Κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1998, πενήντα τρεις βουλευτές πρότειναν

να διαχωριστούν οι λειτουργίες Κράτους και Εκκλησίας. Σήμερα, οκτώ χρόνια

μετά, η πρόταση αυτή επανέρχεται επιτακτικά στην επικαιρότητα, ομολογουμένως

όχι κάτω από τις καλύτερες συνθήκες, αλλά υπό το βάρος φοβερών αποκαλύψεων για

την ύπαρξη ενός ιδιότυπου υπόκοσμου με τον οποίο συναλλασσόταν και συμβιούσε η

ηγεσία της Εκκλησίας στο πλαίσιο ενός προσωποκεντρικού συστήματος που

λειτούργησε με πρακτικές συνωμοτικής ομάδας.

Μπροστά στα ανυποψίαστα μάτια των σκανδαλισμένων πιστών, θρησκευτικοί ηγέτες

ξεσκεπάστηκαν και το «ηθικοπλαστικό» προσωπείο τους έπεσε εν μια νυκτί. H

ένοχη και υπόλογη εκκλησιαστική ηγεσία αντέδρασε, βρίσκοντας καταφύγιο στο

εύρημα της «αυτοκάθαρσης», ένα τέχνασμα που οδηγεί στο κουκούλωμα των ανομιών

των «πατέρων» της πίστης και στην αμνήστευσή τους. Όμως η κρίση αυτή δεν είναι

εκκλησιαστική, αλλά κρίση της Δημοκρατίας και των θεσμών της. Το πρόβλημα

συνεπώς είναι πολιτικό και απαιτεί πολιτική λύση.

Θα μπορούσε, αλήθεια, κατά τη μεταπολίτευση να πραγματοποιήσουν «αυτοκάθαρση»

οι Ένοπλες Δυνάμεις, που είχαν παρεκκλίνει τραγικά από την αποστολή τους;

Προφανώς όχι! Την ευθύνη τότε για την κάθαρση ανέλαβαν η συντεταγμένη Πολιτεία

και η Δικαιοσύνη. Υπήρξε παραδειγματική τιμωρία των ενόχων και οι Ένοπλες

Δυνάμεις επέστρεψαν στους στρατώνες και τη συνταγματική αποστολή τους. Αυτή

την κάθαρση που δεν έγινε στην Εκκλησία κατά τη μεταπολίτευση, καλείται να

πραγματοποιήσει σήμερα η ελληνική Πολιτεία. H στιγμή είναι η κατάλληλη, ενώ οι

φωνές για την ανάγκη διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας εκπορεύονται πλέον όχι

μόνο από προοδευτικά, αλλά και από συντηρητικά χείλη.

H Δημοκρατία μας δεν μπορεί να υποκρίνεται πλέον ότι δεν βλέπει, δεν ακούει ή

δεν γνωρίζει ότι ο πνευματικός και κοινωνικός ρόλος της Εκκλησίας – ρόλος

στοργής, αυταπάρνησης και προσφοράς – έχει απεμποληθεί και έχει αντικατασταθεί

από αθέμιτες και αδιαφανείς πρακτικές κύκλων που υποκατέστησαν θεσμικές

λειτουργίες και που οδήγησαν τα τελευταία οκτώ χρόνια στην έκπτωση των αξιών

και στον εκβιασμό της Πολιτείας για απόκτηση πολιτικού ρόλου, ό,τι δηλαδή

συνέβαινε προδικτατορικά στον χώρο του Στρατεύματος.

Τούτη την ώρα επιβάλλεται η δημοκρατική Πολιτεία να αντιδράσει και να

δρομολογήσει αμέσως τις διαδικασίες του πλήρους διαχωρισμού μεταξύ Κράτους και

Εκκλησίας, αρχής γενομένης από την 12η Μαρτίου, ημέρα εγκατάστασης του νέου

Προέδρου της Δημοκρατίας. Το Σύνταγμα είναι σαφές και συγκεκριμένο. Το άρθρο

33 παράγραφος 2 ορίζει ότι: «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πριν αναλάβει την

άσκηση των καθηκόντων του, δίνει ενώπιον της Βουλής τον ακόλουθο όρκο:

Ορκίζομαι…». Είναι προφανές ότι κατά παρέκκλιση του ισχύοντος Συντάγματος –

εθιμικώς και μόνο – παρίσταται η ηγεσία της Εκκλησίας, όπως, κατά το ίδιο

εθιμικό δίκαιο, παρίσταται και στην εγκατάσταση της κυβέρνησης.

Επιβάλλεται η σημερινή κυβέρνηση και η Πρόεδρος της Βουλής, στο όνομα της

πιστής τήρησης του ισχύοντος Συντάγματος, αλλά και για να προστατεύσουν τον

θεσμό και το πρόσωπο του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας – ο οποίος ως βουλευτής

ενυπογράφως ζήτησε τον διαχωρισμό – να μην επιτρέψουν να λειτουργήσει η Βουλή

ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για υπόλογο πρόσωπο. Ο Πρωθυπουργός έχει μία ιστορική

ευκαιρία να αρχίσει τη μεταπολιτευτική αναγέννηση στον χώρο της Εκκλησίας

εφαρμόζοντας πιστά το ισχύον Σύνταγμα, που δεν προβλέπει την παρουσία

εξωκοινοβουλευτικών παραγόντων στην εγκατάσταση του Προέδρου της Δημοκρατίας,

κάτι που ισχύει και σε όλες τις βαθιά θρησκευόμενες καθολικές χώρες της

Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία, όπου όχι μόνο δεν

παρίσταται η Εκκλησία στην εγκατάσταση των πολιτειακών αρχών, αλλά και η

ορκωμοσία τους δεν γίνεται στο όνομα κάποιας θρησκευτικής πίστης, αλλά στο

όνομα του Συντάγματος και του λαού. Διαφορετικά θα αμαυρωθεί αυτή η λαμπρή

στιγμή.

Ανήκει στην κυβερνητική πλειοψηφία η ευθύνη να ανοίξει τον δρόμο για μια υγιή

συνύπαρξη Εκκλησίας – Κράτους, με σεβασμό στους διακριτούς ρόλους. Ας αδράξει

την ευκαιρία λοιπόν. H συγκυρία είναι μοναδική και ο λαός θα της

συμπαρασταθεί. Σε διαφορετική περίπτωση θα συμπράξει στον εξαγνισμό μιας

ανείπωτης ντροπής.

Ο Νίκος Σηφουνάκης είναι ευρωβουλευτής και υπήρξε εισηγητής της πρότασης

των 53 βουλευτών κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος για την απεμπλοκή των

λειτουργιών Κράτους – Εκκλησίας.