Μεσάνυχτα του περασμένου Σαββάτου στο Τσιλιβί της Ζακύνθου. Ο 22χρονος

Ελληνοαμερικανός Παναγιώτης Κλάδης – Ξιφίτας, μεθυσμένος, κόβει βόλτες επί ώρα

στον κεντρικό δρόμο εμποδίζοντας τα αυτοκίνητα να περνούν. Το ματς μεταξύ

Ελλάδας – Αλβανίας έχει τελειώσει.

Ο Παναγιώτης Κλάδης – Ξιφίτας (επάνω) περιφερόταν στο χωριό σαν να μην είχε

συναίσθηση του τι είχε προηγηθεί, μέχρις ότου τον συνέλαβαν οι αστυνομικοί. Ο

Λουάν Νασούφι (αριστερά) δέχθηκε τη δεύτερη μαχαιριά από τον Παναγιώτη Κλάδη

το μοιραίο βράδυ, ενώ την τρίτη έδωσε στον 22χρονο Παλούσι Χαρούν

Τέσσερις νεαροί Αλβανοί, πάνω σε ποδήλατα, περνούν από την πλατεία του χωριού.

Πανηγυρίζουν για τη νίκη της Εθνικής τους ομάδας. Ανάμεσά τους, ο 20χρονος

Γκράμος Παλούσι. Ο Κλάδης και ο Παλούσι, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν την ίδια

εποχή, συναντήθηκαν μία και μοναδική φορά στη ζωή τους: Σε ελάχιστα λεπτά ο

Γκράμος Παλούσι κείτεται στην άσφαλτο νεκρός. Ο Παναγιώτης Κλάδης συνεχίζει να

κρατά στα χέρια του το μαχαίρι που του έκοψε τη ζωή.

Ο Γκράμος Παλούσι κηδεύτηκε στα Τίρανα. Τον «συνόδευσε» ο αδερφός του στο

τελευταίο του ταξίδι από την Ελλάδα στην Αλβανία. Όσο για τον Παναγιώτη Κλάδη,

όπως ψέλλισε στον ανακριτή, το μόνο που εύχεται είναι: «Να μπορούσα να φέρω

τον χρόνο πίσω… θα άλλαζα τα πάντα»

«Ό,τι έγινε δεν έπρεπε να γίνει. Είναι μια τραγωδία. Το πιο τραγικό από όλα,

όμως, είναι πως ο ανιψιός μου δεν είχε καμία σχέση με το ποδόσφαιρο. Ούτε

εκείνο το συγκεκριμένο βράδυ παρακολουθούσε το ματς. Είχε βγει έξω με ένα φίλο

του. Δεν ήταν αποτέλεσμα εθνικιστικής έξαρσης. Δεν είχε και δεν έχει τίποτα

εναντίον των Αλβανών. Όσα φέρνει η στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος», λέει στα

«NEA» ο κ. Νίκος Κλάδης, θείος του Παναγιώτη.

Από το Σικάγο. Ο Παναγιώτης Κλάδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Σικάγο

της Αμερικής από Έλληνα πατέρα, τον Χριστόδουλο Κλάδη, και Αμερικανίδα μητέρα.

Τα βήματα του Χριστόδουλου Κλάδη ακολούθησαν ακόμη δύο από τα τρία αδέρφια

του, τα οποία μετανάστευσαν στην Αμερική. Στην αρχή δούλευαν σε εστιατόρια,

σύντομα όμως άνοιξαν δικό τους. Όπως λένε όσοι γνωρίζουν την οικογένεια

(γνωστοί στη Ζάκυνθο με το παρανόμι Ξιφίτας), τα τέσσερα αδέλφια λειτουργούσαν

σαν μία «γροθιά».

Ακόμη και ύστερα από αρκετά χρόνια παραμονής στο Σικάγο, όταν γύρισαν πίσω

στην πατρίδα τους και άρχισαν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα εκεί, και

πάλι ενεργούσαν σαν μία ομάδα. «Δεν πήγαν οι κόποι τους χαμένοι. Πρόκοψαν»,

λένε οι ντόπιοι.

Μπογιατζήδες. Οικονομικοί ήταν οι λόγοι που οδήγησαν τον 20χρονο

Γκράμους Παλούσι και τον 25χρονο αδελφό του να πάρουν τον δρόμο της ξενιτιάς.

Τα δύο αδέλφια δούλευαν μαζί μπογιατζήδες. Το αφεντικό τους είναι ο πρόεδρος

του χωριού. Κατοικούσαν και οι δύο σε ένα δωμάτιο στο χωριό Τραγκάκι, το οποίο

νοίκιαζαν. «Ο μεγάλος αδελφός ήρθε στη Ζάκυνθο το 1995, ενώ ο Γκράμους το

2000. Όπως όλοι μας, ήρθαν για να βρουν δουλειά και μια ευκαιρία για να

ξεφύγουν από τη φτώχεια. Μάζευαν χρήματα και τα έστελναν στους γονείς τους,

στα Τίρανα. Έχουν ακόμη έναν αδελφό που δουλεύει στην Κρήτη», λέει ο πρόεδρος

της τοπικής Αλβανικής Κοινότητας, κ. Ντανιέλ.

Την περίοδο που ο Γκράμους Παλούσι έφθασε στην Ελλάδα, ο Παναγιώτης μαζί με

τον πατέρα του ήδη είχαν εγκατασταθεί στη Ζάκυνθο και δούλευαν στις

οικογενειακές τους επιχειρήσεις. H μητέρα του και οι δύο αδελφές του Παναγιώτη

παρέμειναν στην Αμερική. Όπως άλλωστε ο ίδιος είπε στην κατάθεσή του, οι

γονείς του είχαν σχέση αγάπης, αλλά δεν υπήρχε κατανόηση μεταξύ τους. Ωστόσο,

πριν από περίπου δύο χρόνια ο πατέρας του Παναγιώτη πέθανε. Ο ίδιος έμεινε στο

νησί μαζί με τη γιαγιά του και τους θείους του.

Δύσκολος χαρακτήρας. «Όσο μπορούσαμε τον είχαμε υπό την επιτήρησή μας.

Είναι δύσκολο, όμως, να στηρίξεις ένα ορφανό παιδί. Άλλωστε, δεν είναι εύκολος

χαρακτήρας. Συχνά έμπλεκε σε καβγάδες. Πριν από περίπου δύο μήνες είχε

νοσηλευθεί στο νοσοκομείο, ύστερα από άγρια συμπλοκή με μια συμμορία αγνώστων,

και κατέληξε με σπασμένα σαγόνι και πόδι. Γι’ αυτό, μάλλον, είχε τον σουγιά

μαζί του. Είχε φοβηθεί μετά το τελευταίο συμβάν. Βέβαια, αυτό δεν είναι

δικαιολογία. Δεν έπρεπε να τον κουβαλάει μαζί του. Το κακό έγινε και δεν

προσπαθώ να τον δικαιολογήσω», λέει ο κ. Νίκος Κλάδης.

Οι δύο νεαροί δεν είχαν γνωριστεί στο παρελθόν. Εκείνο το βράδυ, μετά τον

αγώνα μεταξύ Ελλάδας – Αλβανίας, ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που ο ένας

συνάντησε τον άλλο. Τον Γκράμος Παλούσι, τον μετέφεραν στο νοσοκομείο οι φίλοι

του, ήταν όμως ήδη νεκρός. Ο Παναγιώτης Κλάδης περιφερόταν στο χωριό σαν να

μην είχε συναίσθηση του τι είχε προηγηθεί, μέχρις ότου τον συνέλαβαν οι

αστυνομικοί.