«Μακάρι να ‘χα δυο καρδιές μέσ’ στη ζωή την ψεύτρα, η μια να λιώνει στη φωτιά

κι η άλλη να ‘ναι πέτρα»

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης πέρασε πλέον στην ιστορία του μουσικού μας πολιτισμού.

Το παράπονο της ψυχής που έβγαινε από τις χορδές της κιθάρας και του

μπουζουκιού, που έπαιζε από μικρός, «έδεσε» απόλυτα με τη δωρική φωνή του που

τραγούδησε από τη «Φραγκοσυριανή» μέχρι τον «Επιτάφιο» και τα «Επιφάνια» και

από το «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά» μέχρι τη «Ρωμιοσύνη» και το «Άξιον

Εστί».

Επί είκοσι χρόνια (1950-1970) ο Μπιθικώτσης υπήρξε λαϊκός καλλιτέχνης που

κυριάρχησε στη μουσική σκηνή της χώρας μας ως μουσικός δημιουργός και

ερμηνευτής. H πρώτη συνεργασία του με τον Μίκη Θεοδωράκη στην τρομερή ερμηνεία

του «Επιταφίου» του Ρίτσου έφερε τη μεγάλη ανατροπή στο ελληνικό τραγούδι,

καθιέρωσε τον Μπιθικώτση ως το πρόσωπο της εποχής και του άνοιξε τον δρόμο για

να περάσει από τη Ζούγκλα της Πλατείας Βάθη, το Ροσινιόλ των

Σεπολίων και τον Κήπο του Αλλάχ στο Αιγάλεω στη σκηνή των θεάτρων

Κεντρικόν, Καλουτά και Ρεξ και αργότερα στον ναό της

τέχνης, στο Ηρώδειο.

Ήταν οι μεγάλες στιγμές που ζούσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και μαζί του ένας

λαός και μια νεολαία, του 1960-1966, που συμμετείχε στην πιο δημιουργική,

ίσως, περίοδο της ελληνικής μουσικής πραγματικότητας.

Σ’ αυτές τις αξέχαστες ημέρες και νύχτες, που ο Μπιθικώτσης κερδίζει όλο και

περισσότερους θαυμαστές, ο χρονογράφος της εφημερίδας «TA NEA» Δημήτρης Ψαθάς

αφιερώνει – από την καθημερινή πρωτοσέλιδη στήλη του «Εύθυμα και Σοβαρά» – ένα

άρθρο στον Γρηγόρη Μπιθικώτση και του απονέμει τον τίτλο «Σερ Μπιθί». Την

εποχή εκείνη, η δημοτικότητα του Μπιθικώτση είχε φθάσει στα ύψη. Ο Μπιθικώτσης

βγήκε στη ζωή και το τραγούδι σε μια περίοδο μεγάτη φλέγοντα προβλήματα και

κοινωνικοπολιτικά γεγονότα. Κατάγεται από την Κάρυστο Ευβοίας, αλλά τα παιδικά

του χρόνια τα πέρασε στο Περιστέρι, όπου γεννήθηκε τον Δεκέμβρη του 1922. Εκεί

έκανε τα πρώτα του βήματα και μόλις τέλειωσε το δημοτικό σχολείο πήγε να μάθει

την τέχνη του υδραυλικού και, παράλληλα, ασκούνταν πάνω στις χορδές της

κιθάρας του μεγαλύτερου αδελφού του Χρήστου και σιγά σιγά άρχισε να παίζει

κάποιες νότες. H μελωδία είχε γεννηθεί μέσα του.

Οι γονείς του ήθελαν να συνεχίσει τις σπουδές του, να πάει στο γυμνάσιο. Ο

νεαρός Γρηγόρης, όμως, πάντα έβρισκε την ευκαιρία να ξεφεύγει και να παίζει

κιθάρα, κυρίως αργότερα, στα μαύρα χρόνια της Κατοχής. Μετά την απελευθέρωση,

από την κιθάρα πέρασε στο μπουζούκι και τραγουδούσε ερασιτεχνικά τα μοντέρνα

τραγούδια της εποχής μαζί με τον αειθαλή τροβαδούρο Φώτη Πολυμέρη και τον

αξέχαστο Γιώργο Κεφαλά, που αργότερα – μαζί με τον Σ. Ζαφειρίου και τον Γ.

Δημάκη – δημιούργησε το περίφημο «Τρίο Κιτάρα».


Με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και την Τζένη Καρέζη, στον χορό της Ενώσεως

Συντακτών, το 1963, στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία»

Το μεγάλο του όνειρο να συνεργαστεί με τον Μάρκο Βαμβακάρη γίνεται

πραγματικότητα το 1949, όταν εκείνος μαζί με τη Σούλα Καλφοπούλου τραγουδούν

σε δίσκο το πρώτο τραγούδι του Μπιθικώτση (σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη)

«Το καντήλι τρεμοσβήνει». Ήταν ένα τραγούδι που μιλούσε για τον Εμφύλιο, τον

οποίο έζησε έντονα και όχι τόσο ευχάριστα ο Γρηγόρης, αφού βρέθηκε κι αυτός

στο κολαστήριο της Μακρονήσου, όπου έκανε και την πρώτη του γνωριμία με τον

Μίκη Θεοδωράκη. Μετά το πρώτο του τραγούδι που έγινε επιτυχία, ο Μπιθικώτσης

έγραψε και άλλα: «Άπονε τύραννε» με τη Ρένα Ντάλια, «Χαράματα θα φύγω» με τη

Γιώτα Λύδια, «Απόψε ονειρεύτηκα» με την Καίτη Γκρέυ και τον νεαρό τότε Στέλιο

Καζαντζίδη. Ο Μπιθικώτσης έγραφε τραγούδια που τραγουδούσαν άλλοι και έπαιζε

μπουζούκι, αλλά ο ίδιος δεν τραγουδούσε. Εμφανιζόταν όμως στα κέντρα με δική

του ορχήστρα και με τον φίλο του Νίκο Καρανικόλα. Στη Ζούγκλα της οδού

Φαβιέρου (πλατεία Βάθη), στο Ροσινιόλ (Τρεις Γέφυρες – Σεπόλια) και στο

Αμπρί της Πλατείας Κάνιγγος. Το 1951-1952, άρχισε να τραγουδά και σε

δίσκους. Πρώτο του τραγούδι «Το τρελοκόριτσο» σε στίχους Γιάννη Παπαδόπουλου.

H μεγάλη επιτυχία του, που τον καθιέρωσε ως μεγάλο ερμηνευτή, ήταν το θρυλικό

«Γαρίφαλο στ’ αυτί» του Μάνου Χατζιδάκι, το 1956, από τη γνωστή ταινία

«Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Στη συνέχεια τραγούδησε επιτυχίες των

Τσιτσάνη, Χιώτη, Μπακάλη, Δερβενιώτη, Παπαϊωάννου, Καλδάρα και άλλων γνωστών

δημιουργών της εποχής 1950-1960. Το 1959 γράφει το «Φεγγάρι χλωμό», που το

τραγουδά ο Μανόλης Αγγελόπουλος και γίνεται μια από τις επιτυχίες της εποχής.

Εκείνη την περίοδο αρχίζει η μεγάλη πορεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση προς την

κορυφή. Αρχή της συνεργασίας με τον Μίκη Θεοδωράκη «Ο Επιτάφιος» και αμέσως

μετά τα τραγούδια του Μίκη (σε ποίηση Λειβαδίτη, Χριστοδούλου, Γιάννη

Θεοδωράκη) από το «Αρχιπέλαγος», την «Πολιτεία», «Το τραγούδι του Νεκρού

Αδελφού», «Επιφάνεια», σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη, «Χρυσοπράσινο φύλλο».

Παράλληλα με τις συνεχείς επιτυχίες του σε έργα του Θεοδωράκη, ο Μπιθικώτσης

τραγουδάει Χατζιδάκι («Είμαι αητός χωρίς φτερά», «H κυρά») και Ξαρχάκο στις

καταπληκτικές ερμηνείες του (με τη Ρία Κούρτη) «Άπονη ζωή» και «Φτωχολογιά» σε

στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, το 1964. Την ίδια εξαετία (1960-’66) διαπρέπει

και σε ερμηνείες των κλασικών τού λαϊκού και του ρεμπέτικου και ηχογραφεί, με

προτροπή και επιθυμία τών Βαμβακάρη, Χατζηχρήστου, Τσιτσάνη, Χιώτη, Μητσάκη,

Καλδάρα, Λαύκα, Δερβενιώτη, Μπακάλη και άλλων, τις μεγάλες τους επιτυχίες:

«Φραγκοσυριανή», «Κάβουρας», «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», «Χωρίσαμε ένα

δειλινό», «H άμαξα μες στη βροχή», «Στον Πειραιά συννέφιασε». Νέος σταθμός στη

λαμπρή πορεία του, η συναυλία με τον Σταύρο Ξαρχάκο στο Θέατρο Ρεξ

λίγες ημέρες πριν από τη δικτατορία των συνταγματαρχών και οι μεγάλες

επιτυχίες του σε τραγούδια του Άκη Πάνου: «Ρολόι κομπολόι», «Όταν σημάνει η

ώρα», «Θα κλείσω τα μάτια».


Με τον γιο του, Γρηγόρη, που είναι κι αυτός τραγουδιστής και του μοιάζει. Ο

γιος επιβεβαιώνει αυτό που λέμε: «Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει». H φωνή

του, η έκφρασή του και γενικά ο χαρακτήρας του μοιάζουν πολύ με του πατέρα του

Στο διάστημα που έλειψε ο Μίκης Θεοδωράκης (1967-74), ο Μπιθικώτσης έκανε πολύ

μεγάλες επιτυχίες ως συνθέτης και τραγουδιστής: «Επίσημη αγαπημένη», «Το

μεσημέρι καίει το μέτωπό σου», ενώ ιστορικά έχουν μείνει τα τραγούδια του, σε

συνεργασία με τον κουμπάρο του και μεγάλο λαϊκό στιχουργό Κώστα Βίρβο, «Ένα

αμάξι με δυο άλογα», «Στου Μπελαμή το ουζερί», «Ο κυρ Θάνος», «Στην ψησταριά

του Ζήση». Ταυτόχρονα με τους δίσκους εργάστηκε σε κέντρα, όπως

Δειλινά, Νεράιδα, Περιβόλι τ’ ουρανού, ενώ έδωσε

συναυλίες σε μεγάλα κέντρα του Ελληνισμού (Κύπρο, Αμερική, Καναδά, Αυστραλία,

Γερμανία), όπου αποθεώθηκε και τιμήθηκε σε ειδικές εκδηλώσεις. Τα τελευταία

χρόνια, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης εξακολουθούσε να μετέχει στο τραγούδι με

νεανικό σφρίγος και μάλιστα με τρόπο που εντυπωσιάζει, δίνοντας συναυλίες

επικεφαλής λαϊκής ορχήστρας. Τραγουδούσε τα μεγάλα παλιά τραγούδια του που

αχόρταγα ζητά ο κόσμος στη σημερινή, άχαρη και φτηνιάρικη εποχή, όπου η λαϊκή

γνήσια μουσική εμπνέει, ψυχαγωγεί, παραμερίζει και διαλύει τα υποπροϊόντα και

τα μουσικά σκουπίδια του αδηφάγου και αμαρτωλού μάρκετινγκ και της ψυχρής και

απρόσωπης νέας τεχνολογίας.

Σε λαϊκό προσκύνημα θα εκτεθεί από το Σάββατο το πρωί η σορός του Γρηγόρη

Μπιθικώτση, στο παρεκκλήσι του Αγίου Ελευθερίου στη Μητρόπολη Αθηνών. H

νεκρώσιμος ακολουθία θα ψαλεί τη Δευτέρα στις 15.00 στον ιερό ναό της

Μητρόπολης Αθηνών και η κηδεία θα γίνει με δαπάνη του υπουργείου Πολιτισμού

στο A’ Νεκροταφείο Αθηνών.



