Με… έμφραγμα απειλείται η οικονομία, λόγω του βασικού μετόχου και των άλλων

προβλημάτων στα έργα του Γ’ ΚΠΣ, εξαιτίας των οποίων απειλείται ότι θα

κλείσουν οι στρόφιγγες των κοινοτικών ταμείων.

Όπως προέκυψε μετά τις εξελίξεις της περασμένης εβδομάδας στις Βρυξέλλες, οι

εισροές κοινοτικών κονδυλίων, αντί να επιταχυνθούν – όπως θα έπρεπε, για να

καλύψουν το κενό που προκαλεί η περικοπή του εθνικού Προγράμματος Δημοσίων

Επενδύσεων – απειλείται ότι θα περικοπούν. Και δεν είναι μόνο η

προειδοποιητική επιστολή για τον βασικό μέτοχο που απειλεί να αφήσει χωρίς

κοινοτική υποστήριξη κάθε έργο το οποίο θα προκηρύσσεται με βάση τον σχετικό

νόμο. Είναι και η πολύ πιο άμεση προοπτική της περικοπής περίπου 650 εκατ.

ευρώ από τον προϋπολογισμό παλαιοτέρων έργων του Γ’ ΚΠΣ, η οποία αναμένεται να

ανακοινωθεί τον επόμενο μήνα. H περικοπή είναι το αποτέλεσμα μιας

συμβιβαστικής λύσης, στην οποία οδηγείται – σύμφωνα με πληροφορίες – η

κυβέρνηση για να αποφύγει γενικό «πάγωμα» χρηματοδοτήσεων, με το οποίο

απειλούσε η επίτροπος κ. Ντ. Χούμπνερ, λόγω των προβλημάτων του ελληνικού

συστήματος εκτέλεσης δημοσίων έργων.

Οι κατασκευαστικές εταιρείες «χτυπούν καμπανάκι» εν όψει αυτών των εξελίξεων,

καθώς οι δραστηριότητές τους έχουν υποστεί καθίζηση μετά τη διακοπή των έργων

για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά και καθώς φοβούνται ότι τα 650 εκατ. ευρώ

που θα περικοπούν από τους προϋπολογισμούς των έργων θα προστεθούν – ως

απώλεια – στα 800 εκατ. ευρώ που τους οφείλει ακόμη η Πολιτεία.

Ωστόσο, δεν είναι μόνο οι κατασκευές που κινδυνεύουν. Ο ίδιος ο προϋπολογισμός

θα τιναχθεί στον αέρα αν διακοπούν οι κοινοτικές χρηματοδοτήσεις, ενώ ακόμη

και μικρή υστέρηση θα κοστίσει ακριβά στον κ. Γ. Αλογοσκούφη, που κυνηγά και

το τελευταίο ευρώ για να μειώσει το έλλειμμα.

Τετραπλό χτύπημα στην Ανάπτυξη

H Κομισιόν κόβει 650 εκατ. ευρώ από συγχρηματοδοτούμενα έργα

Προβληματική είναι η πρόοδος των συγχρηματοδοτούμενων με την Ευρωπαϊκή Ένωση

έργων στην Ελλάδα, καθώς εκτός από το μείζον θέμα του βασικού μετόχου,

εκκρεμεί πάντα η απειλή της Επιτρόπου κ. Ντ. Χούμπνερ να παγώσει τη

χρηματοδότηση όλων τα τεχνικών έργων του Γ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, λόγω

των αδυναμιών του ελληνικού συστήματος εκτέλεσης δημοσίων έργων.

Σύμφωνα με πληροφορίες, για να αποφύγουν τον κίνδυνο αυτό – που ισοδυναμεί με

καταστροφή – ο υπουργός Οικονομίας Γ. Αλογοσκούφης και ο υφυπουργός Χρ. Φώλιας

αποφάσισαν να διαπραγματευθούν έναν επώδυνο συμβιβασμό.

Το κόστος αυτού του συμβιβασμού, σύμφωνα με υπολογισμούς κυβερνητικής πηγής,

ανέρχεται σε περίπου 650 εκατ. ευρώ, τα οποία θα χρειασθεί να περικοπούν από

τους προϋπολογισμούς μίας σειράς «προβληματικών» κατά την Κομισιόν έργων του

Γ’ ΚΠΣ. Θεωρητικά, το ποσό αυτό δεν χάνεται αυτομάτως, αφού μπορεί να

μεταφερθεί σε άλλα έργα του Γ’ ΚΠΣ στο μέλλον. Μέχρι να γίνει αυτό, όμως,

είναι «στον αέρα» και δεν αποκλείεται ένα μέρος του να χαθεί οριστικά για τη

χώρα.

