Τονίζαμε απ’ αυτή τη στήλη ότι, μετά τη στροφή στην τουρκική πολιτική και την

περιθωριοποίηση Ντενκτάς, μείναμε μόνοι – χωρίς βαρβάρους – μπροστά στον

καθρέφτη μας. Ότι ήταν, πλέον, πολύ πιθανό να δούμε το πραγματικό – και

σοβινιστικό – είδωλό μας.

Και πράγματι, το είδαμε και μάλιστα σε… μεγέθυνση 76%! Ακριβώς, δε, το

μέγεθος του αρνητικού αποτελέσματος στο δημοψήφισμα στην Κύπρο απαγορεύει τις

εύκολες, απλοϊκές και μονοπαραγοντικές ερμηνείες. Πολύ περισσότερο αυτές που

παλινδρομούν σε όρους παιδικών παραμυθιών για καλούς και κακούς πρίγκιπες.

Άλλωστε, στην κατεύθυνση των πιο σύνθετων ερμηνειών δεν οδηγεί μόνο το μέγεθός

του, αλλά και σειρά άλλων παραγόντων. Για παράδειγμα, τα ποσοστά της άρνησης

ήταν στις δημοσκοπήσεις αναλόγως υψηλά από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης του

σχεδίου Ανάν. H προτίμηση στη λύση των δύο κρατών εμφάνιζε, τελευταία,

αξιοσημείωτη υποστήριξη από τους Ελληνοκυπρίους. Τα ποσοστά για το «ναι» και

τη συμβίωση ήταν απογοητευτικά στις νεώτερες ηλικίες. Τα προηγούμενα εξηγούν

γιατί οι ερμηνείες τού 76% που καθηλώνονται σε θέματα πολιτικών και κομματικών

συσχετισμών δεν είναι επαρκείς.

Αυτό, βέβαια, κάθε άλλο παρά σημαίνει πως η/οι πολιτική/οί δεν έχουν ευθύνη.

Για παράδειγμα, ο K. Καραμανλής, ελέω του φαντάσματος της Ζυρίχης – και όχι

μόνο -, ούτε καν δυσκόλεψε το απορριπτικό «μπλιτς κρικ» του κ. Παπαδόπουλου. H

εμφάνισή του Πρωθυπουργού το βράδυ του τέλους των διαπραγματεύσεων στη

Λουκέρνη, η καθυστέρησή του στη θετική τοποθέτηση επί του σχεδίου και, κυρίως,

οι παρεμβάσεις αρκετών κυβερνητικών στελεχών υπογραμμίζουν τις ευθύνες του.

Ευθύνες, όμως, υπάρχουν και στον χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παρ’

ότι, πέρα από επιμέρους επισημάνσεις, υιοθέτησε αρκετά έγκαιρα το «ναι». Ο K.

Σημίτης στο εξαιρετικό άρθρο του στα «NEA» επισήμανε πως το «όχι» στο

δημοψήφισμα ακύρωνε τη στρατηγική των τελευταίων οκτώ χρόνων για μετατροπή των

ελληνοτουρκικών προβλημάτων και του Κυπριακού σε ευρωτουρκικά. Όμως, τότε,

γιατί προκήρυξε πρόωρες εκλογές και «δεν τελείωσε τη δουλειά» κοινή

συναινέσει; Γιατί έμεινε η εξωτερική πολιτική χωρίς γερή πλοήγηση στους πιο

κρίσιμους μήνες του Κυπριακού; Γιατί αφέθηκε ο κ. Παπαδόπουλος να αλωνίζει

απορριπτικά, ιδιαίτερα μετά τη Νέα Υόρκη; Υπήρχε, άλλωστε, η ιστορική

εμπειρία. Ο Μακάριος εφάρμοσε την ολέθρια μονομερή συνταγματική αναθεώρηση των

13 σημείων του ’63 πάλι σε μια φάση «πολιτικής μετάβασης» στην Αθήνα,

απερχομένου τότε του Κωνσταντίνου Καραμανλή και αναλαμβάνοντος του Γεωργίου

Παπανδρέου.

Μεγαλύτερη, βέβαια, σημασία είχε η προηγηθείσα προεδρική εκλογή στην Κύπρο.

Τότε που συνέβη το ιστορικό παράδοξο να συμπτυχθεί συμμαχία μεταξύ του ΑΚΕΛ,

δηλαδή της πλέον μετριοπαθούς δύναμης στο Κυπριακό, και των κατ’ εξοχήν

απορριπτικών, η οποία εξέλεξε τον T. Παπαδόπουλο. Αν σ’ αυτή τη μοιραία

εξέλιξη συνυπολογισθεί η λανθασμένη τακτική της αφωνίας των «ρεαλιστών» κατά

τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, ενώ το ίδιο διάστημα οι «απορριπτικοί»

καταστροφολογούσαν και διαμόρφωναν την κοινή γνώμη, αποκαλύπτεται η πολιτική

πτυχή με το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης στο αποτέλεσμα.

