Με το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων, όλοι ένιωσαν ότι η Ελλάδα άλλαξε κλίμακα.

Ότι κάτι σημαντικό συνέβη. Μία τομή, ίσως. Περιμέναμε συνεπώς – καλόπιστα – να

διατυπωθεί από την υπεύθυνη κυβέρνηση το μεταολυμπιακό πρόταγμα της χώρας, οι

βασικοί της στόχοι για τα επόμενα χρόνια.

Υποτιμήθηκε προφανώς το γεγονός ότι η κυβέρνηση, από την πρώτη στιγμή, έδινε

σαφή δείγματα για τις επιλογές της, που ήταν τελείως διαφορετικού επιπέδου.

Αντί λοιπόν να προετοιμάζει ένα μεταολυμπιακό εθνικό σχέδιο ανάπτυξης,

προετοίμαζε μία σειρά τακτικών κινήσεων παλαιάς κοπής. H κρίση που προκλήθηκε

από το τραγικό δυστύχημα του Σινούκ και συνεχίστηκε από την υπόθεση των

μετεγγραφών, απλώς επιτάχυνε κινήσεις που φάνηκαν ως κινήσεις αντιπερισπασμού,

ενώ – δυστυχώς – συγκροτούν τον κορμό της πολιτικής σύλληψης της κυβέρνησης.

H σύλληψη αυτή δεν είναι ευθύγραμμη και μονοδιάστατη, δεν οδηγεί δηλαδή στη

μετωπική σύγκρουση και τις πρόωρες εκλογές κατ’ ανάγκην, είναι όμως απλοϊκή.

Κινείται ταυτοχρόνως σε δύο φαινομενικά αντιφατικούς άξονες, ανάμεσα στους

οποίους η κυβέρνηση επιχειρεί – έτσι νομίζει – να εγκλωβίσει το ΠΑΣΟΚ. H

αλήθεια όμως είναι ότι κινδυνεύει να εγκλωβίσει τον εαυτό της και τη χώρα

συνολικά.

O πρώτος από τους δύο αυτούς άξονες συγκροτείται από την «απογραφή» της

εθνικής οικονομίας, τη σκανδαλολογία και την διαρκώς περιφερόμενη συζήτηση για

τη λήψη αυστηρών νομοθετικών μέτρων υπέρ της διαφάνειας. Πρόκειται για τον

καταγγελτικό, εισαγγελικό και «απειλητικό» άξονα της κυβερνητικής πολιτικής. H

Νέα Δημοκρατία θέλει να παρουσιάσει με όσο γίνεται πιο ανάγλυφο τρόπο την κακή

κατάσταση της οικονομίας και την ευθύνη του ΠΑΣΟΚ – ευθύνη κάτι παραπάνω από

πολιτική· ευθύνη στα όρια της ποινικής – για όλα τα προβλήματα του τόπου.

Προβλήματα που προφανώς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με την ταχύτητα και την

αποτελεσματικότητα που θα ήθελε και που είχε υποσχεθεί προεκλογικά. Εξηγείται

έτσι η αποφυγή ανάληψης ευθύνης για όσα συμβαίνουν στον τόπο και η

μεταχρονολόγηση όλων σχεδόν των προεκλογικών υποσχέσεών της.

H «απογραφή» λειτούργησε ως εγκλωβισμός τόσο της χώρας όσο και της κυβέρνησης

που προσπαθεί να επανορθώσει δηλώνοντας ότι η χώρα «μπήκε με το σπαθί της στην

ΟΝΕ» ή αποδίδοντας την ευθύνη στις «τεχνικές αδυναμίες του συστήματος

στατιστικής καταγραφής»!

Στη σκανδαλολογία η εμπειρία του 1989 είναι νωπή και γι’ αυτό στόχος της Νέας

Δημοκρατίας είναι, κατά τη γνώμη μου, όχι η δικαστική διερεύνηση μέχρι τέλους,

αλλά ο κοινοβουλευτικός κατά βάση χειρισμός των υποθέσεων στο «ενδιάμεσο»

επίπεδο της εξεταστικής επιτροπής, που κινείται μεταξύ πολιτικού και ποινικού

στοιχείου.

Ο άξονας αυτός συμπληρώνεται από τις συχνές αναφορές σε κυοφορούμενα

νομοθετικά μέτρα «διαφάνειας», έκφραση πίσω από την οποία κρύβεται η επιδίωξη

της κυβέρνησης να ασχοληθεί με διευθετήσεις στο πεδίο των μεγάλων οικονομικών

συμφερόντων, έτσι ώστε να ελέγχει τα πράγματα και από αυτήν την οπτική γωνία.

O δεύτερος άξονας είναι ο άξονας της «πεποιημένης συναίνεσης» που τελεί

υπό τον αυστηρό χρονικό προσδιορισμό της διαδικασίας εκλογής του νέου Προέδρου

της Δημοκρατίας. Στο υπόστρωμα αυτής της γραμμής βρίσκεται η γνωστή θεωρία του

μεσαίου χώρου και του κοινωνικού κέντρου: η επιδίωξη της Νέας Δημοκρατίας να

διευρύνει την πολυσυλλεκτική της δυνατότητα και να ενσωματώσει βασικά

κοινωνικά και ιστορικά μοτίβα του πολιτικού λόγου του ΠΑΣΟΚ στον δικό της

πολιτικό λόγο.

Το πιο ορατό τμήμα αυτού του άξονα είναι οι χειρισμοί ως προς τον επόμενο

Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Προς το παρόν, ο κυβερνητικός χειρισμός είναι ένας

και μόνο: η γενικόλογη αναφορά στη δυνατότητα ανάδειξης Προέδρου κοινής ή έστω

ευρύτατης αποδοχής και ο υπαινιγμός (που αρχίζει σιγά σιγά να κυκλοφορεί) ότι

το ΠΑΣΟΚ έχει έναν και μόνο λόγο να προκαλέσει πρόωρες εκλογές για την

παραγραφή τυχόν αδικημάτων πολιτικών προσώπων που πρέπει να διερευνηθούν στις

δύο πρώτες τακτικές συνόδους της παρούσας κοινοβουλευτικής περιόδου.

Το στρατηγικό εύρημα του κ. Καραμανλή είναι η επιδίωξη να λειτουργήσουν

ταυτόχρονα οι δύο αυτοί άξονες ώστε να σχηματιστεί μία «διχάλα», στο μαγνητικό

πεδίο της οποίας μπορεί να αιχμαλωτιστούν όλα τα δυσάρεστα για την κυβέρνηση

ζητήματα.

Το στρατήγημα όμως είναι και αφελές και ανεφάρμοστο. Αφελές γιατί είναι

προφανές και ορατό. Ανεφάρμοστο, γιατί η πραγματική πολιτική στην εποχή μας

δεν είναι πλέον ένα παίγνιο τακτικών χειρισμών θεσμικού χαρακτήρα, που

συντελούνται ερήμην της κοινωνίας των πολιτών, αλλά κάτι που συνδέεται με τις

βασικές λειτουργίες της κοινωνίας και της οικονομίας κάθε χώρας.

H στάση του ΠΑΣΟΚ ως προς την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας – το τόνισε

ο Γιώργος Παπανδρέου – είναι μία στάση θεσμικά υπεύθυνη και πολιτειακά

συναινετική: το ΠΑΣΟΚ είχε προτείνει (και η Νέα Δημοκρατία αρνήθηκε) στη

διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος να αποσυνδεθεί η προεδρική εκλογή από

την απειλή διάλυσης της Βουλής. H διαφορά όμως ανάμεσα αφενός στη θεσμική

υπευθυνότητα και την πολιτειακή συναίνεση και αφετέρου στην πολιτική συναίνεση

είναι θεμελιώδης και κρίσιμη:

H πολιτική συναίνεση εξαρτάται από το γενικότερο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα

και από το ουσιαστικό και ειλικρινές περιεχόμενο των πρωτοβουλιών που έχει

υποχρέωση να αναλάβει η κυβέρνηση. Το ΠΑΣΟΚ έχει στο θέμα αυτό το δικαίωμα να

μιλήσει μετά την κυβέρνηση και να αξιολογήσει τις προτάσεις της. Όταν έπρεπε

να μιλήσει αυτό πρώτο, το 1995 και το 2000, το έκανε με τον καλύτερο τρόπο,

προσφέροντας στη χώρα έναν υποδειγματικό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον κ.

Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.

H κοινωνική συναίνεση εξαρτάται από κάτι ακόμη πιο δύσκολο: από τη λειτουργία

της οικονομίας και από τον βαθμό ικανοποίησης των πολιτών, ως προς τις μεγάλες

προτεραιότητες και ανάγκες τους. H κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θεωρεί –

κακώς – ότι το μείζον ζήτημα είναι η τήρηση ή μη τήρηση προεκλογικών

υποσχέσεων «κλαδικού» χαρακτήρα, που αφορούν ευκρινείς και συγκεκριμένες

κοινωνικές ομάδες. Αυτό είναι σίγουρα ένα πολύ σοβαρό θέμα. Ακόμη όμως

σοβαρότερο είναι το συνολικό πρόβλημα της οικονομίας της χώρας, γιατί εκεί

κρίνεται η θέση και η στάση της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών που

συγκροτούν τα λεγόμενα μεσαία στρώματα. Αυτό το πεδίο είναι το μαλακό

υπογάστριο της κυβέρνησης, όπως φάνηκε και από τον αμήχανο και αντιαναπτυξιακό

χαρακτήρα του σχεδίου του προϋπολογισμού του 2005, που δεν μπορεί να

διαχειριστεί ούτε τη μεταολυμπιακή κλίμακα και δυνατότητα της χώρας ούτε τον

αυτοεγκλωβισμό της «απογραφής» που προκάλεσε η ίδια η κυβέρνηση εκθέτοντας τον

εαυτό της και τη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και διεθνώς.

H «διχάλα» που στήνει η κυβέρνηση μπορεί λοιπόν να λειτουργήσει ως αντίστροφη

παγίδα. Γι’ αυτό και πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός όποιος βάζει τα

χέρια του εκεί.

O Ευάγγελος Βενιζέλος είναι βουλευτής του ΠΑΣΟΚ