Ο υδραυλικός που ξενυχτούσε για τον Μάρκο Βαμβακάρη

Από τις μαύρες μέρες της Κατοχής, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης θυμόταν – όπως μου

είχε εκμυστηρευτεί το 1973 – ότι έβρισκε την ευκαιρία να παίζει και να

τραγουδά. Αυτό τον βοήθησε να μη νιώσει την πείνα, γιατί πήγαιναν οι

μαυραγορίτες στο Περιστέρι να τον ακούσουν και τον πλήρωναν. Είχε μεγάλη

αδυναμία στα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, που τα άκουγε κάποιες φορές από

δίσκους γραμμοφώνου που έπαιζαν μαγαζιά της γειτονιάς του. Μαθητευόμενος

υδραυλικός, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης έμαθε ότι ο Μάρκος με το συγκρότημά του

παίζει και τραγουδά στην ταβέρνα του «Ηπειρώτη» στο Περιστέρι. Το

‘σκαγε από το σπίτι του και πήγαινε έξω από το μαγαζί και καθόταν μέχρι αργά

για ν’ ακούσει τον Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Απόστολο Χατζηχρήστο

και τον νεαρό τότε Μανώλη Χιώτη, που ήταν μαζί τους. H επιμονή του νεαρού

Γρηγόρη να μάθει μπουζούκι και, σιγά σιγά, να εξελιχθεί σε έναν καλό σολίστα

τον έφεραν γρήγορα στο πάλκο του λαϊκού τραγουδιού και παράλληλα στη σύνθεση,

ώστε να γράφει δικά του τραγούδια.

«Χάθηκα μέσα στη «Ρωμιοσύνη»»

Συζήτηση με τον Μίκη Θεοδωράκη μετά την ηχογράφηση της «Ρωμιοσύνης», το 1966.

Δεξιά, με τον Σταύρο Ξαρχάκο στη μεγάλη συναυλία (προς τιμήν του) στο

Ολυμπιακό Στάδιο, το 1984

Σταθμός στην πορεία του Μπιθικώτση ήταν η ερμηνεία του «Άξιον Εστί» του

Οδυσσέα Ελύτη και κορυφαία στιγμή της ζωής και της καριέρας του, όπως έλεγε ο

ίδιος, η ερμηνεία του στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου

«Ρωμιοσύνη». Κατά τον Μπιθικώτση, το «Άξιον Εστί» και η «Ρωμιοσύνη» είναι πολύ

σημαντικά έργα, με δική του ομορφιά και σημασία το καθένα. Και θυμόταν έντονα

εκείνο το συγκλονιστικό βράδυ της παρουσίασης σε πρώτη εκτέλεση του «Άξιον

Εστί» στο Θέατρο Κοτοπούλη – Ρεξ (της οδού Πανεπιστημίου) τη Δευτέρα 19

Οκτωβρίου 1964.

Συγκίνηση, ενθουσιασμός, αποθέωση, αλλά και έκπληξη από ένα πρωτόγνωρο – για

τα ελληνικά δεδομένα – έργο, στο οποίο ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ήταν ο βασικός

σολίστ (λαϊκός τραγουδιστής) που ερμήνευσε τα κομμάτια: «Ένα το χελιδόνι»,

«Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», «Της αγάπης αίματα», «Ανοίγω το στόμα μου».

Συμμετείχαν ο Μάνος Κατράκης (ως αναγνώστης – αφηγητής), ο Θόδωρος Δημήτριεφ

(ψάλτης), η Μεικτή Ορχήστρα Αθηνών και η Χορωδία της Θάλειας Βυζαντίου (Στ’

Γυμνασίου Θηλέων Αθηνών). Μια μοναδική παράσταση, που δεν πρόκειται να σβήσει

από τη μνήμη όχι μόνο του Θεοδωράκη, του Μπιθικώτση και των άλλων

πρωταγωνιστών, αλλά όλων των Ελλήνων, γιατί αποτέλεσε μια μεγάλη στροφή στον

ελληνικό πολιτισμό.


Με τη στολή του στρατιώτη, στην εξορία, στη Μακρόνησο, όπου γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη

«Από τα έργα του Θεοδωράκη, εκείνο που με δυσκόλεψε πάρα πολύ και το θεωρώ από

τα μεγαλύτερα είναι η «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου. Σ’ αυτό το έργο χάθηκα.

Έκανα πρόβα δυόμισι μήνες για να μπω στο νόημα της μελωδίας και του στίχου.

