Τη 17η Δεκεμβρίου δεν σφυρίχθηκε η λήξη, απλώς δόθηκε το εναρκτήριο λάκτισμα.

Όμως και μόνο η απόδοση ημερομηνίας έναρξης για τις ενταξιακές

διαπραγματεύσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, συνιστά μείζονα ιστορική

εξέλιξη.

Τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής αποτελούν, προφανώς, έναν περίτεχνο και

περίπλοκο συμβιβασμό. Αυτός είναι και ο λόγος που όλες οι πλευρές: η

Τουρκία, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η χώρα μας, οι φίλοι αλλά και οι πολέμιοι της

ευρωπαϊκής προοπτικής της γείτονος, βρίσκουν στοιχεία για τα οποία είναι

ευχαριστημένες και άλλα για τα οποία είναι δυσαρεστημένες.

Επίσης, προφανώς, η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κάθε άλλο παρά

δεδομένη είναι. Άλλωστε, τα ίδια τα Συμπεράσματα της Συνόδου αναφέρουν πως οι

διαπραγματεύσεις έχουν αυτόν τον στόχο αλλά προσθέτουν πως η έκβασή τους είναι

ανοιχτή. Επιπλέον σκόπελος δε, είναι η πιθανότητα δημοψηφισμάτων πριν από την

τελική ευρωπαϊκή απόφαση.

Παρ’ όλα αυτά, όμως, η απόδοση ημερομηνίας και μόνο εκλύει τεράστια δυναμική

σε όλα τα πεδία. Γι’ αυτό χαρακτηρίσθηκε προηγουμένως η 17η Δεκεμβρίου μείζων

ιστορική εξέλιξη.

H διαπίστωση δεν είναι ρητορική κι ως εκ τούτου ο εγχώριος διάλογος επί του

θέματος δείχνει μεγάλη μιζέρια, ομφαλοσκόπηση και έλλειψη οριζόντων. H στείρα

εθνοκεντρική οπτική γωνία που επιδεικνύει το σύνολο του πολιτικού συστήματος

αλλά και οι μικροκομματικές διαμάχες, με την κυβέρνηση να προσπαθεί να

αποδείξει πως βελτίωσε ριζικά το Ελσίνκι (επειδή απαλείφτηκε μια φράση!) και

την αξιωματική αντιπολίτευση να κατηγορεί την κυβέρνηση πως… λιγοψύχησε και

δεν έδωσε μάχη!

Για την Τουρκία, λοιπόν, η εξέλιξη είναι ιστορική στον βαθμό που οι ενταξιακές

διαπραγματεύσεις – ανεξαρτήτως της κατάληξής τους – επιβάλλουν σειρά ριζικών –

έως σεισμικών – αλλαγών σε όλα τα επίπεδα της τουρκικής κοινωνίας. Αυτός,

άλλωστε, είναι κι ο λόγος που οι πλέον διαπρύσιοι υποστηρικτές της ένταξης

είναι οι πιο καταπιεσμένες ομάδες, π.χ. οι Κούρδοι, όπως έδειξαν κι οι

πρόσφατες μεγάλες διαδηλώσεις τους. Είναι ιστορική στον βαθμό που στα μάτια

πολλών μοιάζει σαν ολοκλήρωση μιας μακραίωνης πορείας των τουρκικών φύλων από

την Ανατολή προς τη Δύση, προς την Ευρώπη.

Ακριβώς, όμως, γι’ αυτούς τους λόγους, οι μακρόχρονες διαπραγματεύσεις με την

Ευρωπαϊκή Ένωση θα κριθούν από το αν θα κυριαρχήσουν στη γείτονα οι δυνάμεις

που βλέπουν την προαναφερθείσα πορεία ως μετασχηματισμό του «τουρκικού εαυτού»

και όχι ως επιβολή του επί του «άλλου». Οι δυνάμεις οι οποίες κατανοούν το

εύρος και το βάθος των αλλαγών που θα απαιτηθούν για να προσεγγισθεί η ένταξη.

Και η κυριαρχία τους, με δεδομένη την ύπαρξη ισχυρών αντίρροπων δυνάμεων, δεν

είναι σίγουρη.

