ΡΟΜΠΕΡΤ ΝΤΙΛΟΝ

Ενημέρωσαν τη CIA για το πραξικόπημα 24 ώρες πριν

…Εφτάψυχος απεδείχθη ο Μακάριος, αφού διεσώθη απ’ όλες τις δολοφονικές

απόπειρες των επικριτών του, κυρίως χουντικών πυρήνων της Κύπρου και

δυσαρεστημένων με τις Συμφωνίες της Ζυρίχης πρώην αγωνιστών. H τρομοκρατική

δράση που οργάνωσε η χούντα στην Κύπρο με το Εθνικό Μέτωπο (1969-70) και την

ΕΟΚΑ B’ αργότερα, με αποκορύφωμα το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, απέβη

φονική για την Κύπρο και όχι για τον εθνάρχη της…

Στις 2 Ιουλίου του 1974 ο Ιωαννίδης έδωσε εντολή στους αξιωματικούς για

προετοιμασία πραξικοπήματος και την επόμενη ημέρα διαβεβαίωνε τη CIA ότι

ενδιαφερόταν για πραξικόπημα στην Κύπρο. H μαρτυρία του Ρόμπερτ Ντίλον

(Robert S. Dillon), υπευθύνου ελληνικών, τουρκικών, κυπριακών

και ιρανικών υποθέσεων στο Γραφείο Εγγύς Ανατολής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, είναι

χαρακτηριστική:

«H CIA είχε αναφέρει ότι ο Ταξίαρχος Ιωαννίδης σε μια συζήτηση με έναν

απ’ τους ανθρώπους της, είχε πετάξει και σπάσει πράγματα πάνω απ’ το τραπέζι

και είχε ορκιστεί ότι θα απάλλασσε τον κόσμο απ’ τον παλιοκομμουνιστή τον

Μακάριο, που κατέστρεφε την Κύπρο. Την αναφορά έκανε ένας Ελληνοαμερικανός

υπάλληλος της CIA. H συνάντηση αναφέρθηκε, ώς όφειλε, μέσα απ’ τα κανάλια της

CIA. Μου τηλεφώνησε ο υπαρχηγός από τα κεντρικά της CIA για να με ρωτήσει αν

είχα δει αυτή την αναφορά. Δεν την είχα δει. Είπε ότι ήθελε να έρθει απ’ το

γραφείο για να τη συζητήσει μαζί μου κι αυτό ήταν ασυνήθιστο. Πρόσθεσε πως

ήταν πεπεισμένος ότι οι Έλληνες ετοιμάζονταν να ανατρέψουν τον Μακάριο.

Συμφώνησα μαζί του».

Ο Ντίλον, μαζί με τον Τζον Ντέι, διευθυντή του ελληνικού γραφείου του Στέιτ

Ντιπάρτμεντ και τον Τόμας Μπόγιατ, από το γραφείο Κύπρου, έκαναν αμέσως

σύσκεψη: «Ο Τζον Ντέι τόνισε ότι ο Ιωαννίδης μας είχε στείλει ένα μήνυμα,

δίνοντάς μας πολύ λίγο χρόνο για να δούμε αν το εννοούσε στ’ αλήθεια.

Αποφασίσαμε να πάμε στον προϊστάμενό (σ.σ. τον Χένρι Κίσινγκερ) μας και να

προσπαθήσουμε να τον πείσουμε ότι έπρεπε να στείλουμε αμέσως ένα μήνυμα που θα

ενημέρωνε τους Έλληνες ότι οι ΗΠΑ δεν θα ενθάρρυναν ούτε θα αποδέχονταν ένα

πραξικόπημα στην Κύπρο.