Τότε βρήκα τον αληθινό μου εαυτό. Ήταν αυτό που με γέμισε. Ήταν η πιο μεγάλη

στιγμή της καριέρας μου και της ζωής μου», μου έλεγε ο Μπιθικώτσης σε μια

ραδιοφωνική συνέντευξη τον Ιανουάριο του 1990: «Τα εννέα τραγούδια της

«Ρωμιοσύνης» είχαν μια μελωδία που δεν την έπιανε το μυαλό μου. Μελωδία

τρομερή, ασύλληπτη. Ο Θεοδωράκης στις πρώτες πρόβες μού έλεγε: «Λίγο αν

προσέξεις στις πρόβες, θα τα καταφέρεις, Γρηγόρη. Το έργο αυτό απευθύνεται σε

όλους τους Έλληνες. Μιλάει για το τι έχει τραβήξει η Ελλάδα. Τότε που κόβανε

στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι, που μπαίνανε στα σίδερα και στη φωτιά,

που γέμιζαν τα κανόνια μόνο με την καρδιά τους». Και πάνω σ’ αυτή τη φοβερή

ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ο Μίκης έχει γράψει μουσική για 100-200 χρόνια

μπροστά. Σου το λέω υπεύθυνα εγώ, ο Γρηγόρης, που τραγούδησα τη «Ρωμιοσύνη»».



Μας «χάρισε» Πάνου και Μοσχολιού

Με τη σύνθεση του Μπιθικώτση «Πήρα τη στράτα την κακιά» έκανε τον πρώτο της

δίσκο (και την πρώτη επιτυχία της) η Πόλυ Πάνου, σε ηλικία 12 ετών, όταν την

έφερε από την Πάτρα στην Αθήνα και τη βοήθησε στα πρώτα της βήματα ο Γρηγόρης.

H ανάδειξη της Πόλυς Πάνου σε μια τόσο δύσκολη εποχή για τον χώρο του λαϊκού

τραγουδιού και για την κοινωνική ζωή γενικότερα δείχνει ότι υπήρξε αξιοκρατία

και ότι καλλιτέχνες σαν τον Γρηγόρη Μπιθικώτση ήταν μεγαλόκαρδοι. Το απέδειξε

έμπρακτα ο Γρηγόρης, όταν διέκρινε τις ικανότητες ενός 12χρονου κοριτσιού και

έκανε το παν να της δώσει όλες τις ευκαιρίες για να προχωρήσει, πράγμα που

έγινε και τον δικαίωσε. H συγκεκριμένη πράξη, λοιπόν, του Γρηγόρη Μπιθικώτση

(η προώθηση και ανάδειξη της Πόλυς Πάνου) φανερώνει τις αξίες και τα ιδανικά

που είχαν τότε (1950-1960) οι άνθρωποι που γεννήθηκαν μέσα από το λαϊκό

τραγούδι και το στήριξαν, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που συνάντησαν.

Αργότερα, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης στάθηκε στο πλευρό και άλλων τραγουδιστών που

πραγματοποίησαν τις πρώτες τους εμφανίσεις στο πάλκο. H Βίκυ Μοσχολιού ήταν

μία από τις μεγάλες ερμηνεύτριες που τη βοήθησε ουσιαστικά στα πρώτα της

βήματα στα κέντρα ο Μπιθικώτσης, με τον οποίο είχε μια πολύ θετική συνεργασία

όταν εμφανίστηκαν μαζί στην Τριάνα, τα Δειλινά, αλλά και στο στούντιο.

Οι σταθμοί της ζωής του

1922: Γεννήθηκε στο Περιστέρι

1949: Ο Μάρκος Βαμβακάρης ερμηνεύει το τραγούδι του «Το καντήλι

τρεμοσβήνει»

1951: Βγαίνει στη δισκογραφία

1955: «Το τρελοκόριτσο», πρώτη μεγάλη συνθετική και ερμηνευτική

επιτυχία

1956: Καθιερώνεται ως ερμηνευτής με το «Γαρίφαλο στ’ αυτί»

1959: «Ο Επιτάφιος» και η αρχή της συνεργασίας του με τον Μίκη

Θεοδωράκη

1963: Ηχογραφεί το «Άπονη ζωή» και «Φτωχολογιά»

1964: H παράσταση-σταθμός στο «Κοτοπούλη-Ρεξ», με την πρώτη εκτέλεση

του «Άξιον Εστί»

1966: Ηχογραφεί τη «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου, όπου ξεπερνάει – όπως έλεγε

– τον εαυτό του

1968: Ηχογραφεί την «Επίσημη αγαπημένη»

1984: Μεγάλη τιμητική συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο