Είναι πολύ πιθανό σήμερα (σ.σ.: χθες) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναλάβει

πειθαρχική δράση εναντίον της Ελλάδος λόγω της παραβίασης των κανόνων της

Ευρωπαϊκής Ένωσης για το υπερβολικό έλλειμμα. Πρόκειται για μια υπόθεση η

οποία υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για μεταρρύθμιση των διαδικασιών της

E.E. που αφορούν στην παρακολούθηση των δημοσίων οικονομικών.

H δράση εναντίον της Ελλάδας είναι συνέχεια της απρόσμενης και πρωτοφανούς

αναθεώρησης προς τα πάνω του ελλείμματος της Γενικής Κυβέρνησης στην Ελλάδα

για τα έτη μεταξύ 1997 και 2003. H αναθεώρηση αυτή πραγματοποιήθηκε με

πρωτοβουλία της νέας ελληνικής κυβέρνησης, η οποία παρέκαμψε κανόνες που στο

παρελθόν ήταν αποδεκτοί.

H αναδρομική αλλαγή των κανόνων καταγραφής και οικονομικής συμπεριφοράς είναι

ένας σίγουρος τρόπος για την καταστροφή της σταθερότητας και της αξιοπιστίας

στην οικονομική πολιτική και έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες στα οικονομικά

κίνητρα και την οικονομική ανάπτυξη. Μπορεί να αποθαρρύνει τις κυβερνήσεις από

την πραγματοποίηση μακροπρόθεσμου σχεδιασμού σε εθνικό επίπεδο και την ενεργό

συνεργασία με άλλες κυβερνήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Νέες εκτιμήσεις

H νέα συντηρητική κυβέρνηση παρέλαβε την εξουσία από τη δική μου κυβέρνηση

μετά τις εκλογές του περασμένου Μαρτίου. H νέα κυβέρνηση υποσχέθηκε μια

αντικειμενική απογραφή των δημοσίων οικονομικών. Ωστόσο, δεν ζητήθηκε από

ξένους ελεγκτικούς οίκους ή την κεντρική τράπεζα να πραγματοποιήσουν την

απογραφή. Αντίθετα η ίδια η κυβέρνηση παρήγαγε νέες εκτιμήσεις για τα

δημοσιονομικά μεγέθη.

Το βασικό μάθημα από το ελληνικό ζήτημα είναι ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα

πρέπει να σχεδιάσει ένα ελεγκτικό σύστημα το οποίο θα είναι ενιαίο για όλες

τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα εγγυάται αντικειμενικότητα και

αμεροληψία, ενώ ταυτόχρονα θα αποκλείει εγχώριες πολιτικές παρεμβάσεις.

Σε κάθε άλλη περίπτωση, ένα σύστημα που επιτρέπει στις εθνικές κυβερνήσεις να

υπολογίζουν εκ νέου και κατά βούληση τη δημοσιονομική κατάσταση που

κληρονόμησαν από του προκατόχους τους και να επιβάλουν την άποψή τους στην

υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί συνταγή καταστροφής.

Γενικευμένη αναξιοπιστία

Οδηγεί σε γενικευμένη αναξιοπιστία και μπορεί να προκαλέσει έναν ατελείωτο

κύκλο αναθεωρήσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τοποθετεί τις στατιστικές, στις

οποίες βασίζονται οι εθνικές και η ευρωπαϊκή πολιτική, στο έλεος του εκλογικού

κύκλου. Ανατρέπει τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και καταστρέφει την αξιοπιστία

της πολιτικής που ακολουθούν οι κυβερνήσεις. Το ελληνικό ζήτημα δεν είναι το

πρώτο στο οποίο οι στατιστικές αναθεωρήθηκαν μετά την αλλαγή κυβέρνησης. Θα

πρέπει, όμως, να είναι το τελευταίο.

Κατά τη διάρκεια της θητείας μου ως πρωθυπουργού της Ελλάδας, συνεργαστήκαμε

στενά με τη Eurostat, τη στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είχαμε

συμφωνήσει στη μεθοδολογία της καταγραφής των δημοσιονομικών λογαριασμών και

οι δημοσιονομικές στατιστικές είχαν επανειλημμένως επικυρωθεί από τη Eurostat.

H Ελλάδα ήταν έτοιμη να βελτιώσει την αξιοπιστία των στατιστικών και, είναι

αλήθεια, πραγματοποίησε έναν αριθμό αναθεωρήσεων, οι οποίες αναφέρονταν στην

έκθεση της Eurostat του Νοεμβρίου. Τέτοιου είδους συμφωνίες θα πρέπει να είναι

δεσμευτικές και δεν πρέπει να μεταβάλλονται αναδρομικά. Επιπλέον, τα

αποτελέσματα των διαβουλεύσεων με τη Eurostat θα πρέπει να δημοσιοποιούνται

και οι στατιστικές να οριστικοποιούνται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.

Μεταφορά δαπανών

H έκθεση της Eurostat ξεκαθαρίζει ότι οι αναθεωρήσεις προς τα πάνω στο

ελληνικό δημοσιονομικό έλλειμμα έγιναν λόγω της αναδρομικής εφαρμογής μιας

νέας μεθόδου καταγραφής των αμυντικών δαπανών. H αναδρομική εφαρμογή νέων

κανόνων θα πρέπει να καταδικαστεί. Πρόκειται ουσιαστικά για μεταφορά δαπανών

της Γενικής Κυβέρνησης από το μέλλον στο παρελθόν. Με αυτόν τον τρόπο

δημιουργήθηκε περιθώριο για άσκηση πιο επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής

στο τέλος του τρέχοντος τετραετούς εκλογικού κύκλου.

Ωστόσο, η αλλαγή αυτή έπληξε το διεθνές γόητρο της Ελλάδας. Επέτρεψε στην

Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ανατρέψει την προηγούμενη αποτίμησή της ότι το ελληνικό

δημοσιονομικό έλλειμμα παρέμεινε κάτω από το 3 τοις εκατό του Ακαθάριστου

Εγχώριου Προϊόντος από το 1998 – ένα από τα κριτήρια για συμμετοχή στο κοινό

ευρωπαϊκό νόμισμα – και δημιούργησε σκιές στην αποδοχή της Ελλάδας στην

ευρωζώνη.

H προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα

από το 13% του ΑΕΠ που ήταν το 1993 σε επίπεδα κάτω από το 3% το 1998.

Κατάφερε επίσης να φέρει τον πληθωρισμό από διψήφιο νούμερο σε επίπεδα κάτω

από το 3% και να επιτύχει σταθερή ανάπτυξη πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο για

οκτώ συναπτά έτη από το 1996. H πρόσφατη έκθεση του Βιμ Κοκ, πρώην

πρωθυπουργού της Ολλανδίας, πάνω στο θέμα της στρατηγικής της Λισαβώνας για

την οικονομική μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβεβαιώνει ότι η Ελλάδα,

παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να υπολείπεται σε πολλά μέτωπα, έδειξε

συνολικά τη μεγαλύτερη πρόοδο στους 15 δείκτες προόδου κατά τη διάρκεια της

περιόδου 1999-2003.

Στατιστική αναθεώρηση

H υπέρμετρα αρνητική εικόνα που δημιουργήθηκε από την αναθεώρηση της ελληνικής

δημοσιονομικής κατάστασης έπληξε, επίσης, την αξιοπιστία της E.E. και των

θεσμών της. Δεν έχω αμφιβολία ότι η Eurostat έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε.

Ωστόσο, η καλή πίστη από την πλευρά της Eurostat δεν είναι αρκετή. Αν

απαιτείται μια μεγάλου μεγέθους στατιστική αναθεώρηση, θα πρέπει να υπάρχει

ένας αντικειμενικός τρόπος για να πραγματοποιηθεί. Σε κάθε άλλη περίπτωση, τα

κράτη-μέλη θα συνεχίσουν να ενδίδουν στον πειρασμό να ξαναγράψουν τα δεδομένα

του παρελθόντος μονομερώς, θέτοντας σε κίνδυνο τις σχέσεις μεταξύ των

κρατών-μελών και των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

* Το άρθρο του κ. Κώστα Σημίτη δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΤΗΕ

FINANCIAL TIMES»