Μια σειρά από γεγονότα του τελευταίου διαστήματος μετέτρεψαν σε ευρύτερα

αντιληπτή εξέλιξη τον κατακερματισμό του χώρου της μεταρρυθμιστικής

ανανεωτικής Αριστεράς.

Οι διαφαινόμενες προεκλογικές συνεργασίες του Συνασπισμού, οι αντιπαραθέσεις

και η κρίση που γεννούν στο εσωτερικό του, η αποχώρηση της Μαρίας Δαμανάκη, η

διάσπαση της AEKA, είναι γεγονότα τα οποία κατέστησαν αδιαμφισβήτητη την

εκτίμηση περί κατακερματισμού.

Όμως, θα ήταν λάθος αν η εξέλιξη αποδιδόταν αποκλειστικά στα τελευταία

«επεισόδια» κι αν χανόταν από τα μάτια μας η πορεία που οδήγησε ώς εδώ.

Άλλωστε, καθώς βρισκόμαστε στο τέλος ενός πολιτικού και ιστορικού κύκλου,

είναι αναπόφευκτη η επανεκτίμηση του παρελθόντος. Στο κάτω κάτω κάθε νέα εποχή

θέτει νέα ερωτήματα στο παρελθόν που την παρήγαγε.

H προσφορά, λοιπόν, της ιστορικής ανανεωτικής Αριστεράς στην ελληνική εξέλιξη,

παρά τις δυσχέρειες εξαιτίας της «μήτρας προέλευσής» της, είναι, πλέον,

πανθομολογούμενη. H δημοκρατία, ο μεταρρυθμισμός, ο ευρωπαϊσμός, η αυτονομία,

η κριτική σκέψη, μαζί με μια αντίληψη για την πολιτική ως ανιδιοτελούς

προσφοράς με αίσθηση ευρύτερης ευθύνης, την οριοθετούν με λίγες λέξεις.

H προσφορά αυτή αποκτά ευρύτερη σημασία αν συνυπολογισθεί η στάση κατά τη

μεταπολιτευτική περίοδο των άλλων ρευμάτων της Αριστεράς, με την εξαίρεση

μικρότερων αντιδογματικών σχηματισμών. Κι αυτό, ίσως, εξηγεί γιατί όσοι

θήτευσαν σ’ αυτόν τον χώρο, όχι μόνο δεν μετάνιωσαν αλλά αισθάνονται

περήφανοι, παρά τα μικρά μεγέθη που κατέγραψαν οι φορείς του.

H δημιουργία του Συνασπισμού υπήρξε ένας πρώτος κόμβος στην πορεία της.

Συμμάχησαν, με αμφίβολης ποιότητας πολιτικές στοχεύσεις, KKE και EAP, δηλαδή

σχήματα με άκρως ασύμβατες στρατηγικές και φυσιογνωμίες. Σε μικρό διάστημα το

KKE διασπάσθηκε και ο Συνασπισμός εξελίχθηκε σε ενιαίο κόμμα. Με δεδομένο,

όμως, το «κέλυφος» του ΣΥΝ η ρήξη στο KKE δεν έλαβε πολύ βαθιά

πολιτικοϊδεολογική διάσταση, ενώ, στη συνέχεια, η ιστορική ηγεσία του

ανανεωτικού ρεύματος του KKE, εν πολλοίς, αδρανοποιήθηκε.

Όλα αυτά συνετέλεσαν να προκύψει, στη θέση της ιστορικής ανανεωτικής

Αριστεράς, ένα κόμμα-υβρίδιο της ιστορικής Αριστεράς, χωρίς αυτογνωσία,

ιστορικότητα και αυθεντική συζήτηση γέννησης. Σ’ αυτό το υβρίδιο οι μετέπειτα

εξελίξεις πρόσθεσαν επικαθοριστικά και το στοιχείο του πολιτικού τακτικισμού,

που ήταν ξένο με την παράδοση του χώρου.

Ο δεύτερος σημαντικός κόμβος είναι η άρνηση του Συνασπισμού το ’96 στο

«άνοιγμα Σημίτη». Ενώ έμοιαζε να δικαιώνεται η κριτική που είχε ασκήσει σε

προηγούμενες φάσεις η ιστορική ανανεωτική Αριστερά κι ενώ ο K. Σημίτης

βαλλόταν εκ των ένδον ότι «ακολουθεί πολιτική KKE ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ», η άρνηση της

πλειοψηφίας του ΣΥΝ οδήγησε σε μια μεγάλη «χαμένη ευκαιρία». Τόσο για να

γυρίσει σελίδα στις σχέσεις ΠΑΣΟΚ – ανανεωτικής Αριστεράς όσο και για ν’

αποκτήσει η νέα φάση εκφραστή «από τα αριστερά» και συγκεκριμένα οργανικά

χαρακτηριστικά.

Ακόμα χειρότερα, η «άρνηση του ’96» μετατράπηκε, εν συνεχεία, σε μετωπική

αντιπολίτευση, με ιδεολογική υποστύλωση που ταίριαζε στη μετεξέλιξη του ΣΥΝ σε

υβρίδιο της παραδοσιακής Αριστεράς και με κινούν αίτιο τον – δύσκολα

αποκρυπτόμενο – πολιτικό τακτικισμό.

Αυτή η πορεία παρήγαγε τον χώρο της μεταρρυθμιστικής ανανεωτικής Αριστεράς

(MET.A.A.), ως αποτέλεσμα της συνύπαρξης, ανασύνθεσης και αναμόχλευσης της

ιστορικής ανανεωτικής Αριστεράς με ρεύματα, τάσεις και πρόσωπα στο πλαίσιο του

ΣΥΝ – αλλά, μετά το ’96, και ευρύτερα. Αυτή η πορεία, όμως, με τις

συνακόλουθες διαψεύσεις, εντάσεις και κρίσεις παρήγαγε, παράλληλα, και τον

σημερινό κατακερματισμό του χώρου, που είτε παραμένει στον ΣΥΝ είτε, ένα

μικρότερο τμήμα του, στο ΠΑΣΟΚ είτε, το διαρκώς μεγαλύτερο, στον «ενδιάμεσο»

χώρο, ως επί το πλείστον, ανένταχτο. Είναι, λοιπόν, η συνολική πορεία που

εξηγεί την εξέλιξη κι όχι τα τελευταία γεγονότα ή κάποιος «κεραυνός εν

αιθρία».

Μήπως η κραυγαλέα, πλέον, επιβεβαίωση του κατακερματισμού υποδηλώνει πως ήρθε

η ώρα να ξεκινήσουν διαδικασίες για την άρση του; H θετική απάντηση δεν

εξαρτάται από νοσταλγικές διαθέσεις για reunion (επανένωση), αλλά από τον

βαθμό αναγκαιότητας και χρησιμότητας του χώρου στην πολιτική ζωή.

H απάντηση, ως εκ τούτου, εμπλέκεται με το κλείσιμο του πολιτικού και

ιστορικού κύκλου. H ιστορική προσφορά της οκταετίας Σημίτη είναι δεδομένη.

Δεδομένο, όμως, είναι και το μείζον πρόβλημά της, δηλαδή αυτό που αποκλήθηκε

«ελάχιστος μεταρρυθμισμός» και έκανε τον εκσυγχρονισμό να μοιάζει περισσότερο

με προσαρμογή παρά με ριζική μεταρρύθμιση οικεία βουλήσει και στη βάση ενός

πρωτοβουλιακού σχεδίου.

Έτσι, η αποκατάσταση της «χαμένης τιμής του μεταρρυθμισμού» μετατρέπεται σε

σημείο-κλειδί για τον προοδευτικό χώρο και την Κεντροαριστερά την επόμενη

ιστορική περίοδο, ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος. Ο χώρος της

μεταρρυθμιστικής ανανεωτικής Αριστεράς, με βάση την παράδοση και τα

χαρακτηριστικά του, είναι – θα λέγαμε εξ ορισμού – δύναμη ισχυρού αριστερού

μεταρρυθμισμού. Ακόμα κι αν άλλα χαρακτηριστικά της ταυτότητάς του έχουν

διαχυθεί ευρύτερα, αυτό εξακολουθεί να αποτελεί ιδιαίτερο γνώρισμα. Ως εκ

τούτου η ύπαρξη και παρέμβασή του δεν αποτελεί «νοσταλγική καθήλωση» αλλά

ευρύτερη αναγκαιότητα.

Μετά τον κατακερματισμό, λοιπόν, ήρθε η ώρα για την άρση του και την

ανασύνταξη της MET.A.A. Όχι για να ικανοποιηθούν κάποια πρόσωπα, εξάλλου οι

πολίτες δεν τείνουν, πλέον, ευήκοον ους σ’ όσους βλέπουν την πολιτική όπως την

καριέρα σε οποιοδήποτε επάγγελμα. Αλλά για να υπηρετηθούν συλλογικές

υποθέσεις, πράγμα που σημαίνει υποταγή σε αυτές προσωπικών στρατηγικών και

επιστροφή στην «αντίληψη για την πολιτική ως ανιδιοτελούς προσφοράς με αίσθηση

ευρύτερης ευθύνης».

Μόνο αν υπάρξουν αυτά τα τελευταία, άλλωστε, θα επιτευχθεί και η άρση του

κατακερματισμού.