H άσκηση οικονομικής πολιτικής αφορά τη μικρή, «κλειστή» όπως λέγεται,

οικονομία, χωρίς συναλλαγές με χώρες του εξωτερικού.

Τα πράγματα διαφοροποιούνται όταν πρόκειται για μια «ανοικτή» οικονομία και

συγκεκριμένα για οικονομίες οι οποίες δεν μπορούν να διαμορφώσουν μόνες τους

το διεθνές γίγνεσθαι (συγκρίνετε, για παράδειγμα, την Ελλάδα σε σχέση με τις

ΗΠΑ).

H ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΠΟ THN «ΚΛΕΙΣΤΗ»

Στην «κλειστή» οικονομία, η άσκηση οικονομικής πολιτικής επιδρά στο επιτόκιο

που επικρατεί, προκειμένου να επιτευχθούν τα επιθυμητά αποτελέσματα. H μικρή

«ανοικτή» οικονομία δεν μπορεί πια να επιδράσει στο ισχύον επιτόκιο, καθώς

αυτό διαμορφώνεται διεθνώς από την παγκόσμια προσφορά και ζήτηση κεφαλαίων.

Άρα, το επιτόκιο δίνεται ως δεδομένο, γεγονός που σημαίνει ότι οι εγχώριες

επενδύσεις λαμβάνουν χώρα με βάση αυτό το διεθνές επιτόκιο.

ΟΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΟΤΙΜΙΕΣ

Σε αυτή την περίπτωση, οι ιθύνοντες της οικονομικής πολιτικής είναι απαραίτητο

να λάβουν υπόψη τους και τον όρο ΝΧ στην εθνικολογιστική ταυτότητα του

εισοδήματος. Ο όρος ΝΧ συμβολίζει τις καθαρές εξαγωγές μιας χώρας, ήτοι

Εξαγωγές μείον Εισαγωγές. Ασφαλώς, οι εμπορικές σχέσεις είναι μείζονος

σημασίας και μέσω αυτών είναι προφανής ο ρόλος της συναλλαγματικής ισοτιμίας.

Ως συναλλαγματική ισοτιμία ορίζεται ο αριθμός των ξένων νομισματικών μονάδων

που είναι δυνατό να αγοραστούν από μία εγχώρια νομισματική μονάδα (μία εγχώρια

νομισματική μονάδα / μονάδες ξένου νομίσματος). Όπως όλα τα αγαθά, έτσι και

κάθε νόμισμα έχει μια «τιμή», η οποία προσδιορίζεται από τις δυνάμεις της

προσφοράς και της ζήτησης. Για παράδειγμα, αν μια ξένη χώρα εισάγει από την

εγχώρια οικονομία κάποια προϊόντα (επομένως, η εγχώρια οικονομία εξάγει), η

ζήτηση για εγχώριο νόμισμα αυξάνεται, προκειμένου να διεκπεραιωθούν οι

πληρωμές. Άρα, με την προσφορά σταθερή υπάρχουν πιέσεις για ανατίμηση του

εγχώριου νομίσματος σε σχέση με το ξένο.

Ωστόσο, αν όντως το εγχώριο νόμισμα ανατιμηθεί σε σχέση με το ξένο, αυτομάτως

τα εγχώρια αγαθά καθίστανται πιο ακριβά, άρα μειώνεται η ζήτηση της ξένης

χώρας για εισαγωγές από τη δική μας. Αυτό αποτελεί μόνο ένα παράδειγμα του

πόσο πολύπλοκα και αλληλένδετα είναι τα μακροοικονομικά μεγέθη.

ΣΤΑΘΕΡΕΣ KAI ΚΥΜΑΙΝΟΜΕΝΕΣ

Εδώ πρέπει να γίνει διαχωρισμός ανάμεσα στα δύο βασικά «καθεστώτα»

συναλλαγματικής ισοτιμίας: το σύστημα των Σταθερών Συναλλαγματικών Ισοτιμιών

(ΣΣΙ) και το σύστημα των Κυμαινόμενων Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΚΣΙ).

Σαφέστατα, από το σύντομο παράδειγμα το οποίο αναφέρθηκε παραπάνω, στο Σύστημα

των ΚΣΙ η συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ δύο νομισμάτων διαμορφώνεται από τον

νόμο της ζήτησης και της προσφοράς. Στο σύστημα των ΣΣΙ, οι δύο χώρες έχουν

ορίσει μία συγκεκριμένη συναλλαγματική ισοτιμία, την οποία και πρέπει να

διατηρούν. Έτσι, αν όπως στο προαναφερθέν παράδειγμα υπάρχουν πιέσεις για

ανατίμηση του εγχώριου νομίσματος, η Κεντρική Τράπεζα πρέπει να παρέμβει στην

«αγορά συναλλάγματος» αυξάνοντας την προσφορά του (ώστε να αντισταθμίσει την

αντίστοιχη αύξηση της ζήτησης), δηλαδή αγοράζοντας το ξένο συνάλλαγμα σε

αντάλλαγμα του εγχωρίου.

H KYPIA ΔΙΑΦΟΡΑ

Σε τι διαφέρουν τα δύο συστήματα; Και τα δύο έχουν τα πλεονεκτήματα και τα

μειονεκτήματά τους. Στο σύστημα των ΣΣΙ δεν υφίσταται η αβεβαιότητα που

προέρχεται από ενδεχόμενες μεταβολές της ΣΙ και, κατ’ αυτόν τον τρόπο,

διευκολύνονται οι συναλλαγές των δύο χωρών. Ωστόσο, πλέον, το εργαλείο της

νομισματικής πολιτικής έχει σκοπό τη διατήρηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας.

Στην πράξη, λοιπόν, η Κεντρική Τράπεζα «χάνει» ένα μέσο παρέμβασης στην

οικονομία.

Από την άλλη, οι ΚΣΙ αφήνουν τις δυνάμεις της αγοράς να διαμορφώσουν τη

συναλλαγματική ισοτιμία, άρα αφήνουν και τη νομισματική πολιτική στη διάθεση

των ιθυνόντων προκειμένου να διορθώσουν παρατηρούμενες ανισορροπίες. Και,

βέβαια, σε αντίθεση με τις ΣΣΙ, ενέχουν τον «συναλλαγματικό κίνδυνο» από τις

διμερείς συναλλαγές.

Εν κατακλείδι, η άσκηση οικονομικής πολιτικής στις «ανοικτές» οικονομίες

αποτελεί δύσκολο καθήκον των ιθυνόντων, όπως προκύπτει από την προηγηθείσα

ανάλυση. Οι επιλογές είναι στενά συνδεδεμένες και η διατήρηση των ισορροπιών

«κρέμεται σε μια κλωστή».

H χρησιμότητα της οικονομετρίας

H εξέλιξη της οικονομικής επιστήμης συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την

καταγραφή, συσσώρευση και ανάλυση ενός πλήθους εμπειρικών παρατηρήσεων

(δεδομένων) για έναν μεγάλο αριθμό οικονομικών μεταβλητών. Ο κλάδος της

οικονομικής που ασχολείται με τη συστηματική εξαγωγή συμπερασμάτων και την

επαγωγή, με βάση τα αποτελέσματα της ανάλυσης των εμπειρικών παρατηρήσεων,

είναι η οικονομετρία. H χρησιμότητα και η προσφορά της οικονομετρίας στην

οικονομική ανάλυση είναι ότι συνδυάζει με συστηματικό και αποτελεσματικό τρόπο

τρεις συνιστώσες: την οικονομική θεωρία, τα μαθηματικά οικονομικά και τη

θεωρία της στατιστικής επαγωγής.

Έχοντας ως βάση τις παραπάνω συνιστώσες, η οικονομετρία επεξεργάζεται, την

περιορισμένη πληροφόρηση των οικονομικών δεδομένων, έχοντας ως τελικό στόχο

την εξαγωγή επαγωγικών συμπερασμάτων για τις σχέσεις που προβλέπει η

οικονομική θεωρία. Τα συμπεράσματα αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη

συνέχεια για ανάλυση των δυναμικών σχέσεων και σχέσεων ισορροπίας των

οικονομικών μεταβλητών, τη δημιουργία προβλέψεων, τη βελτίωση της ικανότητας

λήψης αποφάσεων και τον σχηματισμό οικονομικών στρατηγικών.

Έτσι, η οικονομετρία είναι σημαντικός αρωγός στην άσκηση οικονομικής

πολιτικής, στη δημιουργία βιώσιμων επενδυτικών στρατηγικών και στην

αποτελεσματική διαχείριση οικονομικών πόρων.

TI ΔΕΝ EINAI ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΑ

Τελειώνοντας να σημειώσουμε ότι η (σωστά εννοούμενη) χρήση της οικονομετρίας

δεν συμπίπτει με την αναζήτηση σχέσεων σε διάφορες βάσεις δεδομένων και τη

δημιουργία προβλέψεων χωρίς τη βοήθεια και συνδρομή της οικονομικής θεωρίας.

Με άλλα λόγια, η οικονομετρία δεν είναι (ή δεν θα πρέπει να θεωρείται ως)

μέθοδος ποσοτικής ανάλυσης, αλλά μία σύνθετη διαρθρωτική προσέγγιση όπου τα

αποτελέσματα των οικονομικών θεωριών περνούν μέσα από το «κόσκινο» της

εμπειρικής παρατήρησης και της στατιστικής ανάλυσης.

Tips

Στις ανοικτές…

…οικονομίες, η άσκηση οικονομικής πολιτικής είναι μία λεπτή ισορροπία