H ιστορία βρίθει παραδειγμάτων απόστασης – έως και τραγικής – της θεωρίας από

την πράξη. Οι τελευταίες ενέργειες του Γ. Παπανδρέου μπορεί να αναδιατάσσουν

το πολιτικό σκηνικό, αλλά φαίνεται να υπακούουν σ’ αυτόν τον κανόνα και

μάλιστα στα ακρότατα όριά του.

Στη δεκαετία του ’90 ορισμένοι – λίγοι είναι αλήθεια – είχαμε υποστηρίξει

επανειλημμένα και με επιμονή πως δίπλα στις παραδοσιακές, κάθετες

διαχωριστικές γραμμές (Αριστερά – Δεξιά), αναπτύσσονται και άλλες που τέμνουν

οριζόντια το πολιτικό φάσμα. Αφορμή γι’ αυτή την άποψη ήταν η απόπειρα να

γίνει ο εθνικισμός «μαμή» της δεύτερης μεταπολίτευσης και οι συγκρούσεις για

την εξωτερική πολιτική, τον διεθνή και, ιδιαίτερα, τον ευρωπαϊκό

προσανατολισμό της χώρας.

Δεν υποστηριζόταν, βέβαια, πως αυτές οι οριζόντιες διαχωριστικές γραμμές

αντικαθιστούσαν, πλέον, τη διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς, αλλά πως τη

μετασχημάτιζαν, αναδιαμορφώνοντας, παράλληλα, τις πιθανές συγκλίσεις και

συνεργασίες.

Ακριβώς αυτό, όμως, την εξαΰλωση αν όχι την κατάργηση της διάκρισης Αριστεράς

– Δεξιάς, φαίνεται να υπηρετούν οι κινήσεις και η παρουσία του Γ. Παπανδρέου.

Δεν είναι μόνο η «διεύρυνση» με τον τρόπο που παρουσιάστηκε και υποστηρίχθηκε,

ως δημιουργία της dream team των «ανήσυχων πνευμάτων»! Είναι, επιπλέον, η

άρνησή του να τοποθετήσει εαυτόν στη δεκαβάθμια κλίμακα Αριστεράς – Δεξιάς

κατά την τηλεοπτική του συνέντευξη, επειδή, όπως είπε (καραμανλικώ τω τρόπω)

πρέπει «να ξεφύγουμε από τις ταμπέλες», η υπερχρησιμοποίηση του νεφελώδους

όρου «δημοκρατική παράταξη», ο ασαφής και light πολιτικός λόγος κ.ο.κ.

H απόσταση, λοιπόν, των κινήσεων Γ. Παπανδρέου από τους προβληματισμούς της

δεκαετίας του ’90 είναι εμφανής. Γίνεται δε ακόμα μεγαλύτερη σε σχέση με

διεργασίες της τρέχουσας δεκαετίας. Διεργασίες διεθνείς οι οποίες ανιχνεύουν

νέες ισορροπίες ριζοσπαστισμού και μετριοπάθειας για τις δυνάμεις της

ευρύτερης Αριστεράς και Κεντροαριστεράς και, ταυτόχρονα, επαναοριοθετούν τη

διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς και προόδου – συντήρησης, με βάση και τη στάση

έναντι του φονταμενταλιστικού αμερικανικού συντηρητισμού της ηγεσίας Μπους.

Υπάρχει κι ένα δεύτερο παράδειγμα μέγιστης απόστασης θεωρίας και πράξης. Το

’96, μετά την άνοδο Σημίτη, λίγοι – και πάλι – είχαμε υποστηρίξει εξ αριστερών

την παρακολουθηματική ιδέα του εκσυγχρονισμού, την Κεντροαριστερά. Τονίζαμε

πως αυτό δεν σήμαινε την «κεντροποίηση» της Αριστεράς, αλλά «τη δημιουργία

μιας ευρείας και πολυφωνικής παράταξης, η οποία θα περικλείει δυνάμεις με

διαφορετικές ταυτότητες, ιστορίες και προελεύσεις, οι οποίες θα εκτείνονται

από την ανανεωτική Αριστερά μέχρι το μεταρρυθμιστικό Κέντρο και τον

φιλελεύθερο εκσυγχρονισμό, με ένα ανανεωμένο ΠΑΣΟΚ στον κεντρικό ρόλο».

Μήπως, λοιπόν, με οκτώ χρόνια καθυστέρηση, ο Γ. Παπανδρέου υλοποιεί, έστω και

προεκλογικά, εκείνη την ιδέα; H απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική.

Κατ’ αρχάς τώρα, ο προσδιορισμός του σχήματος γίνεται με τον θολό, ασαφή και

πολλαπλά προβληματικά όρο «δημοκρατική παράταξη», αλλαγή που, σίγουρα,

σημαίνει πολλά.

Κατά δεύτερον, ο όρος παράταξη είναι, μέχρι στιγμής, σχήμα λόγου. Δεν σημαίνει

κάτι παραπάνω – σε επίπεδο ταυτότητας, διάρθρωσης, οργάνωσης, συνιστωσών

κ.ο.κ. – από μια ρητορική που απλώς «κρύβει» το ΠΑΣΟΚ και νομιμοποιεί τις

συνεργασίες.

Κατά τρίτον, η περί ης ο λόγος παράταξη δεν έχει σπονδυλική στήλη. Δεν υπάρχει

«ένα ανανεωμένο ΠΑΣΟΚ στον κεντρικό ρόλο» ούτε ένα διάδοχο πολιτικό σχήμα με

σύγχρονη αλλά ισχυρή ταυτότητα δημοκρατικού σοσιαλισμού. Το ΠΑΣΟΚ, μετά την

επιστροφή του στους γενέθλιους μύθους, βρίσκεται σε φάση εξάχνωσης, όπως

υποδήλωσε το βουβό Συνέδριό του και η λαϊκίστικη εκλογή του Γ. Παπανδρέου.

Επιπλέον, λείπει η ραχοκοκαλιά που δίνει σ’ ένα κόμμα και μια παράταξη η

ηγεσία. Γιατί στη θέση του ευρωπαϊστή και εκσυγχρονιστή K. Σημίτη με τον

τυπικό σοσιαλδημοκρατικό λόγο, υπάρχει το αβαθές, light και μεταμοντέρνο

στίγμα του Γ. Παπανδρέου.

Κατά τέταρτον, απουσιάζει από τον σκελετό του σχήματος η Αριστερά, παρ’ ότι

υπάρχουν αριστεροί. Λείπει, δηλαδή, η ανανεωτική Αριστερά ως οργανωμένη και

συλλογική συνιστώσα με την ταυτότητα και την ιστορία της, η ουσιαστική

αποτίμηση της πορείας και των σχέσεών της με το ΠΑΣΟΚ, ο κοινός σχεδιασμός του

μέλλοντος. Και την έλλειψη αυτή δεν μπορούν να καλύψουν προσωπικές

προσχωρήσεις, ιδίως στις περιπτώσεις που συνοδεύονται από συμπεριφορές που

θίγουν ευαισθησίες.

Κατά πέμπτον, το «φιλελεύθερο άνοιγμα» ήταν αιφνιδιαστικό, με αποτέλεσμα από

τη μια να μειώνεται η αξιοπιστία του κι από την άλλη να λειτουργεί, μέχρι

στιγμής, αποδιαρθρωτικά για το κοινό του ΠΑΣΟΚ αλλά και επικαθοριστικά στο όλο

εγχείρημα. Κι αυτό ήταν φυσιολογικό. Ο διάλογος σοσιαλισμού και

φιλελευθερισμού, αριστερών και φιλελεύθερων, σε άλλες περιπτώσεις, είναι ένας

βαθύς ιδεολογικός, πολιτικός και προγραμματικός διάλογος κι όχι μια άψε-σβήσε

συνεργασία. Έπειτα το ΠΑΣΟΚ είχε αναγορεύσει όλα τα προηγούμενα χρόνια τον

φιλελευθερισμό σε… μάγισσα που πρέπει να καεί στην πυρά ενώ η – υποτιθέμενη

– εφαρμοσμένη εμπειρία του το ’90-’93 ήταν γι’ αυτό το απόλυτο κακό και το

μείζον επιχείρημά του από το ’93 και εντεύθεν. Υπήρξε για όλα αυτά κάποια

ουσιαστική κριτική αποτίμηση;

Ακόμα, λοιπόν, κι αν προς στιγμήν παραβλέψουμε πως η ατζέντα των αρχών του

21ου αιώνα δεν είναι ίδια μ’ αυτήν του ’96, η… πράξη του Γ. Παπανδρέου

απέχει πολύ ακόμα και από τις… θεωρίες εκείνης της εποχής.

Συνολικά, οι τελευταίες ενέργειες του νέου προέδρου του ΠΑΣΟΚ δεν μοιάζουν να

υπηρετούν ένα νέο και ισχυρό μεταρρυθμιστικό σχέδιο με προγραμματική πυκνότητα

και συνοχή. Κινδυνεύουν να είναι ένα ραντεβού στα τυφλά.