που θέλει η αγορά.

Υπήρξε μια εποχή που οι αρνητές του καταναλωτισμού, οι αναλυτές της «κοινωνίας

της αφθονίας» έστρεφαν το βλέμμα τους προς τους αποκλεισμένους του Τρίτου

Κόσμου. Καθώς η Δύση παγιδευόταν πρόθυμα μέσα στις ανέσεις της, η μόνη ελπίδα

φαινόταν να έρχεται απ’ αυτούς που δεν ήθελαν μ’ ένα άλμα να γίνουν «κύριοι»,

αφού ήταν πολύ απασχολημένοι με το να πάψουν να ζουν σαν δούλοι. Προσδοκίες

μιας εποχής σφραγισμένης από τον πόλεμο στο B. Βιετνάμ.

Σήμερα, μ’ έναν διαφορετικό τρόπο οι μετανάστες έρχονται και πάλι να

αναστατώσουν τις δυτικές κοινωνίες, ανακινώντας ζητήματα που ποτέ δεν λύθηκαν.

Δεν ξέρουμε τι θα προκύψει από τον αναβρασμό. Δεν αποκλείεται το νέο πλήθος

των μεταναστών να τσιμπήσει το δόλωμα της αγοράς. Ενδέχεται όμως και να του

καθήσει στον λαιμό, να μην το καταπιεί. Και τότε εκεί, στις συνοικίες όπου ίσα

ίσα εξασφαλίζονται τα απαραίτητα, ν’ αρχίσει έπειτα από χρόνια ένας νέος,

αυθόρμητος αντισχεδιασμός. Μέσα από το ελάχιστο μπορεί να γεννηθεί το μείζον.

Μέσα στην απλότητα είναι πιθανό να εκκολαφθεί το ουσιώδες.

Κάποτε ο Μαρκούζε διάβασε μια είδηση που τον συγκίνησε. Έλεγε πως στο Ανόι

μετά τον πόλεμο και τις καταστροφές σχεδιάστηκαν για τα πάρκα της πόλης

παγκάκια για δύο μόνον άτομα, έτσι ώστε να μην υπάρχει ούτε η τεχνική

δυνατότητα για ενόχληση από κάποιον τρίτο. Καμιά φορά μόνο η συνέχεια μπορεί

να ορίσει εξ αρχής και καθαρά τι είναι πραγματικά επιθυμητό.

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.