H ευρωπαϊκή στρατηγική της οικονομικής και τεχνολογικής αναδιάρθρωσης στο

πλαίσιο του άξονα «παγκοσμιοποίηση – ανταγωνιστικότητα – δημοσιονομική

πειθαρχία – κόστος εργασίας» επιδεινώνει τις αντιθέσεις, με την «παρατεταμένη

περίοδο υποτονικής οικονομικής δραστηριότητας» και των πληθωριστικών πιέσεων

σε αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι

η διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα και η διατύπωση της άποψης

(μονεταριστική θεωρία) από τους φορείς οικονομικής πολιτικής της Ένωσης, ότι

συνιστά το αποτέλεσμα των υψηλών πραγματικών μισθών και της επικρατούσας μη

ευέλικτης αγοράς εργασίας στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι κατά τις δεκαετίες του

1970 και 1980, περίοδος εμφάνισης του στασιμοπληθωρισμού (ύφεση, πληθωρισμός,

ανεργία) ο πληθωρισμός κατά τη μονεταριστική θεωρία ήταν το αίτιο της ανεργίας

και οι πληθωριστικές πιέσεις ήταν το αποτέλεσμα της ασυγκράτητης νομισματικής

πολιτικής (D. Foden – L. Magnusson, 2003).

Έτσι οι πολιτικές των ελλειμματικών προϋπολογισμών και της τόνωσης της

συνολικής ζήτησης (κεϋνσιανή θεωρία) δεν συνέβαλαν στην αντιμετώπιση του

στασιμο-πληθωριστικού φαινομένου, δεδομένου ότι δεν είχε κατανοηθεί από τους

φορείς της οικονομικής πολιτικής ότι ο πληθωρισμός ενδημούσε στην πλευρά της

προσφοράς, με τη σημαντική επιβάρυνση (π.χ. πετρελαϊκή κρίση) του κόστους

παραγωγής (Γ. Ευδωρίδης, 2002).

Σ’ αυτό το περιβάλλον της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομίας, η μονεταριστική

αντίληψη και πρόταση οικονομικής πολιτικής επικράτησε τόσο στον ακαδημαϊκό όσο

και στον πολιτικό κόσμο (περιορισμός της κρατικής παρέμβασης και των

αναδιανεμητικών λειτουργιών του κράτους, ιδιωτικοποιήσεις, περιορισμός της

νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, απελευθέρωση των αγορών, μείωση των

πραγματικών μισθών, συρρίκνωση των δημοσίων ελλειμμάτων, ευελιξία και

απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, των εργασιακών σχέσεων και του συστήματος

κοινωνικής προστασίας, απολύσεις κ.λπ.), επιδιώκοντας σ’ ένα διεθνές και

θεσμοποιημένο ευρωπαϊκό πλαίσιο (Συνθήκη Μάαστριχτ, Σύμφωνο Σταθερότητας και

Ανάπτυξης) την επίτευξη και διατήρηση της σταθερότητας των μακρο-οικονομικών

μεγεθών, τη μείωση του κόστους παραγωγής, τη βελτίωση του επιπέδου

ανταγωνιστικότητας με διαρθρωτικές αλλαγές μείωσης του κόστους εργασίας καθώς

και τη μείωση του επιπέδου της ανεργίας.

Στην κατεύθυνση αυτή «των απελευθερωμένων αγορών και των αποκλεισμένων

κοινωνιών», ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, η οικονομική πολιτική στην

Ελλάδα, μέσα σ’ ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο Σταθερότητας και Ανάπτυξης

νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, αποκτά στοιχεία νεο-κεϋνσιανής σύνθεσης

στοχεύοντας: στη μεταφορά νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, στην ανάπτυξη

δικτύων και υποδομών, στην αύξηση της ενεργού ζήτησης με μεγάλα δημόσια έργα,

στην αύξηση της αγοραστικής δύναμης των μισθών, στην αύξηση της απασχόλησης,

στη μείωση της ανεργίας και στη μείωση των επιτοκίων.

Έτσι, κινητήρια δύναμη της αύξησης του ΑΕΠ, των επενδύσεων για την ανανέωση

του τεχνολογικού εξοπλισμού και της παραγωγικότητας της εργασίας στην ελληνική

οικονομία καθίσταται η αύξηση της εγχώριας ζήτησης, η οποία συμβάλλει στην

ανάκαμψη της οικονομικής μεγέθυνσης στη χώρα μας (INE/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2004).

Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να τονισθεί ότι η ελληνική οικονομία δεν

βρίσκεται σε δεινή δημοσιονομική θέση, διαθέτει σημαντικές παραγωγικές

δυνάμεις και έχει τεθεί σε πορεία ανάπτυξης που δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως

πρόσκαιρη, επειδή οι βάσεις της δεν φαίνεται να απειλούνται. H παρατήρηση αυτή

σημαίνει ότι η διατήρηση της αναπτυξιακής της πορείας εξαρτάται σε μεγάλο

βαθμό από τη στρατηγική και τις κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής.

Στον προσανατολισμό αυτό και με αφετηρία τα αναπτυξιακά, παραγωγικά,

τεχνολογικά, δημοσιονομικά, κοινωνικά και εργασιακά δεδομένα στην Ελλάδα και

την Ευρωπαϊκή Ένωση, η ελληνική οικονομία κατά τα επόμενα έτη και υπό το

πρίσμα των νέων δεδομένων (διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης) επιβάλλεται να

απομακρυνθεί με επιδέξιο τρόπο από το πεδίο της νεοφιλελεύθερης έμπνευσης

οικονομικής πολιτικής, η εφαρμογή της οποίας εκτός από το σημαντικό κοινωνικό

κόστος δεν έχει να επιδείξει, όπως έχει αποδειχθεί, ιδιαίτερες επιδόσεις στην

αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας, στην αύξηση του επιπέδου

ανταγωνιστικότητας, των εισοδημάτων και της συνολικής ζήτησης της οικονομίας.

Αντίθετα, η ελληνική οικονομία απαιτείται και διαθέτει τις αναγκαίες

δυνατότητες να προσανατολίσει τις αναπτυξιακές δυνάμεις στη στρατηγική της

διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας (έρευνα, τεχνολογία, οργάνωση παραγωγής,

ποιότητα προϊόντων, ποιότητα εργασιακών σχέσεων κ.λπ.) και της πραγματικής

σύγκλισης. Ειδικότερα, σε επίπεδο κατευθύνσεων οικονομικής και κοινωνικής

πολιτικής απαιτείται (H. Ιωακείμογλου, 2004): η μεταμόρφωση του παραγωγικού

συστήματος με κλαδικές πολιτικές και ολοκληρωμένα συμπλέγματα δραστηριοτήτων,

βελτίωση του επιπέδου παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, διατήρηση των

υψηλών ρυθμών αύξησης της ζήτησης, των επενδύσεων και του ΑΕΠ, ενίσχυση της

χρηματοδότησης από τους πρόσθετους πόρους που θα προέλθουν από την ανάπτυξη

και την αναδιανομή του εισοδήματος διαμέσου του φορολογικού συστήματος, για

την άσκηση μιας διευρυμένης και με βάση τις σύγχρονες ανάγκες κοινωνικής

πολιτικής.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο,

επιστημονικός διευθυντής INE/ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ.