Την Τετάρτη στις Βρυξέλλες, ο Κώστας Καραμανλής σηματοδότησε την υποχώρηση

της κυβέρνησης στην υπόθεση του βασικού μετόχου, που γίνεται έτσι η δεύτερη –

μετά την απογραφή – προεκλογική εξαγγελία της N.Δ. που οδηγεί σε ένα Βατερλώ.

Αιτία γι’ αυτό ήταν – όπως παραδέχονται και μέσα στη N.Δ. – οι εσφαλμένοι

χειρισμοί του κ. Καραμανλή και των υπουργών του: επιστράτευσαν τον βασικό

μέτοχο ως αντιπερισπασμό σε μια κακή στιγμή της κυβέρνησης, εγκλωβίστηκαν στην

απήχηση που είχε το εγχείρημα αυτό στην κοινή γνώμη, το μετέτρεψαν σε

αντικείμενο εσωκομματικής αντιπαράθεσης και προπάντων υποτίμησαν την αντίδραση

της Κομισιόν.

Το ότι ο βασικός μέτοχος είχε προβλήματα με το κοινοτικό δίκαιο δεν ήταν

άγνωστο στον Κώστα Καραμανλή. Κυβερνητικά στελέχη λένε πως όταν ανέλαβε τη

διακυβέρνηση της χώρας απαντούσε στερεότυπα σε όσους του ζητούσαν να μην

προχωρήσει αυτή την υπόθεση, για να αποφύγει τη σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή

Ένωση, πως «δεν μπορεί να κάνει αλλιώς γιατί έχει δεσμευτεί προεκλογικά».

Ωστόσο, τους πρώτους μήνες μετά τις εκλογές της 7ης Μαρτίου, η κυβέρνηση δεν

καιγόταν ιδιαίτερα για τον βασικό μέτοχο. Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, στις

αρχές του καλοκαιριού οι υπουργοί Επικρατείας Θόδωρος Ρουσόπουλος και

Δικαιοσύνης Αναστάσης Παπαληγούρας συγκρότησαν επιτροπή νομικών και

διοικητικών παραγόντων με πρόεδρο τον γνωστό από τη δίκη της 17N Μιχάλη

Μαργαρίτη για να επεξεργαστεί το νέο νομοσχέδιο, και δεν ασχολήθηκαν άλλο με

αυτή την υπόθεση.

H κατάσταση άλλαξε άρδην τον Σεπτέμβριο. H πτώση του Σινούκ στις 15

Σεπτεμβρίου 2004 έδωσε τέλος στην περίοδος χάριτος που απολάμβανε ώς τότε ο κ.

Καραμανλής. Μία βδομάδα αργότερα, έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα της

δημοσιονομικής απογραφής, τα οποία διόγκωναν το έλλειμμα στο 5%,

προοιωνιζόμενα μέτρα λιτότητας.

Σχέδια πόλωσης. Στο Μαξίμου περίμεναν την επιδείνωση στην οικονομία και

είχαν ήδη ένα σχεδιασμό για πόλωση του κλίματος με εξεταστικές επιτροπές, ώστε

να αποδώσουν τις ευθύνες στην κακοδιαχείριση του ΠΑΣΟΚ και στα διαπλεκόμενα

συμφέροντα, τα οποία όπως υποστηρίζουν στη Ρηγίλλης αντιμάχονται τον κ.

Καραμανλή. Το Σινούκ επιτάχυνε τις εξελίξεις. Δεκαπέντε μέρες αργότερα, σε

σύναξη των βουλευτών του στο εστιατόριο «Μπαϊρακτάρης», ο Πρωθυπουργός έκανε

λόγο για τους «πέντε νταβατζήδες που κυβερνούν τη χώρα» δρομολογώντας μια

γενικότερη συζήτηση περί διαπλοκής. Τότε, αρχές Οκτωβρίου, η κυβέρνηση – με

συνεχείς διαρροές από κορυφαία στελέχη – έφερε στο επίκεντρο της συζήτησης το

νομοσχέδιο για τον βασικό μέτοχο.


Γρήγορα και πρόχειρα. Όπως έδειξαν οι μετρήσεις που διενεργούσε το

Μαξίμου, η μετατόπιση της δημόσιας συζήτησης στο γήπεδο της διαφάνειας

ευνοούσε την κυβέρνηση και προσωπικά τον Πρωθυπουργό. Στην προσπάθειά της να

εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα η κυβέρνηση δημιούργησε προσδοκίες στην κοινή

γνώμη για σύγκρουση με τους «διαπλεκομένους». Ωστόσο αυτό την υποχρέωνε να

καταθέσει τον νόμο σύντομα. Στο Μαξίμου αποφάσισαν να τον φέρουν στη Βουλή

στις αρχές Δεκεμβρίου. Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές πάντως αυτό αποδείχτηκε

αδύνατο, όταν στα μέσα Νοεμβρίου η κυβέρνηση παρέλαβε το προσχέδιο που είχε

συντάξει η επιτροπή υπό τον κ. Μαργαρίτη. Κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος εξηγεί

πως δημιουργούσε πολλά προβλήματα με τον επιχειρηματικό κόσμο (κυρίως τις

τράπεζες) και χρειαζόταν περαιτέρω επεξεργασία. Αξίζει να σημειωθεί πως στις 6

Δεκεμβρίου, όταν οι κ.κ. Ρουσόπουλος, Παυλόπουλος και Παπαληγούρας ανακοίνωναν

τις βασικές διατάξεις του νέου νόμου στο Ζάππειο, το νομοσχέδιο δεν ήταν ακόμα

έτοιμο.

Προειδοποιήσεις. Στο διάστημα που μεσολάβησε από τις δηλώσεις του

Πρωθυπουργού περί νταβατζήδων ώς τις αρχές Δεκεμβρίου πάντως ο κ. Καραμανλής

και οι αρμόδιοι υπουργοί δέχτηκαν πολλές προειδοποιήσεις ιδιωτικές – αλλά και

δημόσιες – από τον Έλληνα επίτροπο Σταύρο Δήμα σχετικά με τη συμβατότητα του

νόμου με το κοινοτικό δίκαιο. Επιφυλάξεις για το ίδιο θέμα εξέφρασαν και στην

κρίσιμη συνεδρίαση της Κυβερνητικής Επιτροπής όπου συζητήθηκε το θέμα, τέλος

Νοεμβρίου, οι Γιώργος Σουφλιάς και Πέτρος Μολυβιάτης. Το γεγονός πάντως ότι ο

βασικός μέτοχος είχε προβλήματα συμβατότητας ήταν γνωστό στην κυβέρνηση, και

για να παρακάμψει το πρόβλημα ο κ. Παυλόπουλος υποστήριξε στο Ζάππειο πως «το

ελληνικό Σύνταγμα υπερέχει του κοινοτικού δικαίου».

H κυβέρνηση προτίμησε να αγνοήσει αυτές τις προειδοποιήσεις – καθώς και τις

ενστάσεις των Ελλήνων βιομηχάνων, όπως τις εξέφραζε ο πρόεδρος του ΣΕΒ κ.

Κυριακόπουλος – επειδή πίστευε πως με αυτό το θέμα κερδίζει στην κοινή γνώμη

αλλά και επειδή υποτίμησε την ένταση της αντίδρασης της Κομισιόν. Σύμφωνα με

κυβερνητικά στελέχη, τόσο οι κ.κ. Ρουσόπουλος και Παυλόπουλος όσο και ο ίδιος

ο Πρωθυπουργός εκτιμούσαν πως τα τυχόν προβλήματα του νόμου με το κοινοτικό

δίκαιο θα αναδειχτούν με την εκδίκαση της πρώτης προσφυγής εναντίον του,

δηλαδή ύστερα από περίπου τρία χρόνια. Εκείνο που δεν περίμεναν, όπως λένε τα

στελέχη αυτά, ήταν πως η ίδια η Κομισιόν θα κινούσε διαδικασία προσφυγής κατά

της χώρας μας για τον βασικό μέτοχο.

H E.E. προειδοποίησε πριν ψηφιστεί ο νόμος!

Ο νόμος περί βασικού μετόχου ολοκληρώθηκε και κατατέθηκε στη Βουλή αργά το

βράδυ της 20ής Δεκεμβρίου. Αξίζει να σημειωθεί πως τότε η κυβέρνηση είχε ήδη

παραλάβει την επιστολή του γενικού διευθυντή Εσωτερικής Αγοράς Αλεξάντερ

Σάουμπ, ο οποίος της ζητούσε να έρθει σε επαφή με τις υπηρεσίες του για την

κατάρτιση του νόμου και απειλούσε μάλιστα με παραπομπή της Ελλάδος στο

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Τρεις μέρες αργότερα, ο Γιώργος Σουφλιάς διατύπωνε

δημόσια στο Ζάππειο την άποψη πως «ο νόμος από τη φύση του έχει προβλήματα»

και πως υπάρχουν ερωτηματικά σε σχέση με τη συμβατότητά του με το κοινοτικό

δίκαιο.

Όπως λένε κυβερνητικά στελέχη πάντως, το Μαξίμου δεν ήθελε σε καμία περιπτωση

να παραδεχτεί πως ο νόμος είχε προβλήματα, γιατί έτσι ο κ. Καραμανλής θα έχανε

τα ερείσματα που είχε δημιουργήσει στην κοινή γνώμη επειδή συγκρούστηκε με τη

διαπλοκή. Αντέδρασε λοιπόν με έντονο τρόπο, αφήνοντας να διαρρεύσει πως ο κ.

Σουφλιάς υπέγραψε το νομοσχέδιο και άρα δεν είναι σε θέση να διαφωνεί εκ των

υστέρων. H αντιπαράθεση με τον Θεσσαλό πολιτικό κλιμακώθηκε και κράτησε ώς τις

αρχές Ιανουαρίου. Όπως επισημαίνει κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος, η

ενδοκυβερνητική κόντρα υποχρέωσε την κυβέρνηση να είναι αδιάλλακτη στο θέμα

του βασικού μετόχου.

Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε από τη Βουλή στις 20 Ιανουαρίου. Λίγες μέρες πριν, η

κυβέρνηση (με αφορμή τις συνομιλίες για εξαγορά του Πήγασου από τον όμιλο

Αγγελόπουλου) θριαμβολογούσε ότι ο νόμος λειτουργεί πριν ακόμα ψηφιστεί.

Ακριβώς ένα μήνα αργότερα πάντως, δύο υπουργοί της κυβέρνησης, οι κ.κ.

Ρουσόπουλος, Παυλόπουλος, και ο υφυπουργός Οικονομίας Χρήστος Φώλιας έσπευδαν

στις Βρυξέλλες για να δώσουν νέες εξηγήσεις στον κ. Σάουμπ για τον βασικό

μέτοχο. Σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη, στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει και

σε διαπραγματεύσεις που είχε στις Βρυξέλλες για το ξεμπλοκάρισμα των κονδυλίων

του Γ’ ΚΠΣ, ο κ. Φώλιας διαπίστωσε και μετέφερε στον κ. Καραμανλή πως η

επαπειλούμενη προσφυγή της Κομισιόν για τον βασικό μέτοχο μπορούσε να

μπλοκάρει και τις κοινοτικές επιδοτήσεις για τη χώρα μας.

Μετά τη συνάντηση με τον κ. Σάουμπ, οι κ.κ. Παυλόπουλος και Ρουσόπουλος

θριαμβολογούσαν πως έπεισαν την Κομισιόν και πως δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα

για την κυβέρνηση. Κατηγορούσαν μάλιστα για διαστρέβλωση της πραγματικότητας

τους δημοσιογράφους οι οποίοι μετέφεραν πληροφορίες από τις Βρυξέλλες πως η

χώρα μας πήρε προθεσμία 15 ημερών για νέες εξηγήσεις. Είναι χαρακτηριστική η

φράση του κ. Ρουσόπουλου, πως «πρώτη φορά βλέπει το άσπρο να γίνεται μαύρο».

Μια εβδομάδα αργότερα πάντως, ο κ. Παυλόπουλος απέστειλε νέα επιστολή με

συμπληρωματικές εξηγήσεις στην Κομισιόν. Ούτε αυτό πάντως ήταν ικανό να

αποτρέψει τη διαδικασία παραπομπής της χώρας μας από την Κομισιόν και

χρειάστηκε να επιστρατευτεί ο ίδιος ο Πρωθυπουργός για να πάει στις Βρυξέλλες

και να ζητήσει αναβολή της συζήτησης για τον βασικό μέτοχο στο Κολέγιο των

Επιτρόπων. Στις Βρυξέλλες πάντως, ο πρόεδρος της Κομισιόν του είπε με αυστηρό

τρόπο πως το πρόβλημα πρέπει να λυθεί. Ο κ. Καραμανλής το αποδέχτηκε. Την

επομένη, η κυβέρνηση σηματοδότησε την πρόθεσή της να αλλάξει τον νόμο…

ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ – ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

Σκληρή κόντρα στη Βουλή

Σφοδρή επίθεση εφ’ όλης της ύλης στον Πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή αλλά και

στον υπουργό Υγείας Νικήτα Κακλαμάνη έκανε χθες στη Βουλή ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ

Γιώργος Παπανδρέου. Οι επικρίσεις του ήταν για την οικονομία, για τα

προβλήματα στην υγεία, αλλά και για τον τρόπο που χειρίσθηκε στις Βρυξέλλες η

κυβέρνηση – «θίγοντας το φιλότιμο του Έλληνα», όπως είπε – το θέμα του βασικού

μετόχου για τα MME. Την ίδια στιγμή, σε πολύ έντονους τόνους, ο Πρωθυπουργός

είπε ότι πήγε στις Βρυξέλλες για να υπερασπιστεί το ελληνικό Σύνταγμα και

άφησε υπονοούμενα για θέματα διαφάνειας λέγοντας προς τον κ. Παπανδρέου:

«Εμείς είμαστε δεσμευμένοι στον αγώνα για τη διαφάνεια. Ο καθένας ας

αποφασίσει με ποιον θα συμμαχήσει και ποιον θα υποστηρίξει».

Νωρίτερα, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατηγόρησε την κυβέρνηση ως

«εμπρηστές της οικονομίας, με όσα έκαναν με το θέμα της απογραφής», ως

«καταστροφείς σε καθημερινή βάση της Ελλάδας», ως « πρωταγωνιστές μίας

απίστευτης εκχώρησης της δημόσιας υγείας σε ιδιώτες», αλλά και ως «υπέρμαχους

της κομματικοκρατίας αντί της αξιοκρατίας, που είμαστε εμείς που είχαμε 40%

διευθυντές της N.Δ. σε νοσοκομεία».

«Το καράβι της N.Δ. πράγματι βουλιάζει, αλλά εμείς δεν θα αφήσουμε το καράβι

της Ελλάδας να βουλιάξει» πρόσθεσε χαρακτηριστικά, απαντώντας στον κ.

Καραμανλή, ο οποίος είχε προηγουμένως επικρίνει τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ για

«οργανωμένο χάος στην υγεία, διαφθορά, τεράστια χρέη και ελλείμματα». «Οι

απαξιωτικές εκφράσεις δική σας επιλογή κύριε Παπανδρέου. Ο καθένας έχει τον

τρόπο του και το ήθος του», απάντησε ο Πρωθυπουργός, ο οποίος κατηγόρησε την

κυβέρνηση (2000-2004) για κακοδιαχείριση, κακή ανάθεση και εκτέλεση έργων με

συνέπεια, όπως είπε, η Ελλάδα να κινδυνεύει να χάσει κοινοτικά κονδύλια.