Επιβίωσε δυόμισι χρόνια στο Νταχάου, γλίτωσε από τα κρεματόρια, έζησε μια

γεμάτη ζωή, είδε παιδιά και εγγόνια και ήταν γραφτό να χαθεί, στα βαθιά της

γεράματα, δεμένη και φιμωμένη πάνω στο κρεβάτι της. H οικιακή βοηθός που της

εμπιστεύθηκε το σπίτι και τη ζωή της, άνοιξε την πόρτα στον δολοφόνο της…

O Ιωσήφ Σαμπάς, επέζησε από το Νταχάου όπως και η τότε κουνιάδα και μετέπειτα

σύζυγός του Κούλα. Εκείνη δολοφονήθηκε στο σπίτι τους. Στη φωτογραφία, πριν

από μερικά χρόνια, με ένα εγγονάκι τους

Στην Άρτα γεννήθηκε η Ελληνοεβραία Μάλκα – Κούλα το χαϊδευτικό της – Μιζάν, το

1926. Στην ίδια πόλη είδε το φως του κόσμου, το 1913, και ο μετέπειτα έμπορος

υφασμάτων Ιωσήφ Σαμπάς, που παντρεύτηκε προπολεμικά την αδερφή της Κούλας, την

Εστήρ, και απέκτησαν μαζί ένα γιο.

Τη νύχτα που οι Γερμανοί μάζεψαν όλους τους Εβραίους της Άρτας στον κεντρικό

κινηματογράφο και από εκεί τους έβαλαν σε καμιόνια, ο Ιωσήφ με την Εστήρ και

τον γιο τους μπήκαν σε διαφορετικό καμιόνι από την Κούλα με τα υπόλοιπα πέντε

της αδέρφια. H Κούλα και τα αδέρφια της πέρασαν τις πύλες του Νταχάου και ο

Ιωσήφ με την οικογένειά του οδηγήθηκαν στο εφιαλτικό Άουσβιτς.

Ολοκαύτωμα. H Κούλα ήταν 16 χρόνων, καλοφτιαγμένη και γερή και στη

διαλογή είχε την τύχη να μπει στα «δεξιά» – σε αντίθεση με τα αδέρφια της που

χάθηκαν στους φούρνους των ναζί από την πρώτη κιόλας ημέρα. Στον καρπό του

χεριού της χαράχτηκε το νούμερο 77005 και έμεινε στο Νταχάου περισσότερο από

πολλούς άλλους επιζήσαντες – έως την τελευταία ημέρα που απελευθερώθηκαν οι

κρατούμενοι και άνοιξαν οι πόρτες του στρατοπέδου. Έχασε και ο Ιωσήφ τη δική

του οικογένεια με το που μπήκαν στο στρατόπεδο, στην πρώτη διαλογή, «κέρδισε»

το δικό του νούμερο και επιβίωσε για λίγους μήνες στο Άουσβιτς μέχρι που

κατάφερε να δραπετεύσει. Επέστρεψε στην Άρτα διασχίζοντας νηστικός και

ξυπόλητος όλη την Ευρώπη! Και σ΄ όλη του τη ζωή δεν είχε τίποτα πιο πικρό και

εντυπωσιακό να διηγηθεί στα παιδιά και ύστερα στα εγγόνια του απ΄ αυτή τη

βασανιστική πορεία επιστροφής… «Τη μητέρα μου την είχαν χαμένη και ήταν

μεγάλη η έκπληξη όταν επέστρεψε ζωντανή», αφηγείται στα «NEA», η πρωτότοκη

κόρη της Κούλας και του Ιωσήφ, Τελένια Σαμπά – Κοέν: «Οι γονείς μου βρήκαν το

κουράγιο να αρχίσουν μια νέα ζωή. Παντρεύτηκαν το 1946 και απέκτησαν εμένα,

τον Άκη και τη Λίνα. Το ’53 μετακομίσαμε στην Αθήνα, στη μονοκατοικία της οδού

Αγίας Παρασκευής 75, που αργότερα έγινε πολυκατοικία και πήραμε γονείς και

παιδιά από ένα διαμέρισμα. Εκεί που βρήκε η μητέρα μου έναν τόσο βίαιο

θάνατο…».