Άλλο προκηρύσσεται – άλλο εκτελείται!

H περικοπή των 650 εκατ. ευρώ είναι το ένα σκέλος του συμβιβασμού, που αφορά

τις «αμαρτίες» του παρελθόντος. Υπάρχει όμως και το δεύτερο σκέλος του, που

αφορά τα μελλοντικά έργα. H Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέλει να διασφαλίσει ότι οι

παρατυπίες δεν θα επαναληφθούν και γι’ αυτό ζήτησε να θεσπισθεί ρύθμιση που θα

περιορίζει μεταξύ άλλων τις υπερβάσεις των προϋπολογισμών των έργων και την

αλλαγή του φυσικού αντικειμένου τους, όπως κατ’ επανάληψιν έχει γίνει στην

πράξη. Όπως υποστηρίζει η Κομισιόν, οι δυνατότητες αυτές που δίνει το ελληνικό

σύστημα παραγωγής δημοσίων έργων (με βασικό όπλο τις λεγόμενες «επί έλασσον

δαπάνες») έχουν ως αποτέλεσμα να μη λειτουργεί ο ανταγωνισμός, αφού άλλο έργο

προκηρύσσεται και άλλο εκτελείται στην πράξη.

H ελληνική πλευρά υποσχέθηκε ότι θα ψηφίσει μία τέτοια τροπολογία, παρότι το

υπουργείο ΠΕΧΩΔΕ αντέδρασε έντονα σε πρώτη φάση, φοβούμενο τις αντιδράσεις των

μηχανικών.

H διαπραγμάτευση μεταξύ Κομισιόν και ελληνικών αρχών δεν έχει ακόμη λήξει και

μάλιστα ο κ. Φώλιας, που χειρίζεται το θέμα προσωπικά, επισκέφθηκε για άλλη

μια φορά τη Δευτέρα τις Βρυξέλλες και συναντήθηκε με την κ. Χούμπνερ, ενώ η

επόμενη συνάντηση του ίδιου και του επιτελείου του έχει οριστεί για τις 7

Απριλίου.

Το σίγουρο είναι ότι έπειτα απ’ όσα συνέβησαν με τον βασικό μέτοχο, η

κυβέρνηση θα θελήσει οπωσδήποτε θα κλείσει τουλάχιστον αυτό το μέτωπο, έστω κι

αν το κόστος είναι μεγάλο.

Οι κίνδυνοι από πάγωμα κονδυλίων

Οι κίνδυνοι, σε περίπτωση που – για οποιοδήποτε λόγο – παγώσουν τα κοινοτικά

κονδύλια είναι τεράστιοι.

*Πρώτον θα διακοπούν ή θα επιβραδυνθούν μια σειρά από έργα, με αποτέλεσμα να

οξυνθεί το πρόβλημα της ανεργίας και να επιβραδυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης. Ήδη

στον κατασκευαστικό τομέα, τα προβλήματα έχουν οξυνθεί, μετά την ολοκλήρωση

των έργων των Ολυμπιακών Αγώνων.

*Δεύτερον δεν θα επιτευχθούν οι στόχοι του προϋπολογισμού ως προς τα έσοδα,

αφού δεν θα εκταμιευθούν πόροι 650 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα να μεγαλώσει

ακόμη περισσότερο το έλλειμμα, τη στιγμή που η χώρα μας βρίσκεται υπό

επιτήρηση.

*Τρίτον οι καθυστερήσεις που θα σημειωθούν στην απορρόφηση, θα οδηγήσουν και

σε οριστικές απώλειες πόρων, καθώς σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία τα

κονδύλια που δεν απορροφώνται δύο χρόνια μετά τη δέσμευσή τους, χάνονται

οριστικά. Έτσι, ακόμη κι αν αργότερα επαναληφθούν οι χρηματοδοτήσεις, κάποια

κονδύλια θα έχουν χαθεί οριστικά για τη χώρα.

*Τέταρτον η διαπραγματευτική ικανότητα της χώρας θα αποδυναμωθεί δραματικά, εν

όψει του Δ’ ΚΠΣ. Είναι προφανές ότι μια χώρα προς την οποία η Επιτροπή έχει

παγώσει τις χρηματοδοτήσεις, δεν μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις νέες

ενισχύσεις.

