Υπάρχει μια επιδημία που δεν έχει όνομα. Αν είχε θα εξαφανιζόταν. Όλο και

περισσότεροι άνθρωποι βασανίζονται σήμερα από αόριστους φόβους, από αόριστη

δυσθυμία, από αόριστη νευρικότητα. Ο κακός τους δαίμονας λέγεται αόριστο.

Παραπονιούνται για το ότι η κατάσταση αυτή δεν αλλάζει όσο και αν ψάχνουν να

βρουν την αιτία της. Ξυπνώντας, αναλογίζονται πως τους περιμένουν υποθέσεις,

συναντήσεις, διακανονισμοί. Ομολογούν πως είναι διασπασμένοι, η ζωή τους

αδύνατον να συμμαζευτεί.

Ωστόσο, αυτό που δεν ομολογείται είναι ότι στις περισσότερες περιπτώσεις τον

τόνο τον δίνουν οι επιδιώξεις, όχι οι εξαναγκασμοί. Σε κάθε κομμάτι της

καθημερινής δράσης φωλιάζει κι ένα τμήμα του εαυτού. Γι’ αυτόν τον εαυτό

ανησυχούμε τόσο. Το αν τα καταφέρει στο επάγγελμα, αν έχει τις ερωτικές

σχέσεις που επιθυμεί, τη φιλία, την ασφάλεια, την εκτίμηση.

Με δυο λόγια, ο διασπασμένος τα επιθυμεί όλα και αναθέτει στο κάθε τμήμα του

εαυτού του μια ειδική αποστολή. Να συλλέξει όσο γίνεται περισσότερο όφελος

(χρήμα, αγάπη, εξασφάλιση) και μετά να επιστρέψει στο σπίτι, όπου εκεί ο

«κεντρικός εαυτός» θα καθήσει και θα απολαύσει το δείπνο του. Στο πιάτο του

ελπίζει πως θα υπάρχουν όλα τα εδέσματα, έστω λίγο απ’ όλα. Συνήθως έρχονται

τα εδέσματα, αλλά ο εαυτός είναι άφαντος. Λείπει η αίσθηση του όλου, του

ενιαίου, λείπει η δυνατότητα να λέει κάποιος: «Όλα αυτά, οι επιδιώξεις, οι

επιθυμίες, τα κέρδη υπακούουν σ’ εμένα, εγώ είμαι αυτός που τα κατατάσσει και

τα ιεραρχεί».

H ιεράρχηση είναι ό,τι πιο δύσκολο στις ημέρες μας. Παρ’ όλα αυτά, ακούμε

συχνά την προτροπή: «να ιεραρχήσουμε τις ανάγκες μας», «να βάλουμε

προτεραιότητες». Όσο πιο έντονα λέγεται αυτό, τόσο πιο φανερή γίνεται η

αδυναμία να εφαρμοστεί. Γιατί η ιεράρχηση προϋποθέτει μια νόηση «κατακόρυφη»,

αντίθετη στην κυρίαρχη τάση που είναι το άπλωμα, η οριζόντια αντίληψη των

πραγμάτων.

Βλέπει κανείς πολλά και σκόρπια γύρω του. Αντικείμενα, δραστηριότητες. H

ποικιλία, χρόνια τώρα, έχει γίνει έμβλημα της καθημερινής ζωής τόσο στην

εργασία όσο και στη διασκέδαση. Πολυ-μέσα, πολυ-χώροι, πολυ-θεάματα. Στο όνομα

της ατομικότητας και της διεύρυνσης των επιλογών προσφέρονται ευκαιρίες να

τσιμπήσει ο καταναλωτής (και πολίτης) από διάφορα αγαθά, έννοιες, ιδέες, αλλά,

προς Θεού, δεν πρέπει ποτέ να αγκιστρωθεί ο ίδιος ολόκληρος. Αν συμβεί αυτό θα

γίνει θύμα του δογματισμού, θα περιοριστεί, δεν θα έχει την ευχέρεια να

αλλάζει προτιμήσεις και απόψεις. Του συνιστούν επομένως να αποφεύγει την

προσκόλληση σε οτιδήποτε.

Να όμως που ιατρικές και ψυχολογικές έρευνες δείχνουν πως το να μπορεί κάποιος

να απορροφάται σ’ έναν σκοπό, να συγκεντρώνεται, είναι το πιο αποτελεσματικό

θεραπευτικό μέσο για τις φοβίες και τις θλίψεις «χωρίς αντικείμενο». Για να

καταπολεμηθεί η αοριστία απαιτείται εστίαση. Πράγμα γνωστό εξάλλου και στις

ανατολικές θρησκείες, ιδιαίτερα στον βουδισμό. Αν ο ασκούμενος στις τεχνικές

της γιόγκα κατορθώσει να συγκεντρώσει τη νοητική του ενέργεια σ’ ένα μόνο

σημείο, τότε οι κάθε λογής φόβοι του υποχωρούν. Συμβαίνει αυτό γιατί το άτομο

παύει να αναφέρεται στον εαυτό του, καθώς αυτός διαλύεται, γίνεται μέρος της

ψυχής του σύμπαντος.

Πέρα από τις απλοποιήσεις και τις αμφίβολες μυστικιστικές συνταγές που

συνόδευσαν την εισαγωγή των ανατολικών τεχνικών διαλογισμού στις δυτικές

χώρες, σημασία έχει ότι με τον τρόπο αυτό τίθεται στον σύγχρονο πολιτισμό ένα

ερώτημα που αφορά τα ίδια του τα θεμέλια. Αποτελεί, άραγε, αυτός μια σύνθεση ή

ένα συνονθύλευμα;

Άφθονες οι ενδείξεις ότι το δεύτερο είναι το κύριο γνώρισμα. Αντί για άρθρωση

αξιών, προτείνεται διαρκώς η επανεξέτασή τους. Τα πάντα λοιπόν να

επανεξεταστούν, αλλά εν όψει τίνος; Στην πραγματικότητα πρόκειται για

υπεκφυγή.

Συκοφαντούν έτσι διάφοροι την ιεράρχηση. Γιατί θα πρέπει να μπει πρώτο το ένα

και μετά το άλλο; λένε. Αναζητήστε, ας πούμε, και το χρήμα και τον έρωτα, και

τα δυο ταυτόχρονα. Δεν είναι μοιραίο να προβάλλει πάντα μπροστά μας το φάσμα

της θυσίας τού ενός για χάρη του άλλου. Οι θυσίες, οι απαρνήσεις, οι στερήσεις

είναι για τους αρχαίους και τους θρησκόληπτους.

Όμως το βλέπουμε, το ζούμε, φωνάζουν οι παθόντες, ότι το χρήμα και ο έρωτας

συγκρούονται. Το χρήμα μάς σπρώχνει προς την κοινωνία, ο έρωτας μας τραβάει

έξω απ’ αυτήν. Πρέπει να αποφασίσουμε: ή πρώτο το ένα ή το άλλο. Μα γιατί; θα

απαντήσει πάλι η φωνή της πολλαπλότητας. Δείτε το σαν κοκτέιλ. Βάλτε μια γερή

δόση χρήματος (π.χ. υπολογισμός προίκας) μέσα στον έρωτα και ανακατέψτε. Βάλτε

το συμφέρον μέσα στο πάθος και πιείτε το. Δεν είναι σαν ένα καινούργιο πάθος;

Κι αν δεν πετύχει, έχετε πάντα μαζί σας και μερικά ηρεμιστικά.

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών