Σε νέο ναυάγιο για την κυβέρνηση κατέληξε η επίσκεψη του Κώστα Καραμανλή

στις Βρυξέλλες.

Το Κολέγιο των Επιτρόπων που συνεδρίασε χθες το πρωί στη βελγική πρωτεύουσα

αποφάσισε να αναστείλει τη συζήτηση για τον βασικό μέτοχο μόνο για μία

εβδομάδα – έως την Τρίτη 22 Μαρτίου – αντί για τρεις εβδομάδες όπως άφηνε να

διαρρεύσει χθες το βράδυ η ελληνική κυβέρνηση. Έτσι, ο Πρωθυπουργός

υποχρεώθηκε να συζητήσει αναλυτικά το θέμα με τον πρόεδρο της Κομισιόν Χοσέ

Μανουέλ Ντουράο Μπαρόζο. Ο ίδιος, βέβαια, επιχείρησε να υποβαθμίσει το ζήτημα,

λέγοντας ότι έκανε στον συνομιλητή του μία «σύντομη αναφορά» στην οποία

διαβεβαίωσε τον κ. Μπαρόζο πως «οι αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες παραμένουν

στη διάθεση της Επιτροπής για οποιαδήποτε σχετική συζήτηση». Αυτή ήταν και η

μόνη επίσημη ενημέρωση που έγινε επί του θέματος από κυβερνητικής πλευράς,

δεδομένου ότι ο Πρωθυπουργός δεν δέχθηκε καμία ερώτηση από τους

δημοσιογράφους.

Στην ουσία, ο K. Καραμανλής δρομολόγησε χθες ένα πολιτικό παζάρι με την

Κομισιόν, με σκοπό να βρεθεί ένας «έντιμος συμβιβασμός» στο ζήτημα του βασικού

μετόχου. Στο πλαίσιο αυτό, την ερχόμενη Τρίτη 22 Μαρτίου, θα μεταβεί στις

Βρυξέλλες ο υπουργός Εσωτερικών και βασικός συντάκτης του νόμου, Προκόπης

Παυλόπουλος, για επαφές με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Ωστόσο, αυτή η διαπραγμάτευση προϋποθέτει ουσιαστικές αλλαγές στον νόμο. Σε

περίπτωση κατά την οποία οι αλλαγές δεν ικανοποιήσουν την Κομισιόν, τότε η

Ελλάδα θα παραπεμφθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Άσχημο κλίμα

Το κλίμα στις Βρυξέλλες είναι πολύ άσχημο για την κυβέρνηση και αυτό φάνηκε

από το γεγονός ότι οι κ.κ. Καραμανλής και Μπαρόζο δεν έκαναν από κοινού

δηλώσεις, γεγονός πρωτοφανές για τα κοινοτικά δεδομένα. Σύμφωνα με κοινοτικές

πηγές, η Ελλάδα δεν προσκόμισε κανένα νέο στοιχείο για το νομοσχέδιο – τις

τελευταίες δέκα ημέρες – και η αναβολή της συζήτησης έγινε από την πλευρά της

Κομισιόν μόνο και μόνο για λόγους πολιτικής αβρότητος, επειδή την ζήτησε η

ελληνική κυβέρνηση. Ακόμα χειρότερα, η διαπραγμάτευση που θα αρχίσει η

ελληνική κυβέρνηση θα διεξαχθεί στο χειρότερο δυνατό περιβάλλον, καθώς –

σύμφωνα με κύκλους της Κομισιόν – στις αρχές Απριλίου το Κολέγιο των Επιτρόπων

θα συζητήσει και το αναθεωρημένο Πρόγραμμα Σταθερότητας της ελληνικής

οικονομίας, βάσει του οποίου θα αξιολογηθεί η συμμόρφωση της Ελλάδας στις

κοινοτικές συστάσεις για τη διόρθωση του δημοσιονομικού ελλείμματος.

Πιέζουν για λύση

Όπως παραδέχονται και κυβερνητικά στελέχη, η επικείμενη απόφαση του Κολεγίου

των Επιτρόπων δίνει στην υπόθεση τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος και πιέζει

την κυβέρνηση να αναζητήσει λύση που θα βρίσκεται κοντά στις απόψεις της

Κομισιόν (η οποία ζητεί την απόσυρση των εκτελεστικών νόμων και –

μακροπρόθεσμα – αλλαγή του Συντάγματος). Κοινοτικές πηγές στις Βρυξέλλες

έλεγαν πάντως χθες πως το μήνυμα προς την ελληνική κυβέρνηση είναι κάτι

παραπάνω από σαφές: Στην πραγματικότητα πρέπει να αποσύρει τον νόμο, αλλιώς θα

παραπεμφθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και η Κομισιόν θα «παγώσει» τα κονδύλια

για τα έργα.

«Χαρίζουμε» 500 εκατ. ευρώ για να… ξεπαγώσουν τα υπόλοιπα κονδύλια από το

Γ’ ΚΠΣ

H ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΗ διαπραγμάτευση για το Δ’ ΚΠΣ, αλλά και το ξεμπλοκάρισμα

των χρηματοδοτήσεων από το Γ’ ΚΠΣ ήταν το άλλο μείζον θέμα που απασχόλησε τον

Πρωθυπουργό στη συνάντηση με τον κ. Μπαρόζο. Το θέμα είναι πολύ σημαντικό για

την κυβέρνηση, καθώς η Επιτροπή κατηγορεί την Αθήνα πως δεν εφαρμόζει τις

κοινοτικές οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις στον τομέα της ανάθεσης έργων.

Σήμερα επισκέπτεται την Αθήνα υψηλόβαθμο κλιμάκιο της Επιτροπής για να

συζητήσει την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στους κανονισμούς για το Γ’

ΚΠΣ. Ο αριθμός των έργων για τα οποία η Επιτροπή διατηρεί επιφυλάξεις, ως προς

το αν έχουν ανατεθεί κατά παράβαση των κοινοτικών οδηγιών, ανέρχεται σε 4.000.

Για να αποφύγει έναν κυκεώνα ελέγχων, με κίνδυνο να χαθεί το σύνολο των

συναφών χρηματοδοτήσεων της E.E., αξίας έως και 10 δισ. ευρώ, η κυβέρνηση

επιδιώκει έναν πολιτικό διακανονισμό-πακέτο που θα προβλέπει την περιστολή του

5% των κοινοτικών ενισχύσεων. Οι απώλειες για τη χώρα μας από αυτήν τη

«σωρηδόν» προσέγγιση υπολογίζονται μεταξύ 350 και 500 εκατομμυρίων ευρώ.

Για το Δ’ ΚΠΣ η πρόταση της Κομισιόν είναι να διατεθεί για τα Περιφερειακά

Ταμεία και το Ταμείο Συνοχής το 1,24% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Σε αυτήν όμως

αντιδρούν οι έξι πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες, που είναι… καθαροί χρηματοδότες

της κοινότητας, οι οποίοι θέλουν να περιοριστεί το κονδύλι αυτό σε 1% του

ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν περάσει η πρόταση της

Επιτροπής, η Αθήνα «κινδυνεύει» να λάβει για την επταετία μόνον 12 δισ. ευρώ,

ενώ το Γ’ ΚΠΣ που διαπραγματεύθηκε η κυβέρνηση Σημίτη ήταν περίπου 25 δισ.

ευρώ. Ακόμη, όμως, και αν γίνει δεκτή η πρόταση της Επιτροπής, η Ελλάδα

δύσκολα θα λάβει άνω των 15 δισ. ευρώ.

«Ισορροπημένη πρόταση»

Μετά τη συνάντηση με τον κ. Μπαρόζο, ο κ. Καραμανλής δήλωσε πως «η Ελλάδα

στηρίζει την πρόταση της Κομισιόν», την οποία χαρακτήρισε ισορροπημένη. «Ο

προτεινόμενος προϋπολογισμός είναι ο ελάχιστος δυνατός που εγγυάται την

επίτευξη των κοινών στόχων της E.E.», είπε ο Πρωθυπουργός, ο οποίος υπενθύμισε

πως στην κατεύθυνση αυτή η Ελλάδα έχει αναπτύξει – σε συνεργασία με την

Ισπανία και την Πορτογαλία – μία συντονισμένη πρωτοβουλία, προκειμένου να

διασφαλιστεί η επαρκής χρηματοδότηση των Προγραμμάτων Σύγκλισης.

H Κομισιόν επιδιώκει μέχρι τον Ιούνιο να ολοκληρωθεί η διαδικασία

παραπομπής

ΟΠΩΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕ η εκπρόσωπος του κ. Μπαρόζο, Φρανσουάζ Λε Μπάιγ, η

συζήτηση για τον βασικό μέτοχο αναβλήθηκε για την επόμενη συνεδρίαση της

Επιτροπής. Αυτή είναι προγραμματισμένη για την επόμενη Τρίτη. Κοινοτικές πηγές

δεν απέκλειαν πάντως το ενδεχόμενο, η συζήτηση να πάρει και νέα αναβολή, λόγω

φόρτου θεμάτων, για τη μεθεπόμενη συνεδρίαση του Συμβουλίου στις 6 Απριλίου.

Στη συνεδρίασή του το Κολέγιο των Επιτρόπων θα εξετάσει τα νέα στοιχεία, τα

οποία θα έχουν προκύψει από την πολιτική διαπραγμάτευση, και αν δεν τα κρίνει

ικανοποιητικά θα αποφασίσει την αποστολή προειδοποιητικής επιστολής για

ενδεχόμενη παραπομπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, με προθεσμία απάντησης για την

ελληνική κυβέρνηση 15 ημερών. Αν η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης δεν

κριθεί ικανοποιητική, τότε αρχίζει η διαδικασία της «αιτιολογημένης γνώμης»,

της τελευταίας δηλαδή ανταλλαγής επιστολών με την Αθήνα πριν από την επίσημη

κατάθεση της προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Σύμφωνα με κοινοτικές πηγές

στις Βρυξέλλες, επειδή ο νόμος τίθεται σε ισχύ τον Ιούνιο, επιδίωξη της

Κομισιόν είναι να έχει ολοκληρωθεί έως τότε η διαδικασία της παραπομπής.