Σχεδόν έξι δεκαετίες μετά την απελευθέρωση από τους ναζί, η Γαλλία

βρίσκεται αντιμέτωπη με μια επαίσχυντη και παραμελημένη κληρονομιά του

πολέμου: την απάνθρωπη μεταχείριση περίπου 200.000 μικρών Γάλλων, πατέρες των

οποίων ήταν Γερμανοί στρατιώτες.

Αμαρτίες γονέων. Μια Γαλλίδα που απέκτησε μωρό από Γερμανό στρατιώτη

διαπομπεύεται με ξυρισμένο το κεφάλι στη Σαρτρ το 1944, λίγο μετά την απελευθέρωση

Δεκαπέντε από τα αποκαλούμενα «μπάσταρδα των Γερμαναράδων» έριξαν με τις

αφηγήσεις τους για πρώτη φορά φως στο πώς η Γαλλία, μετά την απελευθέρωση, όχι

μόνο τιμώρησε γυναίκες που συνεργάστηκαν με τον εχθρό, αλλά επέβαλε και μια

εφ’ όρου ζωής τιμωρία στα εξώγαμα παιδιά τους. «Αυτός ο ρατσισμός εναντίον των

παιδιών, ο οποίος εκδηλώθηκε χιλιάδες φορές στη Γαλλία στα δέκα με δεκαπέντε

χρόνια μετά τον πόλεμο, παραμένει μια σοβαρή και απαράγραπτη αδικία στην

ιστορία της χώρας μας», δήλωσε ο Ζαν-Πολ Πικαπέ, ο οποίος συγκέντρωσε τις

αφηγήσεις σ’ ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε αυτή την εβδομάδα.

Σπαρακτικές ιστορίες εγκατάλειψης, ορφανοτροφείων, αποπειρών αυτοκτονίας και

ωμοτήτων γεμίζουν τις σελίδες του βιβλίου «Καταραμένα Παιδιά» (Enfants

Maudits), που ο Πικαπέ έγραψε μαζί με τον Λούντβιχ Νορτς, έναν αξιωματούχο των

γερμανικών στρατιωτικών αρχείων.

Ο Ντανιέλ Ρουξέλ, ο οποίος γεννήθηκε το 1943 από τη σχέση της μητέρας του με

έναν ωραίο αξιωματικό της Βέρμαχτ, περιγράφει πώς μετά τον πόλεμο η γιαγιά του

τον κρατούσε κλειδωμένο κάθε βράδυ σ’ ένα κοτέτσι στο χωριό τους στη Βρετάνη.

«Χρειαζόμουν αγάπη και όλοι μού την αρνούνταν. Υπέφερα φρικτά», λέει. Ο

Νορμπέρ, ο οποίος γεννήθηκε το 1944 και δεν θέλει να αποκαλύψει το επώνυμό

του, λέει πως εξακολουθεί να τρέμει και να τραυλίζει όταν λέει σε κάποιον «ο

πατέρας μου ήταν Γερμανός στρατιώτης».

Τα παιδιά του πολέμου – ηλικίας τώρα από 59 έως 63 χρόνων – προσπάθησαν τα

περισσότερα να αναζητήσουν τους πατέρες τους, αλλά συνάντησαν πολλά εμπόδια.

Μερικά κατάφεραν να έρθουν σε επαφή με τις γερμανικές οικογένειές τους, αλλά

πολλά άλλα αποπέμφθηκαν από συγγενείς οι οποίοι φοβούνταν οικονομικά αιτήματα

και ήθελαν να ξεχάσουν τον πόλεμο.

H Αντριέτ, η οποία γεννήθηκε στο Σομ και η μητέρα της καταδικάσθηκε αργότερα

ως συνεργάτιδα των Γερμανών, περιγράφει πως, όταν ήταν μαθήτρια, αναζητούσε

ομάδες Γερμανών τουριστών και τους έλεγε στα γερμανικά, «Είστε Γερμανοί; Ο

πατέρας μου είναι Γερμανός».

Ενώ η Γαλλία στη δεκαετία του 1970 άρχισε να συμβιβάζεται με την κλίμακα της

συνεργασίας της με τους Γερμανούς στην κατοχή, ώς τώρα αρνούνταν να παραδεχθεί

τα βάσανα που υπέστησαν τα παιδιά του πολέμου και οι απόγονοί τους, που τώρα

αριθμούν περίπου ένα εκατομμύριο. «H χώρα μας έμεινε σιωπηλή πάνω στο θέμα,

αδιάφορη για τους ανθρώπους αυτούς, παραμελώντας ένα πρόβλημα που πολιτικοί,

ιστορικοί, εκπαιδευτικοί και ψυχολόγοι θα έπρεπε να είχαν αντιμετωπίσει»,

δήλωσε ο Πικαπέ, ο οποίος είχε διατελέσει επί 26 χρόνια ανταποκριτής της «Λε

Φιγκαρό» στο Βερολίνο.

Τα παιδιά του πολέμου στην πλειονότητά τους δεν ήταν προϊόντα βιασμού ή

πορνείας, αλλά σχέσεων ανάμεσα σε «Γαλλιδούλες» και νεαρούς Γερμανούς, οι

οποίοι γίνονταν συχνά δεκτοί στις γαλλικές οικογένειες στα πρώτα, ηπιότερα

χρόνια της κατοχής. Δεν υπήρχε εσκεμμένη γαλλική πολιτική εξοστρακισμού των

μωρών του πολέμου. Ήταν απλώς στιγματισμένα και από τις δύο πλευρές. Οι

Γερμανοί απαγόρευσαν στο προσωπικό τους να έχει σχέσεις με Γαλλίδες, οι οποίες

θεωρούνταν κατώτερης φυλής. Αντίθετα, τα παιδιά του πολέμου που προήλθαν από

την κατοχή των σκανδιναβικών χωρών και της Ολλανδίας θεωρούνταν Άρειοι και οι

Γερμανοί φρόντισαν γι’ αυτά.