Ψηφίστηκε πρόσφατα από τη Βουλή των Ελλήνων παρουσιαζόμενος από την κυβέρνηση

ως ένα οριστικό χτύπημα κατά της διαπλοκής ο νόμος περί βασικού μετόχου.

Πολιτικοί και επιχειρηματίες αντέδρασαν στο νομοσχέδιο και αυτό κατά την

κυβέρνηση επιβεβαιώνει τον «ομφάλιο λώρο» μεταξύ πολιτικής και οικονομικής

εξουσίας. Όμως ακόμη και υπουργοί της κυβέρνησης διαφώνησαν – έστω φραστικά.

Διατυπώθηκαν διαμετρικά αντίθετες απόψεις σχετικά με το αν υπερισχύει το

Σύνταγμα ή το κοινοτικό δίκαιο, καθότι το νόμος εκδόθηκε σε εκτέλεση του

άρθρου 14 του Συντάγματος.

Συνοπτικά δεν υπάρχει μία μόνο απάντηση κοινώς αποδεκτή από όλους τους

νομικούς. Οι συντάκτες των ιδρυτικών Συνθηκών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

απέφυγαν σκοπίμως να αναφερθούν ρητώς σ’ αυτό το θέμα. Ωστόσο, η εσκεμμένη

αυτή ασάφεια έληξε όταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΔΕΚ) εξέδωσε τις πρώτες

αποφάσεις του, όπου εδέχθη ότι το κοινοτικό δίκαιο είτε πρωτογενές (Συνθήκες)

είτε παράγωγο (κανονισμοί) κ.ά. υπερισχύει κάθε εθνικού νόμου ή Συντάγματος.

Συνεπώς, για την Ευρωπαϊκή Ένωση το ζήτημα αυτό είναι λυμένο, όχι όμως για τις

εθνικές κυβερνήσεις ή για τα εθνικά δικαστήρια. Πρόσφατα, το Συμβούλιο της

Επικρατείας διχάστηκε ως προς αυτό το σημείο στις δύο τελευταίες αποφάσεις του

Δ’ Τμήματος, οι οποίες παρέπεμψαν στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τα

ερμηνευτικά ζητήματα που προκαλεί η εφαρμογή του προηγούμενου νόμου περί

βασικού μετόχου. Έτσι για πρώτη φορά ευθέως ελληνικό δικαστήριο αντιμετώπισε

το ζήτημα αν υπερέχει το Σύνταγμα ή η κοινοτική νομοθεσία.

Ποια είναι όμως η σχετική κοινοτική νομοθεσία, η οποία αντιτίθεται στο

ελληνικό Σύνταγμα;

Κατ’ αρχάς, ο ψηφισθείς νόμος βρίσκεται σε αντίθεση με τη Συνθήκη E.K., η

οποία διασφαλίζει την ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών, των

κεφαλαίων, καθώς και το δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης. Αν και αφορά στις

ελληνικές εταιρείες, δημιουργεί προσκόμματα και για φυσικά ή νομικά πρόσωπα

των άλλων κρατών της E.E., τα οποία αποθαρρύνονται να ασκήσουν οικονομική

δραστηριότητα στην Ελλάδα. Παρεμποδίζονται δηλαδή οι εταιρείες να αποκτήσουν

μετοχές επιχειρήσεων MME στην Ελλάδα, καθότι αυτό θα απέκλειε τη δυνατότητά

τους να αποκτήσουν παράλληλα μετοχές σε άλλη ελληνική επιχείρηση που συνάπτει

σε κάποια δεδομένη στιγμή δημόσια σύμβαση.

Ο νόμος είναι επίσης αντίθετος με το παράγωγο δίκαιο της Ευρωπαϊκής

Κοινότητος, καθότι οι λόγοι αποκλεισμού μιας εταιρείας από τις δημόσιες

συμβάσεις ρυθμίζονται αποκλειστικά από τις οδηγίες 93/36 για τις δημόσιες

προμήθειες, 93/37 για τα δημόσια έργα και 93/38 για τις συμβάσεις στους τομείς

του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών.

H E.E. άρχισε να ασχολείται με τον βασικό μέτοχο ήδη τον Ιανουάριο του 2003,

ύστερα από γραπτή ερώτηση ευρωβουλευτή της N.Δ. σχετικά με τον νόμο Βενιζέλου.

Άμεσα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με επιστολή της προς την ελληνική κυβέρνηση ζητούσε

να πληροφορηθεί γιατί ψηφίστηκε ένας νόμος που έθετε εμπόδια στην ελεύθερη

παροχή υπηρεσιών. Επακολούθησε συμπληρωματική επιστολή τον Φεβρουάριο του

2004, χωρίς να προχωρήσει σε προσφυγή για παράβαση από την οποία προέκυπτε ότι

η ερώτηση του Έλληνα ευρωβουλευτή μετατρέπεται πλέον σε υπόθεση εξεταζόμενη

στο πλαίσιο του ελέγχου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

Αυτήν τη φορά όμως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φαίνεται αποφασισμένη να κινήσει τη

διαδικασία προσφυγής παραβίασης όπως συνεπάγεται από τη νέα αυστηρότερη

επιστολή που απέστειλε στις 17 Δεκεμβρίου 2004 και προειδοποιεί την κυβέρνηση

ότι θα προτείνει στο Κολέγιο των Επιτρόπων την έναρξη διαδικασίας παραβίασης,

αφού δυσχεραίνει τη λειτουργία της αγοράς.

H μείωση του ποσοστού τού βασικού μετόχου από 5% σε 1%, πέρα από το ότι είναι

τόσο μικρό που δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση πραγματικό έλεγχο μιας

εταιρείας, εξοστρακίζει από την αγορά τούς ανταγωνιστές αποκτώντας μόνο το 1%

των μετοχών μίας επιχείρησης MME και της ανταγωνίστριας εργοληπτικής

επιχείρησης.

Δεύτερον, αποτρέπει την προσέλκυση ξένων επενδύσεων λόγω ονομαστικοποίησης των

μετοχών.

Τρίτον, οι κοινοτικές off-shore εταιρείες σε αντίθεση με τις ελληνικές δεν

αντιμετωπίζονται.

Όλα τα παραπάνω καθιστούν ανεφάρμοστο τον νόμο, δεδομένης και της απουσίας

προστιθέμενης αξίας σε σχέση με τον προηγούμενο νόμο και τίθεται το εύλογο

ερώτημα κατά πόσον η κυβέρνηση επιθυμεί ειλικρινά να αντιμετωπίσει τη

διαπλοκή. H κυβέρνηση αναλώθηκε σ’ ένα θέμα, το οποίο θα κριθεί αντίθετο με το

κοινοτικό δίκαιο – είτε από το Συμβούλιο της Επικρατείας είτε αργότερα από το

Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – και συνεπώς θα καταπέσει.

Ο Νίκος Σηφουνάκης είναι ευρωβουλευτής και πρόεδρος της Επιτροπής

Πολιτισμού, Νεότητας, Παιδείας, Μέσων Ενημέρωσης και Αθλητισμού του Ευρωπαϊκού

Κοινοβουλίου.