«Έκοψαν» το μήνυμα

Οι άνθρωποι στο ευρωπαϊκό γραφείο, που δεν είχαν πολλή πείρα σ’ αυτό το θέμα,

έδειξαν μεγάλο σκεπτικισμό. Έτσι πέρασαν το θέμα στον υφυπουργό Εξωτερικών για

τις Πολιτικές Υποθέσεις, τον Τζο Σίσκο. Ο Τζο, που είχε εμπειρία με την Κύπρο,

ήρθε κι έφτιαξε ένα τηλεγράφημα για τους πρέσβεις. Εγώ ήθελα το μήνυμά μας να

σταλεί μέσα απ’ τα κανάλια της CIA στον Ιωαννίδη για να μην υπάρξει καμιά

παρεξήγηση για τη θέση μας. Υπήρξε αντίδραση. Είπαν ότι η αμερικανική

κυβέρνηση δεν επικοινωνεί μ’ αυτό τον τρόπο με τους ξένους επισήμους κι ότι

δεν επικοινωνούμε μέσα από χαμηλόβαθμους αξιωματούχους της CIA. Τι αλαζονική

θέση!».

Τελικά, εστάλη ένα πολύ γενικό τηλεγράφημα στην Αθήνα. Όλα τα σημαντικά και

άμεσα μηνύματα απαλείφθηκαν απ’ το κείμενο: «Το μόνο που έγραφε ήταν ότι ο

Αμερικανός πρέσβης έπρεπε να εκφράσει στην ελληνική κυβέρνηση την άποψή μας

ότι ήμασταν αντίθετοι στη βία στην Κύπρο. Σιγά τα νέα! Διαφωνήσαμε και είπαμε

ότι αυτό δεν ήταν ισχυρό κι ότι οι Έλληνες δεν θα έπαιρναν το μήνυμα… Ήταν

λάθος μας που δεν χειριστήκαμε το θέμα όπως συνέστησε ο Τζο Σίσκο, δηλαδή να

χρησιμοποιήσουμε το ίδιο κανάλι της CIA απ’ το οποίο είχαμε λάβει το αρχικό

μήνυμα του Ιωαννίδη. Έπρεπε να πούμε ευθέως στον στρατηγό ότι οι ΗΠΑ είχαν

λάβει το μήνυμα και ότι αντιτίθεντο αμετάβλητα σε οποιοδήποτε πραξικόπημα στην

Κύπρο».

ΡΟΜΠΕΡΤ ΜΑΚΛΟΣΚΙ

Με τις ευλογίες της χούντας η επάνοδος Γρίβα

Απέχθεια για τον Μακάριο έτρεφαν και οι «αδιάλλακτοι» του στρατιωτικού

καθεστώτος στην Αθήνα και κυρίως ο Ιωαννίδης, τόσο γιατί ο Αρχιεπίσκοπος

υποστήριζε την ανεξαρτησία της Κύπρου, και όχι την ένωση με την Ελλάδα, όσο

και για τις σχέσεις του με τους κομμουνιστές. H «μυστική» επάνοδος του

Γεωργίου Γρίβα – ηγέτη της εθνικοαπελευθερωτικής ΕΟΚΑ την περίοδο 1955-59 –

στην Κύπρο τον Σεπτέμβριο του 1971 για να ιδρύσει την εγκληματική ΕΟΚΑ B’ και

να αρχίσει την ένοπλη τρομοκρατική δραστηριότητα κατά του Μακαρίου με στόχο να

τον σκοτώσει ή να τον ανατρέψει, έγινε με τις ευλογίες της ενωτικής πτέρυγας

της χούντας. «Κάποια στιγμή ρώτησα τον Μακάριο, «τι θέλει ο Γρίβας, εκτός από

την ένωση;», και ο Μακάριος απάντησε, «Θέλει να με σκοτώσει», έχοντας

συνειδητοποιήσει ότι ο Γρίβας ήταν δημιούργημα της χούντας στην Αθήνα»,

σημειώνει ο Ρόμπερτ Μακλόσκι (Robert J. McCloskey), πρέσβης στη

Λευκωσία την περίοδο εκείνη (1973-74).

ΜΠΑΡΙΝΓΚΤΟΝ ΚΙΝΓΚ

Θεωρούσαμε Νάσερ τον Μακάριο

Τα συναισθήματα των Αμερικανών διπλωματών για τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο ήταν

ανάμεικτα: για άλλους ήταν «κόκκινο πανί» και τον αντιμετώπιζαν με αντιπάθεια

και αποστροφή για την αδέσμευτη εξωτερική πολιτική του και άλλοι θαύμαζαν τις

πολιτικές του ικανότητες: «Έτρεφα κάποιου είδους σεβασμό για την παράξενη

ικανότητά του να κάνει τα πράγματα όπως ήθελε και όχι και πολύ σεβασμό για τα

κίνητρά του και για το τι σκάρωνε. Νομίζω ότι είχαμε την τάση να θεωρούμε τον

Αρχιεπίσκοπο Μακάριο λίγο σαν τον Νάσερ: ότι ήταν εν δυνάμει κακή επιρροή για

κάποιους γείτονες… Επίσης είχαμε το ίδιο πρόβλημα, ότι έπαιρνε όπλα απ’ τη

Σοβιετική Ένωση και είχε διάφορες άλλες διασυνδέσεις μαζί τους, ενώ ανεχόταν

και ενθάρρυνε το Κομμουνιστικό Κόμμα (σ.σ. το ΑΚΕΛ), διασφαλίζοντας πάντα ότι

δεν θα έπαιρνε εκλογική πλειοψηφία», λέει ο Μπάρινγκτον Κινγκ (Barrington

King), πολιτικός σύμβουλος στην πρεσβεία της Λευκωσίας (1964-1967).

Αν η Τουρκία και η Ελλάδα, δύο σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών στο ΝΑΤΟ,

εμπλέκονταν σε παιχνίδια πολέμου στην Κύπρο, όπως λέει ο Μπάρινγκτον Κινγκ, η

αμερικανική στάση θα ήταν «να προσπαθήσουμε να έχουμε καλές σχέσεις και με τις

δύο χώρες». Ωστόσο, οι καλές σχέσεις με την Κύπρο δεν φαίνεται να απασχόλησαν

ποτέ τους Αμερικανούς: «Δεν νομίζω ότι οι καλές σχέσεις με την Κύπρο θα ήταν

σημαντικές για μας, αλλά οι καλές σχέσεις με την Ελλάδα, ναι. Τελικά, όμως, η

Τουρκία ήταν πιο σημαντική για μας απ’ την Ελλάδα».

ΛΙΝΤΣΕΪ ΓΚΡΑΝΤ

Οι Τούρκοι είχαν κινητοποιήσει τη Μεραρχία «Τζένγκινς Χαν»

Στις 15 Ιουλίου σημειώθηκε το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου απ’ τις

ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην Κύπρο και την Εθνική

Φρουρά του νησιού, στελεχωμένη και ελεγχομένη από Ελλαδίτες αξιωματικούς.

«Έγινε νωρίς το πρωί. Θυμάμαι ότι διάβασα ένα τηλεγράφημα που έλεγε,

«νομίζουμε ότι θα προσπαθήσουν να σκοτώσουν τον Μακάριο». Το γράφαμε στην

περίληψη του τηλεγραφήματος. Ο πρέσβης, που μόλις είχε έρθει στην πρεσβεία,

είπε, «δεν μπορούμε να πούμε ότι θα σκοτώσουν έναν επικεφαλής ξένου κράτους,

έτσι, στην περίληψη». Έτσι το βγάλαμε απ’ την περίληψη και το βάλαμε στο κύριο

σώμα του τηλεγραφήματος. Αλλά ήταν σαφές πόσο γρήγορα προχωρούσε το πράγμα.

Ένας διοικητικός υπάλληλος που έμενε κοντά στο Προεδρικό Μέγαρο, τηλεφώνησε

και είπε ότι τανκς κινούνταν προς τα εκεί. Μάθαμε αργότερα από τον βοηθό του

Μακάριου ότι ο υπασπιστής του εμφανίστηκε και του είπε ότι έπρεπε να φύγουν. Ο

Μακάριος γύρισε και χαιρέτισε εκείνο τον τύπο, περπάτησε στο γρασίδι και μπήκε

στο αυτοκίνητο που περίμενε πίσω και αργότερα απογειώθηκε όπως μάθαμε από την

βρετανική στρατιωτική βάση. Αλλά ακόμη και το μέρος όπου πιθανόν να βρισκόταν

ήταν άγνωστο για πολύ καιρό. Μετά μας το είπαν οι Βρετανοί», θυμάται ο Λίντσεϊ

Γκραντ (Lindsay Grant), αναπληρωτής επιτετραμμένος στη Λευκωσία

(1972-1974).

Οι διπλωμάτες της Λευκωσίας, λέει ο Γκραντ, από την άνοιξη προσπαθούσαν να

πείσουν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να «μαστιγώσει» τον Χένρι Τάσκα για να

προειδοποιήσει την Αθήνα ότι το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου θα άνοιγε το

κουτί της Πανδώρας… «Πρέπει να πείτε στους Έλληνες ότι αν κάνουν κάτι

τέτοιο, οι Τούρκοι θα αποφασίσουν να κινηθούν και δεν υπάρχει τρόπος να τους

ελέγξουμε», είπαμε στον Τάσκα. Αλλά εκείνος δεν θα έλεγε ποτέ κάτι τέτοιο.

Μόνο ο σταθμάρχης της CIA έκανε μια νύξη».

Οι τουρκικές κινήσεις

Οι πληροφορίες για την κατάσταση που διαμορφωνόταν στην Κύπρο καταγράφονταν

απ’ τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και διαβιβάζονταν στην ηγεσία του

Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας που διοικούσε ο

Κίσινγκερ. Οι Αμερικανοί λάμβαναν αναφορές που έλεγαν ότι οι Τούρκοι θα μπουν

μέσα στο νησί. «Είχαμε πολλές πληροφορίες από τις μυστικές υπηρεσίες για το τι

σχεδίαζαν οι Τούρκοι, αλλά ποτέ δεν μπορείς να είσαι 100% σίγουρος. Υπήρχε ένα

μήνυμα που έλεγε, «οι Τούρκοι κινητοποιούνται και χρησιμοποιούν τη μεραρχία

Τζένγκις Χαν. Αυτοί οι τύποι είναι πανύψηλοι, αγράμματοι και μισούν τους

Έλληνες. Είναι αγριάνθρωποι»».

ΟΥΙΛΙΑΜ ΚΡΟΦΟΡΝΤ

Οι συνταγματάρχες μάς διαβεβαίωναν ότι δεν θα παρέμβουν

Ο Γεώργιος Γρίβας πεθαίνει τον Ιανουάριο του 1974 και η χούντα αναλαμβάνει και

τυπικά την αρχηγία της ΕΟΚΑ B’. Ταυτόχρονα, ο Νίκος Σαμψών, ο

αρχιπραξικοπηματίας της Κύπρου κάνει αισθητή την παρουσία του και στην Ελλάδα

και στην Κύπρο. Στα τέλη Ιουνίου του ’74 ο Ιωαννίδης εξασφάλιζε τη συγκατάθεση

για πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου των τυπικών ηγετών του στρατιωτικού

καθεστώτος, του προέδρου Φαίδωνα Γκιζίκη, του πρωθυπουργού Αδαμάντιου

Ανδρουτσόπουλου και του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγού Μπονάνου.

Νωρίτερα, ωστόσο, όπως λέει ο Ουίλιαμ Κρόφορντ (William R. Crawford Jr),

αναπληρωτής επιτετραμμένος στη Λευκωσία (1968-1972), είχε παραπλανήσει

τους Αμερικανούς διπλωμάτες διαβεβαιώνοντάς τους ότι δεν επίκειτο ανατροπή του

Μακαρίου:

«Κάποια στιγμή, όταν πήγα στην Αθήνα με αυτά που θεωρούσα αποδείξεις για το

ότι οι Έλληνες έπαιζαν παιχνίδια με την Κύπρο και θα τα τίναζαν όλα στον αέρα,

ο σταθμάρχης της CIA στην Αθήνα, Τζιμ Ποτς, μου είπε ότι αυτό ήταν αδύνατο.