Πέρα από τις πολιτικο-κομματικές ερμηνείες, οι οποίες δεν επαρκούν, υπάρχουν

και άλλες, μεσοπρόθεσμες, εξηγήσεις του αποτελέσματος. Στα δημοψηφίσματα η μεν

τουρκοκυπριακή κοινή γνώμη καθοριζόταν από την υπαρκτή ανέχεια και καταπίεση

και το ευρωπαϊκό όνειρο, η δε ελληνοκυπριακή από την υπαρκτή ευημερία, την

ευρωπαϊκή αυταπάτη («καλύτερη λύση μετά την ένταξη») και την αβεβαιότητα που

εκλυόταν από την προοπτική της επανένωσης έπειτα από 30 χρόνια διαχωρισμού. Σ’

αυτά τα «γήινα» που αναπτύχθηκαν μεσοπρόθεσμα και εξηγούν πολλά δεν υπήρξε –

στα ασφυκτικά περιθώρια – ιδιαίτερη παρέμβαση από τους Ελληνοκύπριους

υποστηρικτές τού «ναι».

Πέραν και αυτού όμως, υπάρχουν ακόμα βαθύτεροι λόγοι που αφορούν το σύνολο του

Ελληνισμού και οι οποίοι ήταν φυσικό να αναδειχθούν από τη στιγμή που την

τελευταία λέξη την είχαν οι πολίτες μέσω των δημοψηφισμάτων. H στρατηγική της

δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας ακολουθήθηκε από το 1977, αλλά ποτέ δεν

υποστηρίχθηκε θετικά και στη βάση μιας αυτοκριτικής για το παρελθόν και των

δύο πλευρών στην Κύπρο. Όσον μας αφορά, για παράδειγμα, ποτέ δεν υπήρξε

αυτοκριτική για την 11ετία καταπίεσης και διωγμού των Τουρκοκυπρίων από το ’63

έως το ’74. Αντίθετα, η ομοσπονδία εμφανίσθηκε ως υποχρεωτική επιλογή και

αποτέλεσμα της ήττας του ’74 ενώ το «εθνικό μυθιστόρημα» συνέχιζε να έχει θέση

μόνο για την «εισβολή και κατοχή».

Έπειτα, ενώ η ομοσπονδία αποτέλεσε τον βασικό στόχο των πολιτικών και

διπλωματικών ελίτ από το ’77, σπάνια εξηγήθηκε στην κοινή γνώμη της Κύπρου και

της Ελλάδας τι ακριβώς σημαίνει. Αντίθετα, στο εσωτερικό κυριαρχούσε η

ρητορική της «επανένωσης», πράγμα που παρέφραζε την ομοσπονδία σε

ελληνοκυπριακή κυριαρχία. Κι έτσι ενώ ομοσπονδία σήμαινε πέντε πάνω – πέντε

κάτω, κάτι σαν το σχέδιο Ανάν, όταν αυτό εμφανίσθηκε η κοινή γνώμη που δεν

είχε προετοιμασθεί, εξεπλάγη. Τέλος, τόσο η στρατηγική της ομοσπονδίας όσο και

ο θετικός αναπροσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής τα τελευταία οκτώ χρόνια

έμειναν σε επίπεδο κινήσεων και διαπραγματεύσεων κορυφής.

H εξέλιξη απέδειξε, όμως, ότι πολιτικές όπως αυτές έχουν κοντά ποδάρια αν δεν

επεμβαίνουν στο συλλογικό φαντασιακό, στο λαϊκό υποσυνείδητο, στα εθνικά

στερεότυπα και μύθους, στην «εθνική αφήγηση». Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα,

την απάλειψη αναφορών βιβλίου του Λυκείου στην ΕΟΚΑ με εντολή τού τότε

υπουργού Παιδείας Π. Ευθυμίου (από την Κίνα όπου βρισκόταν!), έπειτα από

κάποιες διαμαρτυρίες!

Είναι, λοιπόν, πολλοί και σύνθετοι οι παράγοντες που οδήγησαν στο

ελληνοκυπριακό «όχι», ενώ υπάρχουν και βαθιές ρίζες. Αν δεν κοπούν, θα είναι

σχεδόν αδύνατη η όποια νέα προσπάθεια στο Κυπριακό. Θα σκοντάψουμε, όμως, σ’

αυτές και στα ελληνοτουρκικά. Γιατί ορθά – αν και όχι απολύτως ρεαλιστικά – ο

K. Καραμανλής αποσύνδεσε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις από το Κυπριακό. Έλα,

όμως, που αυτές δεν αποσυνδέονται από τα «εθνικά μας στερεότυπα». Αντί να

σπάσουμε, λοιπόν, τον καθρέφτη, ας αλλάξουμε, για να δούμε πιο όμορφο το

είδωλό μας.