Πάνε τώρα κιόλας οκτώ χρόνια από τότε που έφυγε και πέντε από τότε που το

βραβείο «Δημήτρης Χορν» δόθηκε για πρώτη φορά. Σκεφτόμουν, τώρα που πέρασαν τα

χρόνια (χθες 8 Μαρτίου ήταν η γενέθλιος ημέρα), τώρα που η ζωντανή εικόνα του

Χορν, θέλουμε δεν θέλουμε, άρχισε να αχνοσβήνει, που οι ερμηνείες του, τα

ανέκδοτα, τα αστεία του έκαναν πια τον κύκλο τους κι αν αρχίσουμε να τα

ξαναλέμε θα χάσουν τη στιλπνάδα, τη λάμψη, το ευθύβολο και ακαριαίο της

σημαντικής τους, τι μένει από έναν μεγάλο, μέγιστο καλλιτέχνη του θεάτρου;

Ήθελα να μιλήσω χθες στην απονομή των «Βραβείων Χορν» κι έλεγα… Να… θα πω

κάτι σχετικά με τον «Χορν στον Χρόνο» και είδα πόσο κοντά είναι και οι δύο

αυτές λέξεις. Ένας αναγραμματισμός κι ένα όμικρον κι έφτασες από το «Χορν»

στον «Χρόνο». Παρότι και μόνο του το «Χορν» έρχεται από το αγγλικό ακρωτήριο,

αλλά και το «Χορν: κέρας, τεράστιο κοχύλι» που ο ίδιος έλεγε.

«Πες το καλύτερα μπουρού».

Τι είναι λοιπόν ο ηθοποιός στον χρόνο; Τι μένει από τον ηθοποιό που χάνεται

στον χρόνο; Οι ηχογραφήσεις κρατούν το κέλυφος της φωνής, το καλούπι της, αλλά

τίποτα απ’ την ψυχή της. Για τα βίντεο, τα ντιβιντί και τις κινηματογραφήσεις,

άσε καλύτερα. Βλέπεις από απόσταση ελάχιστη, σχεδόν ξυστά στο πρόσωπο, αυτό

που οργανώθηκε να πάει ώως την τελευταία τη σειρά. Καταντάει να μη βλέπεις την

έκφραση ενός αισθήματος, αλλά τη διαστολή των πόρων του δέρματος.

Ίσως τίποτα, αλλά όμως…

Αλλά όχι, κάτι μένει. Ή μάλλον κάτι γεννιέται. Εκεί που πάει να σβήσει, να

χαθεί η ζωντανή η μνήμη, γεννιέται κάτι άλλο, αλλιώς ωραίο και εξίσου δυνατό.

Είδα προχτές τον Σόλνες του Κιμούλη, απ’ τα σημαντικότερα που συμβαίνουν αυτήν

τη στιγμή στο ελληνικό θέατρο. Δεν θυμίζει τίποτα από την ερμηνεία του Χορν,

αλλά είμαι βέβαιος ότι χωρίς τον Χορν ο Γιώργος δεν θα έπαιζε έτσι τον Σόλνες.

Αλλά και πόσες άλλες φορές δεν έχω ακούσει, δεν έχω δει στο πρόσωπο του

Βογιατζή ή στον ήχο του Παπαβασιλείου το άρωμα ή τη σκιά της παρουσίας του.

Τελικά, ο ηθοποιός, ο Μεγάλος ηθοποιός δεν παθαίνει. Ζει μέσα από τη

συντεχνία. H ίδια η συντεχνία δεν τον αφήνει να ξεχαστεί. Τον κουβαλάει μαζί

της, τον παραδίδει από γενιά σε γενιά για να τον σώσει τελικά στον χρόνο. Αλλά

και τι είναι αυτός ο Χρόνος πια; Ποιος είναι και πού είναι;

Όταν έπαιξα το ’77 στον θίασό του, το καμαρίνι μου ήταν επάνω ψηλά εκεί στ’

αριστερά της σκηνής – πήγαινες από μια σιδερένια σκάλα. Το μοιραζόμουνα με τον

Αγαπητό τον Μανδαλιό και τον Νίκο τον Σκιαδά. Τώρα το καμαρίνι μου είναι

χαμηλά δεξιά και κάτω. Πέρσι λοιπόν νομίζω – ή πρόπερσι; – ύστερα από τέσσερις

παραστάσεις, κουρασμένος, μετά την υπόκλιση τρέχω για το καμαρίνι. Ανεβαίνω τα

σκαλιά και ξαφνικά στη μέση της σκάλας συνειδητοποιώ πως πάω κάπου που δεν

υπάρχει. Κι όμως, είναι εκεί και με περιμένει. Και λέω πού πάω; Πού πάμε όλοι

μαζί στα μισά της σκάλας του θεάτρου άναυδοι να κοιτάμε το «Πριν» αιωρούμενο,

στον αέρα κανονικά, αλλά τόσο δυνατό και στέρεο και στο «Τώρα» που περιμένει

χαμηλά… σε επίπεδο… ένα με το έδαφος θα ‘λεγα. Κι αυτό το «στα μισά της

σκάλας»; Ποιος χρόνος είναι; Το 1977; Το 2005; Μήπως το θέατρο δεν έχει

ηλικία; Είναι «αήλικο»; Και σ’ αυτό το «αήλικο» τι ρόλο παίζει το Βραβείο

Χορν; Όχι, το βραβείο δεν μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα. Μπορεί όμως να

γλυκάνει τη ζωή των νέων του θεάτρου. Αυτών που κουβαλάνε όλο το βάρος, χωρίς

καμία βοήθεια από πουθενά. Ένα ζεστό χτύπημα στην πλάτη που θα ‘χει κάτι απ’

την ηχώ του ονόματός του και τον Χρόνο. Ένα «Προχώρα βρε, εδώ είμαι ‘γώ.

Δημήτρης Χορν».