H απορροφητικότητα θα πέσει κι άλλο

Μέχρι στιγμής, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομίας, η Ελλάδα έχει

απορροφήσει 7.600 εκατ. ευρώ από το Γ’ ΚΠΣ σε σύνολο διαθέσιμων πόρων 22,3

δισ. ευρώ, δηλαδή, η απορροφητικότητα έχει φτάσει το 34%.

Αν επιτευχθεί ο συμβιβασμός με την Επιτροπή στη βάση της περικοπής 650 εκατ.

ευρώ, αυτομάτως η απορροφητικότητα θα πέσει ξανά στο περίπου 31%.

Τα 650 εκατ. ευρώ αντιστοιχούν σε οριζόντια «διόρθωση», δηλαδή, μείωση του

προϋπολογισμού όλων των έργων με τα οποία είχε πρόβλημα η Κομισιόν, της τάξης

του 12%-13%. H ελληνική πλευρά έχει προτείνει διόρθωση της τάξης του 5%, αλλά

αυτό απορρίφθηκε αυτομάτως από την Κομισιόν, που το χαρακτήρισε «πολύ λίγο»

και αντιπρότεινε διόρθωση περίπου 20%. Σε ορισμένες μάλιστα κατηγορίες

δαπανών, όπως οι μελέτες, η διόρθωση εκτιμάται ότι θα φτάσει το 25%.

Σπάει στα δύο η ΔΕΠΑ

Το σπάσιμο στα δύο της ΔΕΠΑ θα προβλέπει σύμφωνα με πληροφορίες το νομοσχέδιο

που ετοιμάζει το υπουργείο Ανάπτυξης για την απελευθέρωση της αγοράς φυσικού

αερίου και αναμένεται να είναι έτοιμο τον Απρίλιο.

Στα σχέδια της κυβέρνησης προβλέπεται η δημιουργία στον χώρο του φυσικού

αερίου δύο εταιρειών. Μίας εταιρείας που θα είναι εμπορική (ΔΕΠΑ Διανομής), η

οποία θα αγοράζει και θα πουλά φυσικό αέριο, άρα θεωρητικά θα λειτουργεί στον

ανταγωνισμό ισότιμα με τις άλλες εμπορικές εταιρείες. H εταιρεία αυτή θα έχει

και την ιδιότητα της holding, ελέγχοντας κατά 100% τη ΔΕΠΑ Μεταφοράς. Και μια

δεύτερη εταιρεία, στην οποία θα περιέλθει όλο το ενεργητικό της σημερινής

ΔΕΠΑ, δηλαδή ο κεντρικός αγωγός μεταφοράς με τους κλάδους υψηλής πίεσης, ο

σταθμός υγροποιημένου αερίου στη Ρεβιθούσα Αττικής, οι μετρητικοί σταθμοί

κ.λπ.

Σε ό,τι αφορά τις κινήσεις ιδιωτικοποίησης της ΔΕΠΑ, αυτές δεν έχουν

αποφασιστεί ακόμη. Υπάρχει σε μέλη της κυβέρνησης η άποψη να επιλεγεί ύστερα

από διαγωνισμό και δεύτερος στρατηγικός εταίρος πέραν των ΕΛΠΕ. Πάντως, ο

σχετικός διαγωνισμός σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα καθυστερήσει ακόμη, αφού

προηγηθεί η τυπική ακύρωση του προηγούμενου διαγωνισμού, στον οποίο είχε

προκριθεί η ισπανική Gas Natural. Στο υπουργείο Ανάπτυξης, πάντως, τάσσονται

υπέρ της εισαγωγής της ΔΕΠΑ (μητρικής) στο Χρηματιστήριο.

Σημειώνεται ότι από την 1η Ιουλίου του 2005 παύει το μονοπώλιο της ΔΕΠΑ για

πωλήσεις αερίου προς τους παραγωγούς ηλεκτρικού ρεύματος. Αυτό σημαίνει ότι θα

επιτρέπεται οι ιδιώτες να έχουν πρόσβαση στους αγωγούς της ΔΕΠΑ, προκειμένου

να τους χρησιμοποιήσουν για τη μεταφορά αερίου από άλλον προμηθευτή (π.χ. για

απευθείας εισαγωγές από τρίτες χώρες). Επίσης, από το 2007 «ανοίγει» η αγορά

για όλους τους καταναλωτές.