Το οικονομικό πρόβλημα της χώρας βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο της δημόσιας

συζήτησης λόγω του «απογραφικού» εκτροχιασμού. Γιατί όμως αυτή η δυσμενής

εξέλιξη, της οποίας τις αρνητικές συνέπειες μόλις έχουμε αρχίσει να

διαισθανόμαστε; H κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν αντελήφθη ότι η συμμετοχή

στην ευρωζώνη προσδίδει στην οικονομική πολιτική ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα

της εξωτερικής πολιτικής. Δεν μπορεί πλέον να ασκείται αδαπάνως για εσωτερική

κατανάλωση. Δεν μπορεί να αγνοεί χωρίς συνέπειες ένα επίπεδο άρρητης ή και

ρητής συμφωνίας μεταξύ των κρατών-μελών και των οργάνων της Επιτροπής.

Κάπως έτσι, αμέριμνα, η χώρα μας μπήκε στην περιπέτεια της «απογραφής», που

καμία σχέση δεν έχει με μια φυσιολογική διαχρονική αποτύπωση της οικονομικής

κατάστασης, την οποία παραδίδει ή παραλαμβάνει μια κυβέρνηση. Παρά το γεγονός

ότι η ίδια η Eurostat στο τέλος του 2002 είχε συμφωνήσει – ύστερα από μακρές

διαβουλεύσεις με την ελληνική πλευρά – και είχε επικυρώσει χωρίς υποσημειώσεις

ή άλλες επιφυλάξεις τα παρασχεθέντα στοιχεία, η νέα κυβέρνηση της Νέας

Δημοκρατίας με μεγάλη ελαφρότητα αποφάσισε να ανοίξει με δική της

πρωτοβουλία εκ νέου το θέμα επιδιώκοντας:

* Να εκθέσει πολιτικά την προηγούμενη κυβέρνηση.

* Να της φορτώσει εθνικολογιστικές δαπάνες που θα εκδηλώνονταν με την παραλαβή

αμυντικού υλικού στα χρόνια της διακυβέρνησής της (2005-2008). Και

* Να αποφύγει το δυσβάστακτο βάρος των ανέξοδων προεκλογικά αλλά δαπανηρών

μετεκλογικά υποσχέσεών της, καθώς και τις αντίστοιχες πιέσεις των κομματικών

της στελεχών.

Στη διαδικασία αυτή η «νέα διακυβέρνηση» αναθεώρησε κυρίως τη μέθοδο

καταγραφής των αμυντικών δαπανών, αλλά και ορισμένα από τα στατιστικά στοιχεία

– γυρίζοντας πίσω έως το 1997 – θέτοντας σε αμφισβήτηση ακόμη και την ένταξή

μας στην ΟΝΕ.

Αναρωτιέται, βέβαια κανείς, για το ποια μέθοδο υπολογισμού των αμυντικών

δαπανών θα ακολουθούσαν οι κ.κ. Καραμανλής και Αλογοσκούφης αν

βρίσκονταν το 1999 στη θέση τής τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ; Θα επέλεγαν

άραγε να αναβάλουν την ένταξη της χώρας μας στην ΟΝΕ προκρίνοντας τη δική τους

μέθοδο καταγραφής των αμυντικών δαπανών, που θα οδηγούσε σε μια

πρόσθετη επιβάρυνση του τότε ελλείμματος κατά 0,86% του ΑΕΠ και στην υπέρβαση

του ορίου του Μάαστριχτ κατά 0,4% του ΑΕΠ; Ή θα ακολουθούσαν την πρακτική

του αείμνηστου Κωνσταντίνου Καραμανλή, που είκοσι χρόνια πριν επέλεξε την

ένταξη στην ΕΟΚ παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία δεν ήταν εντελώς

έτοιμη και δεν είχε διασφαλίσει όλους τους αναγκαίους μεταβατικούς όρους για

την ομαλή προσαρμογή της;

Πέρα όμως από την «απογραφή», οι έως σήμερα επιδόσεις της κυβέρνησης της Νέας

Δημοκρατίας δεν εμπνέουν αισιοδοξία για την οικονομική προοπτική της χώρας.

