Σε ταπεινωτικό καθεστώς κηδεμονίας έθεσε χθες την Ελλάδα το Συμβούλιο

Υπουργών Οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δίνοντας στην ελληνική κυβέρνηση

την εντολή να μειώσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού σε συγκεκριμένη

προθεσμία, κατά συγκεκριμένο ποσό και με συγκεκριμένο τρόπο.

H κηδεμονία «κλείδωσε» με τον προσδιορισμό των ακριβών ημερομηνιών κατά τις

οποίες θα ελέγχεται η εφαρμογή των κοινοτικών εντολών. Παράλληλα, υποχρεώνεται

η Ελλάδα να συνεχίσει την πολιτική λιτότητας, όχι μόνο έως ότου ικανοποιήσει

το κριτήριο του Συμφώνου Σταθερότητας για έλλειμμα κάτω του 3% του ΑΕΠ (μέχρι

το 2006 με βάση προθεσμία που της έδωσε η E.E.) αλλά για πολύ περισσότερα

χρόνια, μέχρι ο προϋπολογισμός να εμφανίσει πλεονάσματα.

H Ελλάδα τοποθετήθηκε έτσι στο τελευταίο σκαλοπάτι της Ένωσης σε ό,τι αφορά

την αξιοπιστία και το κύρος της, ενώ ήδη πυροδοτήθηκε νέο κύμα αρνητικών

δημοσιευμάτων στον διεθνή Τύπο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ο υπουργός

Οικονομίας και Οικονομικών κ. Γ. Αλογοσκούφης δήλωνε χθες και πάλι…

δικαιωμένος από την απόφαση των ομολόγων του, γερμανική εφημερίδα έγραφε ότι ο

«οικοδεσπότης των Ολυμπιακών Αγώνων» εξασφάλισε την ένταξή του στην ευρωζώνη

με «πονηριά».

Για τους Έλληνες πολίτες, η χθεσινή απόφαση αποτελεί μονόδρομο μακροχρόνιας

λιτότητας.

H σύσταση-τελεσίγραφο της E.E. επιβάλλει τη μείωση του ελλείμματος κάτω του 3%

του ΑΕΠ «το αργότερο μέχρι το 2006», με τη λήψη πρόσθετων μέτρων λιτότητας. Τα

μέτρα που υποχρεώνεται να επιβάλει η Ελλάδα ώς το 2006 θα περιγράφονται στο

αναθεωρημένο Πρόγραμμα Σταθερότητας, που είναι υποχρεωμένη να υποβάλει στην

Κομισιόν έως τις 31 Μαρτίου. Το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών της E.E. δεν

αποκλείει μάλιστα να απαιτήσει πρόσθετα μέτρα και για τον προϋπολογισμό του

2005, αν διαπιστωθούν αποκλίσεις από τους στόχους του κατά τους προσεχείς

μήνες. Παράλληλα, η κυβέρνηση υποχρεούται να συνεχίσει την εφαρμογή πολιτικής

αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας (δηλαδή λιτότητας) και μετά το 2006, μέχρι

να εμφανίσει πλεόνασμα στον προϋπολογισμό.

Σκληρές κυρώσεις

Αν η Ελλάδα δεν συμμορφωθεί με τις υποδείξεις της E.E., θα αντιμετωπίσει το

φάσμα των βαρύτατων οικονομικών κυρώσεων που επιφυλάσσει η ευρωπαϊκή Συνθήκη

σε όσες χώρες αδυνατούν να ελέγξουν αποτελεσματικά τα ελλείμματά τους.

Για την E.E. και την οικονομική διακυβέρνησή της, η χθεσινή απόφαση συνιστά

μία ιστορική εξέλιξη. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα του Νοεμβρίου του 2003 να

επιβληθούν παρόμοιοι όροι στη Γαλλία και τη Γερμανία, είναι η πρώτη φορά που η

δημοσιονομική πολιτική μιας χώρας της ευρωζώνης τίθεται, ουσιαστικά, υπό

καθεστώς κηδεμονίας των οργάνων της E.E. H δήλωση του Συμβουλίου Υπουργών,

διατυπωμένη σε ήπιο «πολιτικό» τόνο, δίνει την εντύπωση ότι οι εταίροι απλώς

επικροτούν, «χαιρετίζουν» ή «εκφράζουν την ικανοποίησή» τους για τις

πρωτοβουλίες της ελληνικής κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα όμως, πρόκειται για

μία σειρά δεσμεύσεων τελεσιγραφικού χαρακτήρα που ανέλαβε η κυβέρνηση και οι

οποίες θέτουν τη χώρα υπό κηδεμονία. Χαρακτηριστική είναι η διατύπωση του

κειμένου τής σύστασης-απόφασης, όπου αναφέρεται ρητά ότι:

«H Ελλάδα θα θέσει τέρμα στη σημερινή κατάσταση υπερβολικού ελλείμματος το

συντομότερο δυνατόν και το αργότερο μέχρι το 2006, μέσω της αυστηρής εφαρμογής

του προϋπολογισμού του 2005… και της εφαρμογής μέτρων προσαρμογής μόνιμου

χαρακτήρα, που θα διορθώνουν το έλλειμμα τουλάχιστον κατά 0,6 ποσοστιαίες

μονάδες του ΑΕΠ μέσα στο 2006».

«H Ελλάδα θα καταβάλει περαιτέρω προσπάθειες για να εντοπίσει και να ελέγξει

τους παράγοντες, εκτός του καθαρού δανεισμού, που συνεισφέρουν στις αλλαγές

του χρέους». Με άλλα λόγια, υποδεικνύεται η συνοπτική εξυγίανση ή εκκαθάριση

των ζημιογόνων ΔΕΚΟ, που επιβαρύνουν το χρέος όταν προσφεύγουν σε δανεισμό με

εγγυήσεις του Δημοσίου. Ο κ. Αλογοσκούφης διευκρίνισε ότι στην κατηγορία αυτή

συγκαταλέγονται η Ολυμπιακές Αερογραμμές (πρώην Ολυμπιακή Αεροπορία), άλλοι

φορείς του κλάδου των μεταφορών καθώς και η αμυντική βιομηχανία.

«H Ελλάδα θα υποβάλει αναφορές στις 31 Οκτωβρίου 2005, 30 Απριλίου 2006 και 31

Οκτωβρίου 2006 σχετικά με την πρόοδο της συμμόρφωσης με τις παρούσες

συστάσεις». Βάσει αυτών των εκθέσεων θα εκτιμηθεί ο βαθμός συμμόρφωσης της

χώρας.

Το ντόμινο της απογραφής

Για την κυβέρνηση, η σύσταση της E.E. αποτελεί την πρωτοφανή επισφράγιση της

αδυναμίας της να ελέγξει την εξέλιξη που έθεσε σε κίνηση με τη δημοσιονομική

απογραφή. Στις δηλώσεις του, ο Γ. Αλογοσκούφης υποστήριξε ότι η σύσταση «είναι

απόλυτα συνεπής με τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς» και «δικαιώνει τις

πρωτοβουλίες της κυβέρνησης για αποκατάσταση της δημοσιονομικής διαφάνειας και

ισορροπίας».

ΞΕΝΟΣ ΤΥΠΟΣ

Επιτιμητικά σχόλια

ME ΕΠΙΤΙΜΗΤΙΚΑ σχόλια αντέδρασαν όλες σχεδόν οι γερμανόφωνες εφημερίδες

στην απόφαση του ECOFIN να θέσει σε καθεστώς αυστηρής επιτήρησης τη

δημοσιονομική πολιτική της Ελλάδας. Το γερμανικό περιοδικό «Der

Spiegel» γράφει στην πρώτη σελίδα της χθεσινής ηλεκτρονικής του έκδοσης

ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα που τίθεται σε καθεστώς αυστηρής επιτήρησης

και η πιθανότητα επιβολής κυρώσεων ύψους πολλών δις ευρώ είναι μεγαλύτερη από

κάθε άλλη φορά. Στο ρεπορτάζ γίνεται ιδιαίτερη αναφορά και στο γεγονός ότι η

απόφαση των Ευρωπαίων υπουργών Οικονομίας ήταν ομόφωνη.

H ημερήσια γερμανική οικονομική εφημερίδα «Handelsblatt» αναφέρει ότι η

«Αθήνα ετέθη σε καθεστώς «υπερημερίας» λόγω των παρανομιών της εις βάρος του

συμφώνου σταθερότητας, ενώ η δημοσιονομική της πολιτική σε ένα ντε φάκτο

καθεστώς κηδεμονίας».

Στο ρεπορτάζ της ελβετικής εφημερίδας «Neue Zuercher Zeitung»

αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η Ελλάδα είναι το πρώτο κράτος-μέλος της

ευρωζώνης που ο κρατικός του προϋπολογισμός τίθεται υπό καθεστώς αυστηρής επιτήρησης.

Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα

ΓΙΑ THN ελληνική οικονομία, δεν χωράει αμφιβολία ότι η σύσταση

υπαγορεύει την πορεία μιας σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής που δεν αφήνει

περιθώρια για κοινωνικές παροχές και μπορεί να αναστείλει την αναπτυξιακή της

προοπτική. Γι’ αυτό και στις δηλώσεις του ο κ. Αλογοσκούφης υπογράμμισε τον

ρόλο τού ιδιωτικού τομέα λέγοντας ότι «η δημοσιονομική εξυγίανση αποτελεί

αναγκαία, πλην όμως όχι ικανή συνθήκη για την οικονομική ανάπτυξη».