Στα… χαρτιά μένουν οι ελληνικές επενδύσεις για τον περιορισμό του

διοξειδίου του άνθρακα, παρ’ ότι έχει περάσει μία πενταετία από τότε που

ξεκίνησαν οι υποχρεώσεις της χώρας μας για την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου του

Κιότο και ενώ έχει ψηφιστεί αναλυτικό σχέδιο δράσης, το οποίο προβλέπει σειρά

παρεμβάσεων.

Το συνολικό κόστος των επενδύσεων, που – αν πραγματοποιηθούν – θα μειώσουν τις

εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 18,2 εκατομμύρια τόνους, υπολογίζεται στα

7,7 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (περίπου 5,7 δισεκατομμύρια ευρώ).

Ο υπολογισμός του κόστους έχει γίνει στο Εθνικό Πρόγραμμα Μείωσης Εκπομπών

Αερίων Φαινομένου του Θερμοκηπίου (2000-2010), ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης

που στηρίζεται σε σειρά μελετών του Εθνικού Αστεροσκοπείου. Σύμφωνα με αυτό

και όπως εξηγεί ο κ. Μιχάλης Πετράκης, διευθυντής στο Ινστιτούτο

Περιβαλλοντικής Έρευνας και Βιώσιμης Ανάπτυξης στο Αστεροσκοπείο, «η επίτευξη

του στόχου περνάει μέσα από την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και

της χρήσης του φυσικού αερίου στον ενεργειακό τομέα, ειδικά στις μονάδες

ηλεκτροπαραγωγής».

Οι επενδύσεις με το υψηλότερο κόστος είναι αυτές που αφορούν τη χρήση

φωτοβολταϊκών (ηλιακών συστημάτων και ηλιακών συλλεκτών για τη θέρμανση του

νερού) και την προώθηση της χρήσης των αστικών μεταφορών. Τη μεγαλύτερη μείωση

εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα προσφέρει η λειτουργία σταθμών φυσικού αερίου

(το κόστος για τη δημιουργία των οποίων, ωστόσο, δεν υπολογίζεται) και η

εγκατάσταση αιολικών πάρκων (μέτρο το οποίο έρχεται πέμπτο στη σειρά ως προς

το απαιτούμενο κόστος για την επένδυση).

Οι παρεμβάσεις κρίνονται απαραίτητες. Όπως τονίζει ο κ. Νίκος Χαραλαμπίδης,

διευθυντής στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace, «με τις σημερινές τάσεις, οι

εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου αναμένεται να αυξηθούν κατά 39,2% ώς το 2010

(σε σχέση με το 1990 ). Ακόμα και ο απαράδεκτος στόχος αύξησης των εκπομπών

κατά 25% που διεκδικήσαμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν έχει ελπίδες να

υλοποιηθεί αν το ΥΠΕΧΩΔΕ και τα συναρμόδια υπουργεία συνεχίσουν να αδρανούν.

Κι όλα αυτά, τη στιγμή που η τεχνολογία υπάρχει και θα μπορούσε να εφαρμοστεί

άμεσα».