Για την Ευρώπη η εξέλιξη είναι ιστορική στον βαθμό που τη θέτει αντιμέτωπη με

τη φυσιογνωμία, την ταυτότητα και το αξιακό της σύστημα, καθώς και τον ρόλο

της στον κόσμο. Επιπλέον, ποιες αλλαγές θα χρειασθούν στο Σύνταγμα, το οποίο

δεν έχει καν επικυρωθεί ακόμα; Πώς θα θεσμοποιηθούν οι «πολλές ταχύτητες»,

πράγμα που θα καταστεί ακόμα πιο αναγκαίο; Ποια θα είναι η τύχη των συζητήσεων

με πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, ακόμα και με τη Ρωσία; Από τη στιγμή που θα

ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, είναι δυνατό – σε

ιστορικό βάθος, βέβαια – να αποκλεισθεί η – ενός ή άλλου είδους – διεύρυνση

και προς αυτές τις κατευθύνσεις; Είναι αυτό που με άλλα λόγια είπε ο επιφανής

ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα, πως δεν

αντιλαμβάνεται πώς η E.E. συζητά με την Τουρκία αλλά όχι με τη Ρωσία, με την

οποία έχει στενότερους πολιτιστικούς δεσμούς.

Για την Ελλάδα η εξέλιξη είναι ιστορική στον βαθμό που τυχόν ένταξη της

Τουρκίας θα μεταβάλει με θετικό τρόπο βασικά και ιδρυτικά στοιχεία της εθνικής

της ταυτότητας. Ταυτόχρονα θα μετατρέψει και πάλι την περιοχή μας – το Αιγαίο

και τα Βαλκάνια – σε ένα ενιαίο χώρο, όπως υπήρξε επί αιώνες.

Βέβαια, η πορεία του τουρκικού μετασχηματισμού πρέπει να συνοδευτεί κι από

δικές μας μεταβολές, που θα μας απομακρύνουν από στερεότυπα που επικαθορίζουν

όχι μόνο νοοτροπίες αλλά και την εξωτερική πολιτική.

Στο επίπεδο, άλλωστε, της εξωτερικής πολιτικής πρέπει να ξεκινήσουν αυτές οι

μεταβολές. Στο Κυπριακό, όπου απέτυχε η στρατηγική Παπαδόπουλου να

εκμεταλλευθεί τη σχετική συζήτηση για να στριμώξει την τουρκική πλευρά, πρέπει

επειγόντως να επιστρέψει η λογική και να επιδιωχθεί η λύση στη βάση του

σχεδίου Ανάν. Αλλιώς, εν όψει 3ης Οκτωβρίου, παραμονεύει ο κίνδυνος να

θεσμοθετηθεί η διχοτόμηση, μέσω «… των τροποποιήσεων που είναι αναγκαίες

…» στο Πρωτόκολλο της Τελωνειακής Ένωσης, όπως προβλέπει η «ουρά» των

Συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής.

Στα ελληνοτουρκικά ας φύγουμε από την άγονη εσωτερική διαμάχη για τις χρονικές

προθεσμίες κι ας απομακρυνθούμε – δημοσίως – από το κατασκεύασμα (εμπνεύσεως

A. Παπανδρέου) ότι η μόνη διαφορά είναι η υφαλοκρηπίδα. Αυτός ο μύθος ήταν

βασικός ανασχετικός παράγοντας για να τηρηθούν οι – υποτιθέμενες – χρονικές

ρήτρες του Ελσίνκι από την προηγούμενη κυβέρνηση. Σ’ αυτόν οφείλονται οι κατά

καιρούς υπερβολές και διαμάχες περί «παραβιάσεων». Αν αλλάξει, ο ιστορικός

ελληνοτουρκικός συμβιβασμός μπορεί να γίνει δυνατός στο φόντο της ευρύτερης

ευρωτουρκικής διαπραγμάτευσης, ανεξαρτήτως προθεσμιών.

Είναι, άλλωστε, φυσικό η επόμενη μέρα από μια ιστορική εξέλιξη να απαιτεί

πολιτικές με ιστορικό ορίζοντα και προοπτική.