ME NOMO της ιορδανικής κυβέρνησης, ο οποίος ισχύει από το 1958,

διοικείται σήμερα το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Κι αυτό επειδή τότε η Ιερουσαλήμ

ανήκε διοικητικά στην Ιορδανία. Από τότε, το καθεστώς δεν έχει αλλάξει παρ’

ότι στη συνέχεια – και κυρίως μετά τον πόλεμο των Επτά Ημερών, το 1967 –

απέκτησαν βαρύνοντα λόγο και οι Ισραηλινοί, όπως οι Ιορδανοί και οι

Παλαιστίνιοι, και διατηρούν το δικαίωμα να εγκρίνουν την εκλογή του εκάστοτε

Πατριάρχη.

Σε περίπτωση που ένα από τα τρία μέρη δεν αναγνωρίζει την εκλογή, ο Πατριάρχης

δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του – κάτι που έγινε και στην περίπτωση του

Ειρηναίου, όταν το Ισραήλ τον αναγνώρισε σχεδόν τρία χρόνια μετά την εκλογή

του. Μετά την αναγνώριση της εκλογής, ωστόσο, βέτο μπορεί να ασκηθεί μόνον αν

συμφωνήσουν και οι τρεις πλευρές. Αν έστω και μία πλευρά εξακολουθεί να τον

αναγνωρίζει, ο Πατριάρχης ασκεί κανονικά τα καθήκοντά του – εκτός κι αν

αποφασίσει διαφορετικά η Σύνοδος του Πατριαρχείου.

Οι όροι

Μέχρι το 1958, οι εκλογές γίνονταν με βάση ένα Οθωμανικό Διάταγμα. Την περίοδο

1930 – 1947, οπότε οι Άγγλοι είχαν την κατοχή της περιοχής, οι Άραβες ζητούσαν

την αλλαγή του νόμου, διεκδικώντας ρόλο στη διοίκηση. Αντέδρασαν όμως οι

Έλληνες Ορθόδοξοι. Το 1958, η Ιορδανία επικύρωσε τον καταστατικό χάρτη του

Πατριαρχείου. Σύμφωνα με τον χάρτη αυτόν, ο Πατριάρχης είναι ισόβιος και

εκπίπτει μόνο σε περίπτωση που σωματικά δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του

ή αν κατηγορηθεί ότι δεν υπερασπίζει επαρκώς την Ορθοδοξία.

Δύο αντικαταστάσεις

Στην ιστορία του Πατριαρχείου μόνο δύο φορές έγιναν αντικαταστάσεις

Πατριαρχών: το 1875, η Σύνοδος του Πατριαρχείου καθαίρεσε τον Κύριλλο για

δογματικούς λόγους. Το 1890, ο τότε Πατριάρχης Νικόδημος καθαιρέθηκε για

οικονομικά σκάνδαλα. Σήμερα, σημαντικό ρόλο στο Πατριαρχείο παίζουν οι

κοινότητες των Ελλήνων, των Αρμενίων και των καθολικών, οι οποίες έχουν

δικαιώματα στον Ναό της Αναστάσεως, καθώς και οι Αιγύπτιοι Κόπτες, οι Συριάνοι

και οι Αιθίοπες.