Διαφωνούσε μαζί μου: αυτοί οι άνθρωποι ήταν φίλοι μαζί με τους οποίους είχαμε

δουλέψει για τριάντα χρόνια και δεν θα έκαναν ποτέ κάτι τόσο ανόητο. Αυτό ήταν

εντελώς αντιφατικό με μια δραματική συζήτηση που είχα με τον Έλληνα πρέσβη,

τον Παναγιωτάκο, ο οποίος είχε στενές σχέσεις με τη χούντα. Είπε, «κ. Κρόφορντ

σας τηλεφωνώ επειδή είστε αντιπρόσωπος μιας συμμαχικής μας χώρας. Θέλω να

γνωρίζετε κάποιες σημαντικές εξελίξεις. Σήμερα είπαμε στον Αρχιεπίσκοπο

Μακάριο ότι πρέπει να φύγει απ’ την Κύπρο». Του είπα, «κ. πρέσβη, κι αν δεν

ακολουθήσει τη συμβουλή σας;». Είπε, «τότε ο λαός της Κύπρου ξέρει το καθήκον

του».

ΟΥΕΛΣ ΣΤΑΜΠΛΕΡ

«Ήμασταν θλιβερά απροετοίμαστοι»

H ασυνεννοησία μεταξύ των πρεσβειών δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα που

αντιμετώπιζε η γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ εκείνη την εποχή. Τον

Ιούλιο του 1974 η Κύπρος, που ανήκε στο Γραφείο Εγγύς Ανατολής πέρασε στην

αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Γραφείου, το οποίο «είχε άλλα πράγματα να σκεφτεί».

«H Κύπρος τους φαινόταν μια μικρή απομακρυσμένη χώρα. Μας ζήτησαν να κάνουμε

σχέδια ανάγκης σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι, αλλά φυσικά κανένας δεν έδινε

σημασία σε ένα θεωρητικό σχέδιο. Ως κυβέρνηση ήμασταν θλιβερά απροετοίμαστοι

μ’ ένα νέο γραφείο που προσπαθούσε να χειριστεί ένα τέτοιο θέμα. Φυσικά, ο

Χένρι Κίσινγκερ εμφανίστηκε στη σκηνή, όταν η φούσκα έσκασε και οι Τούρκοι

έκαναν εισβολή στο νησί», λέει ο Λίντσεϊ Γκραντ.

Όπως διαβεβαιώνει ο Ουέλς Στάμπλερ (Wells Stabler), υφυπουργός

Εξωτερικών για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις (1973-1974), «πολλοί λίγοι από μας

τότε σ’ αυτό το γραφείο είχαν ικανές γνώσεις για το τι συνέβαινε στην Ελλάδα

και την Τουρκία, εκτός από τα θέματα που είχαν σχέση με το ΝΑΤΟ. Τα

περιφερειακά ζητήματα βέβαια, δεν ήταν της δικαιοδοσίας του γραφείου κι αυτό

ήταν έκπληξη. H αφομοίωση των αξιωματούχων που χειρίζονταν τα ελληνικά και τα

τουρκικά πράγματα πραγματοποιήθηκε στο Γραφείο μας κι εγώ που είχα πείρα

κυρίως στα δυτικοευρωπαϊκά και κεντροευρωπαϊκά πράγματα, ανέλαβα ξαφνικά την

Ελλάδα, την Τουρκία και την Κύπρο».

Επιμέλεια αφιερώματος: Αριστοτελία Πελώνη Επιμέλεια ύλης: Χρήστος

Λιάλιος