Ιστορίες στρατοπέδων. H Τελένια και τα αδέρφια της δεν μεγάλωσαν με τα

παραμύθια της Κοκκινοσκουφίτσας και της Χιονάτης αλλά με τις ιστορίες του

Νταχάου και του Άουσβιτς: «Θυμάμαι κάτι βροχερές νύχτες που κρυβόμουν κάτω από

τα σκεπάσματα γιατί νόμιζα πως άκουγα τα γκαπ – γκουπ απ΄ τις γερμανικές

μπότες. H μητέρα μου επέμενε στις αφηγήσεις της να ζει την ημέρα που τους

φόρτωσαν στα καμιόνια και ξεχώρισαν τους γερούς από τους «άχρηστους». Μας

διηγιόταν πως τους ξυρίσανε γουλί και τους κλέβανε και τα τελευταία ίχνη

ανθρώπινης αξιοπρέπειας… Το πιο έντονο συναίσθημα που θυμόταν ήταν εκείνο

της τρομακτικής πείνας».

Μια λέξη αποδίδει τη μετέπειτα ζωή της Κούλας Σαμπά: «Ήταν μια άγια γυναίκα»,

επιμένει η ξαδέρφη της, η Χάιδω. «Έδινε τα πάντα στο σύντροφο, τα παιδιά και

τα εγγόνια της. Πέρασε τόσα πολλά, οι άνθρωποι φάνηκαν τόσο σκληροί μαζί της

και εκείνη είχε να ανταποδώσει μόνο καλά λόγια, συγχώρεση και καλοσύνη. Είναι

τραγικό να πεθαίνει με τέτοιο φρικτό τρόπο μια γυναίκα με τόσο μεγάλη καρδιά»!

«Μπορούσε να κλέψει χωρίς να σκοτώσει…»

Τελένια Σαμπά: «Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί αυτό που έγινε; Πάθαμε τέτοιο

σοκ που ζήτημα είναι αν ποτέ το ξεπεράσουμε. Ο πατέρας δεν θέλει πια να

ζήσει…», λέει η θυγατέρα της δολοφονημένης

H μεγαλύτερη και τελευταία πράξη ζωής παίχθηκε για την 79χρονη Κούλα Σαμπά,

λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στις 21 Γενάρη. H Ρόζα, η 36χρονη Γεωργιανή οικιακή

βοηθός, ζήτησε το απόγευμα άδεια από τον 92χρονο Ιωσήφ Σαμπά, να βγει για λίγο

να τηλεφωνήσει. Ανυποψίαστος εκείνος το επέτρεψε. H Ρόζα άργησε να γυρίσει.

«Όλα καλά;», τη ρώτησε εκείνος όταν επέστρεψε. «Όλα καλά» απάντησε,

αποφεύγοντας το βλέμμα του, η Ρόζα.

Το βράδυ επισκέφθηκαν τους παππούδες τους να φάνε μαζί τα εγγόνια τους, που

μένουν στην ίδια πολυκατοικία. Έφυγαν λίγο πριν από τις 11, η Ρόζα συμμάζεψε

λίγο, έδωσε στον ηλικιωμένο το υπνωτικό του χάπι ( διπλή δόση σύμφωνα με την

Ασφάλεια που τους συνέλαβε την 1 Μαρτίου ) και βοήθησε την Κούλα Σαμπά να

ξαπλώσει στο δικό της δωμάτιο…

Για τα χρήματα. «Όλα έγιναν γιατί η Ρόζα και ο φίλος της θεώρησαν πως

οι γονείς μου είχαν πολλά χρήματα στο χρηματοκιβώτιο», πιστεύει η Τελένια

Σαμπά. «Το τραγικό είναι ότι το κλειδί ήταν πάντα πάνω στο χρηματοκιβώτιο και

μπορούσε η οικιακή βοηθός να βρει την κατάλληλη στιγμή και να κλέψει ό,τι

ήθελε χωρίς να χρειαστεί να σκοτώσει κανέναν…».

Μετά τα μεσάνυχτα και μέχρι τις 3 τα ξημερώματα – κατά τον ιατροδικαστή – η

Ρόζα άνοιξε στον 27χρονο φίλο της την πόρτα του διαμερίσματος. Εκείνος ήταν

προετοιμασμένος για όλα – είχε μαζί του και μια μεγάλη κολλητική ταινία.

Μπήκαν με άνεση στο δωμάτιο του ηλικιωμένου. Ο κλέφτης άνοιξε το

χρηματοκιβώτιο, πήρε το παλιό χρυσό ρολόι που βρήκε, 1.500 ευρώ και έναν

κουμπαρά που περιείχε άλλα τόσα. Ο ηλικιωμένος κοιμόταν βαριά. Όχι όμως και η

σύντροφος της ζωής του που άκουσε το θόρυβο και σηκώθηκε…

«Ποιος είναι, ποιος είναι;», ρώτησε δυνατά. Και δεν πρόλαβε να ξαναρωτήσει…

Εφιάλτης το πρωί. Το πρωί, την ώρα που ξύπνησε ο Ιωσήφ Σαμπάς, φώναξε

τη Ρόζα να τον βοηθήσει. Δεν πήρε όμως απάντηση. Απορημένος σηκώθηκε μόνος του

και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο της Κούλας. Ήταν ακίνητη στο κρεβάτι της, με

δεμένα χέρια και πόδια, στο στόμα της ήταν σφηνωμένη μια πετσέτα και φιμωμένη

στον λαιμό, το στόμα και τη μύτη με κολλητική ταινία…

Βγήκε τρεκλίζοντας στο διάδρομο, φωνάζοντας την κόρη και τα εγγόνια του από

τους κάτω ορόφους. Επέστρεψε σε λίγο κοντά της και για ώρα τη χάιδευε και της

μιλούσε, δίχως εκείνη να αποκρίνεται. Ο Ιωσήφ Σαμπάς ένιωσε ανίσχυρος και

ανήμπορος για πρώτη φορά στη ζωή του…

«Δεν μου την πήρε ο Θεός, μου τη σκοτώσανε», λέει και ξαναλέει στις κόρες και

τα εγγόνια του.

«Ο πατέρας μου δεν θέλει πια να ζήσει. Δεν έχει, λέει, κανένα λόγο να

υπάρχει», εξομολογείται η Τελένια.

H Γεωργιανή ήρθε από γραφείο

Το ηλικιωμένο ζευγάρι χρειάστηκε τη βοήθεια οικιακής βοηθού εδώ και ενάμιση

χρόνο – όταν εκείνος έπαθε ένα καρδιακό επεισόδιο και εκείνη έσπασε το πόδι

της. Την πρώτη φορά φάνηκαν πολύ τυχεροί, εξηγεί η κόρη τους, η Τελένια: «Τους

έτυχε μια γυναίκα-μάλαμα από τη Βουλγαρία. Δυστυχώς επέστρεψε πίσω. Τη Ρόζα

μάς τη σύστησε γραφείο ευρέσεως εργασίας. Ήταν μόλις 13 ημέρες στο σπίτι. Μου

είχε μιλήσει για τη ζωή της, τον άντρα και το παιδί της στη Γεωργία. Ποιος θα

μπορούσε να φανταστεί αυτό που έγινε; Πάθαμε τέτοιο σοκ που ζήτημα είναι αν

ποτέ το ξεπεράσουμε…»