Συγκεκριμένα: η δική της δημοσιονομική διαχείριση διόγκωσε

περαιτέρω το έλλειμμα το 2004, το οποίο, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, θα

υπερβεί τελικώς το 6% του ΑΕΠ. H εξέλιξη του Γ’ ΚΠΣ, υπό τη διεύθυνσή

της, επιβραδύνθηκε σημαντικά το 2004 και ήδη κινείται με τους

ρυθμούς του 2002 και ας έχει μεσολαβήσει το 2003, το οποίο ήταν αδιαμφισβήτητα

ένα έτος επιτάχυνσης, το οποίο κληροδότησε στη νέα διακυβέρνηση ένα πρόσθετο

σημαντικό απόθεμα συμβάσεων, αξιολογημένων έργων και προκηρύξεων. Ακόμη, για

πρώτη χρονιά στη διάρκεια της τελευταίας εικοσιπενταετίας, δεν

λειτούργησε ο νόμος περί κινήτρων για ιδιωτικές επενδύσεις μιας και η νέα

διακυβέρνηση, αφού κατάργησε τον προσφάτως ψηφισθέντα νόμο, πάγωσε τις

σχετικές διαδικασίες εν όψει του «δικού» της νόμου. Τέλος, στο κλίμα

που έχει δημιουργηθεί και σε συνδυασμό με τη γενικότερη αναιμική

παρουσία της νέας διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση η Ελλάδα δεν

φαίνεται να μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις για το

Δ’ ΚΠΣ.

Εν όψει αυτής της απαισιόδοξης προοπτικής, η κυβέρνηση επιστρατεύει αφενός την

«ήπια» προσαρμογή για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος και

αφετέρου την προσδοκώμενη επιτάχυνση του Γ’ ΚΠΣ, τον νέο αναπτυξιακό νόμο και

τις φορολογικές ελαφρύνσεις των επιχειρήσεων που θα αντισταθμίσουν τις

αντιαναπτυξιακές παρενέργειες της «απογραφής» και θα αποτρέψουν την οικονομική

επιβράδυνση. Όμως ο αρμόδιος επίτροπος Αλμούνια ρητά υποστηρίζει ότι η έκταση

της απαιτούμενης δημοσιονομικής προσαρμογής είναι πολύ μεγάλη και ο

προτεινόμενος προϋπολογισμός δεν φαίνεται να δίνει πειστικές απαντήσεις. Άρα,

εύλογα αναμένεται μια «βιαιότερη» εκδοχή. H περικοπή των δημοσίων επενδύσεων

δίνει ήδη το στίγμα. Ίσως ακολουθήσουν πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις ή

και επιδρομές (που θα αναιρέσουν τις όποιες μειώσεις των φορολογικών

συντελεστών για τις επιχειρήσεις), ίσως κάποια στιγμή να έρθουν και

εισοδηματικές περιστολές. Όσο για τον πολυδιαφημισμένο περιορισμό της σπατάλης

και τη βελτίωση της λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης, άνθρακες ο

θησαυρός. Ούτε, βέβαια, η επιτάχυνση του Γ’ ΚΠΣ τεκμηριώνεται παρά τις

απανωτές ανακριβείς διαβεβαιώσεις του «φιλαλήθους» υπουργού Οικονομίας. Τέλος,

απομένει ο νέος αναπτυξιακός νόμος – που υπόσχεται σε όλες τις

επιχειρήσεις – όποτε με το καλό εφαρμοστεί, προς τα μέσα του 2005.

Δυστυχώς, η επίδρασή του είναι περιορισμένη. Με βάση τα στοιχεία της

προηγούμενης εξαετίας αφορά μόλις το 3% των ιδιωτικών επενδύσεων κάθε

χρόνο. Και η «ήπια» προσαρμογή δεν αφήνει περιθώρια για διεύρυνση των

διαθέσιμων πόρων. Μήπως, και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις,

επιφυλάσσει η κυβέρνηση μέσω του αναπτυξιακού νόμου μιαν ανεκπλήρωτη

υπόσχεση, ανάλογη με αυτήν προς τους 250 χιλιάδες συμβασιούχους;

Ο Γιάννης Καλογήρου είναι επίκουρος καθηγητής ΕΜΠ. Διετέλεσε Γενικός

Γραμματέας Βιομηχανίας και Ειδικός Γραμματέας για την Κοινωνία της

Πληροφορίας.