Επιπόλαιη, πολιτικά αφελή και πολλαπλώς επιζήμια για την κυβέρνηση και την

ελληνική οικονομία χαρακτηρίζει οικονομικός εμπειρογνώμονας της κυβέρνησης τη

δημοσιονομική απογραφή. Όπως έχουν αποκαλύψει ήδη από το Σάββατο «TA NEA», τα

συμπεράσματα αυτά περιλαμβάνονται σε έκθεση-βόμβα που συνέταξε ο εν λόγω

ειδικός

H έκθεση συντάχτηκε από μέλος του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου

Οικονομίας και Οικονομικών, για λογαριασμό κορυφαίου υπουργού, την 1η

Οκτωβρίου, δηλαδή μία εβδομάδα αφότου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έθεσε υπό

αμφισβήτηση την «καθαρότητα» της ένταξης της χώρας μας στην ΟΝΕ και άρχισε να

ζητεί συμπληρωματικά στοιχεία για την περίοδο 1997-99.

Τα συμπεράσματα της έκθεσης του οικονομικού εμπειρογνώμονα αποτελούν κόλαφο

για τον υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, καθώς τονίζεται πως το αποτέλεσμα

των χειρισμών του σε σχέση με την απογραφή θα έχει τέσσερις σημαντικές

αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις για τη χώρα μας: 1) να καταστήσει αναπόφευκτη

την περιοριστική δημοσιονομική πολιτική και να θέσει υπό αίρεση την πολιτική

επιλογή της «ήπιας δημοσιονομικής προσαρμογής», 2) να δυσκολέψει την

απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων από το Τρίτο αλλά και από το Τέταρτο

Κοινοτικό Πλαίσιο, το οποίο βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση, 3) να επιφέρει

υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, 4) δημιουργεί κίνδυνο

παραπομπής της χώρας μας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Ωστόσο η έκθεση δεν περιορίζεται στις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις της

απογραφής αλλά επεκτείνεται και στις πολιτικές, υποστηρίζοντας πως έχει πληγεί

η αξιοπιστία της χώρας στο εξωτερικό, και έχει αναστραφεί η καλή εικόνα από

την επιτυχή διοργάνωση των Ολυμπιακών: «Ό,τι βλάπτει τη χώρα στο εξωτερικό

βλάπτει και τη σημερινή κυβέρνηση της N.Δ.», επισημαίνει η έκθεση και τονίζει

ότι η Ελλάδα έχει γίνει πάλι «το μαύρο πρόβατο στην Ευρώπη».

Για το εσωτερικό, η έκθεση επισημαίνει πως ό,τι βλάπτει την οικονομία ζημιώνει

πολιτικά και την κυβέρνηση. Μάλιστα διατυπώνει και την ανησυχία μήπως ως

αποτέλεσμα της απογραφής έχει υπονομευτεί η αποτελεσματικότητα της

δημοσιονομικής πολιτικής (με σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις για την ελληνική

οικονομία) για τα επόμενα τρία χρόνια. Επιπλέον επισημαίνει πως η περιοριστική

πολιτική, την οποία θεωρεί αναπόφευκτη, θα φέρει συγκρούσεις με τους

κοινωνικούς εταίρους.

Ο συντάκτης της έκθεσης αποδίδει στον κ. Αλογοσκούφη τρία λάθη στη διαδικασία

της απογραφής: υποστηρίζει πως δεν έπρεπε χρονικά να πάει πίσω από το 2003,

δεν έπρεπε η απογραφή να κρατήσει επτά μήνες και να γίνουν σε αυτό το διάστημα

τρεις συνεχείς αναθεωρήσεις και δεν έπρεπε να υπολογιστούν οι αμυντικές

δαπάνες στο έλλειμμα. Σύμφωνα με την έκθεση, ο κ. Αλογοσκούφης δεν έπρεπε να

κάνει την απογραφή μόνος του, αλλά να τη δώσει στην Κεντρική Τράπεζα της χώρας

ή σε κάποιον διεθνή ελεγκτικό οίκο με την οδηγία να αποπερατωθεί ως τα τέλη

Μαΐου. Δύο μήνες ήταν αρκετοί για την απογραφή επισημαίνει η έκθεση που

προσθέτει ότι για τις αμυντικές δαπάνες θα έπρεπε να γίνει διαπραγμάτευση με

τη Γιούροστατ για τον τρόπο καταλογισμού αυτών των δαπανών στο έλλειμμα.


Διαψεύσεις…

Τρία λάθη στη διαδικασία της απογραφής καταλογίζει ο συντάκτης της έκθεσης

στον κ. Αλογοσκούφη

Αξίζει να σημειωθεί πως το Σάββατο ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών

Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ) κ. Σακελλάρης επιχείρησε να διαψεύσει όχι μόνο την

ύπαρξη τέτοιας έκθεσης αλλά ακόμα και την ύπαρξη διαφωνιών μέσα στο ΣΟΕ

σχετικά με τους χειρισμούς που έγιναν στη δημοσιονομική απογραφή. Τις δηλώσεις

του προέδρου του ΣΟΕ επικαλέστηκε και ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών

Γιώργος Αλογοσκούφης για να υποστηρίξει ότι δεν υπήρχαν αντιρρήσεις στον τρόπο

με τον οποίο χειρίστηκε τη δημοσιονομική απογραφή. Ο αναπληρωτής κυβερνητικός

εκπρόσωπος Ευάγγελος Αντώναρος πάντως απέφυγε να ταυτιστεί με το περιεχόμενο

των δηλώσεων του κ. Σακελλάρη, λέγοντας πως η ύπαρξη τέτοιων διαφωνιών μέσα

στο ΣΟΕ δεν είναι γνωστή στην κυβέρνηση.



ΚΟΜΙΣΙΟΝ

Πρώτη αμφισβήτηση του προϋπολογισμού

H ΠΡΩΤΗ επίσημη αμφισβήτηση του προσχεδίου του προϋπολογισμού

αναμένεται σήμερα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που θα δημοσιοποιήσει τις

προβλέψεις της για το 2005 σχετικά με τον ρυθμό ανάπτυξης, το δημοσιονομικό

έλλειμμα και τα άλλα βασικά οικονομικά μεγέθη των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής

Ένωσης. H έκθεση θα αποτελεί προάγγελο της απαίτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από

την κυβέρνηση – που αναμένεται να διατυπωθεί και επίσημα στο ΕΚΟΦΙΝ στα μέσα

Νοεμβρίου – για τη λήψη πρόσθετων μέτρων λιτότητας, προκειμένου να μειωθεί το

δημοσιονομικό έλλειμμα κάτω του 3% του ΑΕΠ, που εκτινάχθηκε σε ανεξέλεγκτα

επίπεδα μετά την γκάφα της δημοσιονομικής απογραφής. Σύμφωνα με πληροφορίες η

Κομισιόν στην έκθεσή της θα προβλέπει ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού του

2005 δεν πρόκειται να μειωθεί στο 2,8% του ΑΕΠ, όπως προβλέπεται στο προσχέδιο

του προϋπολογισμού, αλλά στο 3,6% γεγονός που σημαίνει ότι θα συνεχίσει να

βρίσκεται σε επίπεδα υψηλότερα από τον στόχο του Συμφώνου Σταθερότητας. Όσο

για τον ρυθμό ανάπτυξης, θα προβλέπει ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί το 2005 κατά 3,3%,

το ίδιο και το 2006 σε αντίθεση με τον στόχο του 3,9% του προσχεδίου του

προϋπολογισμού.

ΟΛΟΚΛΗΡΗ H ΕΚΘΕΣΗ

«Επιπόλαιη, πολιτικά αφελής και πολλαπλώς επιζήμια»

H δημοσιονομική απογραφή του Γ. Αλογοσκούφη

Περιεχόμενα

1. Τι είδους απογραφή έκανε ο κ. Αλογοσκούφης;

2. Ποιες είναι οι οικονομικές και πολιτικές συνέπειες της απογραφής;

3. Ποια είναι τα λάθη της απογραφής;

4. Τι θα έπρεπε να είχε κάνει;

1 Οκτωβρίου 2004, Αθήνα

1. TI ΕΙΔΟΥΣ ΑΠΟΓΡΑΦΗ EKANE;

Τα εξής δύο, ήδη γνωστά:

α) Λογιστική ανακατανομή κονδυλίων, η οποία επέφερε αύξηση του

ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ για το 2003 κατά 2,4

μονάδες. (Ειδικότερα, εισπράξεις από ΦΠΑ ίσον με 0,9%, κέρδη Ταχυδρομικού

Ταμιευτηρίου ίσον με 0,2%, κοινοτικές εισροές ίσον με 0,4%, εξοπλιστικές

δαπάνες ίσον με 0,9%).

β) Λογιστικό έλεγχο που οδήγησε στη μείωση της άσπρης τρύπας και αύξηση

του ελλείμματος για το 2003 κατά 0,5 μονάδες.

Έτσι, συνολικά το (λογιστικό) έλλειμμα λόγω της απογραφής εκτινάχθηκε από το

1,7% (το νούμερο του κ. Χριστοδουλάκη) στο 4,6% για το 2003 και στο 5,3% έως

5,7% για το 2004, ενώ για το δημόσιο χρέος, το νούμερο εκτινάχθηκε από το

99,7% του ΑΕΠ στο 109,9% για το 2003 και στο 112% για το 2004. Έτσι η Ελλάδα

σήμερα έχει το υψηλότερο έλλειμμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 15, το πέμπτο

υψηλότερο έλλειμμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 25 (μετά την Τσεχία με 12,6%,

Μάλτα με 9,7%, Κύπρος με 6,4%, Ουγγαρία με 6,2%, νούμερα για το 2003) και το

υψηλότερο δημόσιο χρέος στην E.E. των 25. Ας σημειωθεί ότι ως αποτέλεσμα της

απογραφής, δεν έχει μεταβληθεί το ταμειακό (πραγματικό) έλλειμμα της

κυβέρνησης.

Επιπλέον, ο κ. Αλογοσκούφης προχώρησε σε αναθεώρηση των δημοσιονομικών

στοιχείων για την περίοδο 2000-2002 ανεβάζοντας το έλλειμμα του 2000 από 2% σε

4,1% και για το 2001 και 2002 από 1,4% σε 3,7%. Έτσι ως αποτέλεσμα της

απογραφής, η Ελλάδα τα τελευταία 5 χρόνια (2000-2004) είχε συνεχώς ελλείμματα

πάνω από 3%. Εκκρεμεί επίσης η απογραφή των δημοσιονομικών στοιχείων για την

περίοδο 1997-99.

2. ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΠΟΓΡΑΦΗΣ

* Οικονομικές επιπτώσεις

α) Χαμηλότερη απορρόφηση κονδυλίων από το Γ’ και Δ’ ΚΠΣ. Ως γνωστόν, η

υπέρβαση των ορίων για το έλλειμμα (3% του ΑΕΠ) για περισσότερα από 3 χρόνια,

δίνει το δικαίωμα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να περιορίσει την απορρόφηση

κοινοτικών πόρων. Αυτό μπορεί να δυσκολέψει την Ελλάδα για το υπόλοιπο του Γ’

ΚΠΣ, αλλά και στη διεκδίκηση αυξημένων πόρων από το υπό διαπραγμάτευση Δ’ ΚΠΣ.

Αυτό το ζήτησε ήδη ο Βαυαρός πρωθυπουργός Στόιμπερ. Πιο συγκεκριμένα, ζήτησε

την επιστροφή κονδυλίων από το Γ’ ΚΠΣ και πάγωμα της περαιτέρω εκταμίευσης

πόρων έως το 2007 (το πάγωμα μόνο αφορά ποσά της τάξεως περίπου των 2 δισ.

ευρώ). Εξίσου σημαντική εξέλιξη θα πρέπει να θεωρείται ότι η Ευρωπαϊκή

Επιτροπή (και οι Ευρωπαίοι ελεγκτές) θα αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη προσοχή από

εδώ και πέρα την παροχή κονδυλίων προς την Ελλάδα, θέλοντας να παραδειγματίσει

τις νέες χώρες-μέλη.

β) Υπαρκτός ο κίνδυνος παραπομπής της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

με την κατηγορία των πλαστών δημοσιονομικών στοιχείων.

γ) Υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Υποβάθμιση του

ελληνικού χρέους αυξάνει τη διαφορά απόδοσης των ελληνικών ομολόγων από τα

αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Την τελευταία εβδομάδα η διαφορά έχει διευρυνθεί κατά

2,5 μονάδες βάσης, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι αγορές έχουν προεξοφλήσει ήδη

το ενδεχόμενο υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Μια διαφορά

10 μονάδων βάσης συνεπάγεται κόστος περίπου 40 εκατ. ευρώ (13 δισ. δρχ.), δηλ.

επιπρόσθετη ετήσια επιβάρυνση για το Δημόσιο από τόκους μόνο.

δ) Αναπόφευκτη η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική. Αυτή είναι και η

πιο σοβαρή (αρνητική) συνέπεια του 5,3% (λογιστικού) ελλείμματος της απογραφής

για το 2004. Ήδη στο προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2005, προβλέπεται

μείωση στο ΠΔΕ κατά 1% του ΑΕΠ (από 9,6 δισ. ευρώ το 2004 στο 7,9 δισ. ευρώ το

2005), ενώ και οι προϋπολογισμοί των υπουργείων παγώνουν. Τα υπεσχημένα

(φορολογική μεταρρύθμιση, κ.λπ.) πηγαίνουν όλα προς τα πίσω – όπως αυτό φάνηκε

και από το προσχέδιο για τον προϋπολογισμό του 2005. Οι αρνητικές πολιτικές

συνέπειες των πιο πάνω είναι προφανείς. Το κρίσιμο ερώτημα είναι το εξής: τι

θα σημαίνει για την υπόθεση της «ήπιας δημοσιονομικής προσαρμογής» αν οι

Ευρωπαίοι στο Ecofin του ζητήσουν – όπως ακούγεται – μείωση του ελλείμματος

στο 2% για το 2005 και πτώση του χρέους κάτω από 100% στα επόμενα τρία χρόνια;

* Πολιτικές επιπτώσεις

α) Λόγω των κακών χειρισμών σε σχέση με την απογραφή έχει πληγεί

αναμφίβολα η αξιοπιστία της χώρας στο εξωτερικό. H Ελλάδα έχει γίνει το «μαύρο

πρόβατο» στην Ευρώπη, όπως αυτό επιβεβαιώνεται τις τελευταίες δέκα ημέρες από

μια πλειάδα δυσμενών αναφορών (στον βαθμό που να αμφισβητείται ακόμη και η

ίδια η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ) στον ευρωπαϊκό Τύπο, κάτι που δυστυχώς έχει

αναστρέψει την καλή εικόνα της χώρας μετά την άψογη διεξαγωγή των Ολυμπιακών

Αγώνων. Ό,τι βλάπτει τη χώρα στο εξωτερικό, βλάπτει και τη σημερινή κυβέρνηση

της N.Δ. Οι συνεχείς αναθεωρήσεις του ελλείμματος για το 2003 (και μάλιστα από

τον ίδιο), από το 1,7% στο 2,95% στις αρχές του Απριλίου 2004, στο 3,2% τον

Ιούνιο του 2004 και στο 4,6% τον Σεπτέμβριο του 2004, «εξαγρίωσαν» τους

υπηρεσιακούς παράγοντες της Eurostat, κάτι που οδήγησε σε ιδιαιτέρως δυσμενή

σχόλια από ανθρώπους με μεγάλη επιρροή, όπως ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής

Κεντρικής Τράπεζας κ. Trichet, Βρετανοί και Γερμανοί πολιτικοί, ο αρμόδιος

επίτροπος κ. Αλμούνια, και από τον ευρωπαϊκό Τύπο στο σύνολό του.

β) Στο εσωτερικό μέτωπο τώρα ό,τι ζημιώνει την ελληνική οικονομία,

προφανώς ζημιώνει πολιτικώς και την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Το

κυρίαρχο ερώτημα που εγείρεται έχει ως εξής: Ως αποτέλεσμα της απογραφής,

μήπως έχει υπονομευτεί η αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής πολιτικής (με

σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία) για τα επόμενα τρία

χρόνια; Προφανώς, η περιοριστική πολιτική θα φέρει συγκρούσεις με τους

κοινωνικούς εταίρους, δημιουργώντας ένα άσχημο κλίμα για την κυβέρνηση.

Επιπλέον, έχει ενώσει το ΠΑΣΟΚ, το οποίο έχει πλέον βρει «χρυσή φλέβα» για

σκληρή αντιπολίτευση.

Συμπερασματικά, με τους χειρισμούς που έγιναν, η στρατηγική της δημοσιονομικής

απογραφής ελέγχεται ως επιπόλαιη και πολιτικά αφελής, και πολλαπλώς επιζήμια

για την κυβέρνηση και την ελληνική οικονομία.

3. TA ΛΑΘΗ ΤΗΣ ΑΠΟΓΡΑΦΗΣ

* Δεν έπρεπε να πάει χρονικά τόσο πίσω, μέχρι την περίοδο 2000. H

απογραφή έπρεπε να γίνει μόνο για το έτος 2003 και το τρέχον έτος 2004.

* Δεν έπρεπε να κρατήσει η απογραφή 7 μήνες και να γίνουν μέσα σε αυτό

το διάστημα 3 συνεχείς αναθεωρήσεις.

* Δεν έπρεπε να υπολογιστούν οι αμυντικές δαπάνες στο έλλειμμα

τινάζοντας το έλλειμμα στο 5,3% του ΑΕΠ.

4. TI ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ NA EIXE KANEI;

Απογραφή μεν, αλλά διαφορετικού είδους. Θα έπρεπε λοιπόν:

α) Την απογραφή να μην την είχε κάνει μόνος του, αλλά να τη δώσει στην

Κεντρική Τράπεζα της χώρας (όπως έκανε ο Μπαρόζο στην περίπτωση της

Πορτογαλίας το 2000) ή σε κάποιον διεθνή ελεγκτικό οίκο με κύρος (π.χ. η

Ρricewatercοoper House) με την οδηγία να αποπερατωθεί η απογραφή μέχρι τέλη

Μαΐου 2004 – δύο μήνες ήταν υπεραρκετοί.

β) Να δοθεί αυστηρή εντολή ότι η απογραφή να ήταν μόνο για το 2003 και

το τρέχον έτος 2004, όπως άλλωστε ήταν η προεκλογική δέσμευση της N.Δ. (και

όχι να φθάσει πίσω στο 2000, ένα χρόνο απόσταση από το 1999, έτος κρίσης για

την ελληνική υιοθέτηση του ευρώ).

γ) Έτσι, η απογραφή από την Τράπεζα της Ελλάδος με τους πιο πάνω όρους

θα αφορούσε μόνο το ύψος της άσπρης τρύπας (όχι τις αμυντικές δαπάνες) και θα

οδηγούσε σε αυξημένο έλλειμμα έναντι αυτού που υποστήριζε το ΠΑΣΟΚ (λιγότερο

από 3% για το 2003 συν 1% έξτρα για το 2004 λόγω Ολυμπιακών Αγώνων). Τόσο ο

φορέας της απογραφής (Τράπεζα της Ελλάδος) όσο και τα τελικά νούμερα του

ελλείμματος θα προσέδιδαν κύρος και αξιοπιστία στο όλο εγχείρημα της

απογραφής, χωρίς τις περιπέτειες που μπαίνει τώρα η χώρα.

δ) Κατάθεση συμπληρωματικού προϋπολογισμού τον Ιούνιο του 2004 για το

β’ εξάμηνο του 2004. Αυτό θα προσέδιδε σοβαρότητα στο αποτέλεσμα της απογραφής

μιας και το αιτιολογικό για μια τέτοια κίνηση θα ήταν η υποεκτίμηση του

ελλείμματος για το 2003, η αναληθής πρόβλεψη της (προηγούμενης) κυβέρνησης για

το έλλειμμα του 2004, καθώς επίσης και η υπέρβαση των δαπανών λόγω των

Ολυμπιακών Αγώνων. H κατάθεση και ψήφιση συμπληρωματικού προϋπολογισμού για το

β’ εξάμηνο του 2004 θα ήταν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος απαξίωσης της

οικονομικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ από μία υπεύθυνη και σοβαρή νέα διακυβέρνηση.

ε) Διαπραγμάτευση με τη Eurostat για τον τρόπο καταλογισμού των

αμυντικών δαπανών στο έλλειμμα, κάτι που προβλέπεται και από το Σύμφωνο

Σταθερότητας. Έτσι δεν θα παραβίαζε η χώρα το Σύμφωνο Σταθερότητας και δεν θα

ήμασταν υπό την επιτήρηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα επόμενα τρία χρόνια.