Ο Θανάσης Μπέμπης, σε προπόνηση στο παλιό γήπεδο Καραϊσκάκη, όταν προπονητής

του Ολυμπιακού ήταν ο διάσημος Ούγγρος Κέμενι Τίμπορ. Ο ερυθρόλευκος διεθνής

άσος, που «μάτωνε» ακόμη και στις προπονήσεις, φωτογραφίζεται για το εξώφυλλο

του μηνιαίου περιοδικού «Αθλητικά Χρονικά» (Φεβρουάριος 1958)

Δεν θα πρέπει να θεωρηθεί υπερβολική η γενική διαπίστωση ότι ο Θανάσης Μπέμπης

υπήρξε ο μεγαλύτερος επιτελικός παίκτης του ελληνικού ποδοσφαίρου κατά τη

μεταπολεμική περίοδο. Αποτέλεσε μάλιστα μοντέλο παίκτη για τις επόμενες γενιές

ποδοσφαιριστών, αφού στα χνάρια του και στα πρότυπά του βάδισε ο Μίμης Δομάζος

και έφτασε στο κορυφαίο σημείο της δόξας του.

Ο Θανάσης Μπέμπης αγωνίσθηκε για 15 ολόκληρα χρόνια με τα χρώματα του

Ολυμπιακού και αποτέλεσε τον βασικό πνεύμονα, τη μεγάλη ψυχή της τρομερής

ενδεκάδας του Θρύλου, ιδιαίτερα στην εξαετία 1953-59, που η ομάδα του Πειραιά

κατέκτησε τα έξι συνεχόμενα Πρωταθλήματα και Κύπελλα Ελλάδας, καθώς και τα

Κύπελλα Χριστουγέννων και Πάσχα, εκείνη τη «χρυσή εποχή» του ελληνικού

ποδοσφαίρου με τα ξερά γήπεδα και τις ασπρόμαυρες εικόνες.

Οι αθλητικοί συντάκτες στη δεκαετία του 1950 είχαν χαρακτηρίσει τον Μπέμπη

«Καπετάνιο» του ελληνικού ποδοσφαίρου, επειδή αξιοποιούσε την ποδοσφαιρική του

ευφυΐα σε κάθε κίνηση, σε κάθε ενέργεια μέσα στα γήπεδα. Ήταν ο παίκτης που

διέθετε τέχνη, φαντασία, ταχύτητα, σουτ, κεφαλιές, ντρίμπλα και, το

σπουδαιότερο, ήταν μοναδικός στις ακριβείς μεταβιβάσεις προς τους συμπαίκτες

του, που τους «έβγαζε» πάντα σε θέση βολής, στις αντίπαλες εστίες. Το πείσμα

και το πάθος του φανέρωναν πολλές φορές τον εριστικό χαρακτήρα του, αλλά όλοι

παραδέχονταν τις τεχνικές του αρετές. Όλα τα χρόνια του αγωνίσθηκε στις θέσεις

του επιθετικού χαφ και κυρίως του τροφοδότη κυνηγού, πάντα σε ρόλο γενικού

συντονιστή. Κυνηγούσε παντού την μπάλα και η αντοχή του ήταν κάτι το

υπερφυσικό.

H πορεία του Μπέμπη στο ελληνικό ποδόσφαιρο αρχίζει σε ηλικία 15 ετών.

Πρωτόπαιξε επίσημα μπάλα στην ομάδα της γειτονιάς του στον Ακράτητο Πετραλώνων

(τον σημερινό Ακράτητο Λιοσίων). Ύστερα από δύο χρόνια μεταγράφηκε στον

Φωστήρα (το 1946), όπου η εξέλιξή του ήταν γρήγορη και σταθεροποιήθηκε τότε

στην τρομερή πεντάδα του θρυλικού «Φονέα των Γιγάντων» (Κορωναίος, Νικολαδός,

Γιαλαμπίδης, Γιάκαλος, Πιλάτος-Μπέμπης). Τα προσόντα του και γενικώς το

ταλέντο του Μπέμπη τον καταξίωσαν εκείνη την εποχή ως ανερχόμενο κυνηγό του

αθηναϊκού ποδοσφαίρου, αφού ο Φωστήρας αγωνιζόταν στο Πρωτάθλημα A’ Αθηνών με

αντιπάλους όπως AEK, Παναθηναϊκό, Απόλλωνα, Πανιώνιο, Αστέρα, Δάφνη. Οι

συνεχείς διακρίσεις του Θανάση Μπέμπη ανέβασαν το ηθικό του και τέσσερα χρόνια

αργότερα, το 1949, πραγματοποιεί το μεγάλο όνειρο της ζωής του, να φορέσει τη

δοξασμένη ερυθρόλευκη φανέλα. H μεταγραφή του στον Ολυμπιακό προκάλεσε αίσθηση

τότε και ο παίκτης από την πρώτη στιγμή εντάχθηκε στην τακτική ενδεκάδα, στην

οποία συμμετείχαν παίκτες όπως οι: Πολίτης, Κουρουκλάτος, Κλέτσας,

Χριστόπουλος, Κοτρίδης, Ρωσίδης, Βασιλείου, Γκιόκας, Ζαρκάδης, Κανσός,

Μινάρδος, Λαουτάρης, Αποστολόπουλος, Μουράτης, Δρόσος, Δαρίβας, Συρίγος,

Τριανταφύλλου, Παπαδημητρίου.

Από το 1949 ώς το 1963 ο Μπέμπης αγωνίσθηκε συνεχώς με τον Ολυμπιακό.

Παράλληλα έπαιξε ως επιτελικός στην Εθνική Ομάδα και υπήρξε διεθνής 20 (!))

φορές. Δηλαδή είχε εκείνη την εποχή τις περισσότερες συμμετοχές, αν πάρουμε ως

δεδομένο ότι η Εθνική έδινε ένα ή δύο παιχνίδια κάθε χρόνο. Σε έναν αγώνα με

την Ισπανία (1-7) είχε δημιουργήσει επεισόδιο με τον πρόεδρο της ΕΠΟ Αθανάσιο

Μέρμηγκα και είχε αποκλεισθεί. Κατά την 6ετία 1953-59, στην κατάκτηση των έξι

Πρωταθλημάτων και Κυπέλλων, υπήρξε ο ιθύνων νους της ομάδας-θρύλου. Τερμάτισε

την ποδοσφαιρική του πορεία ως παίκτης και προπονητής με τον Βύζαντα Μεγάρων,

ενώ προσφέρει κατά καιρούς ως προπονητής και σύμβουλος τις πολύτιμες γνώσεις

του στον Ολυμπιακό. Σήμερα ζει με την οικογένειά του στην Καλλιθέα,

παρακολουθεί ανελλιπώς τους αγώνες του Ολυμπιακού, αποφεύγει μονίμως τη

δημοσιότητα και αρνείται να κάνει δηλώσεις ή να δίνει συνεντεύξεις.