To παιχνίδι λέγεται και credit card roulette – κάτι σαν… πιστωτικής κάρτας

ρουλέτα – και αποκτά «φαν» σε όλο τον κόσμο. Παίζεται κάπως έτσι: είσαι μαζί

με την παρέα σου, τους υπόλοιπους δηλαδή παίκτες, σε ένα ωραίο εστιατόριο,

κατά προτίμηση κάποιο από αυτά της μόδας, δοκιμάσεις τη μιλφέιγ μελιτζάνας,

κοτόπουλο με μπίρα ή ταϊλανδέζικες νοστιμιές και μόλις ο σερβιτόρος φτάσει στο

τραπέζι με τον λογαριασμό, εσύ και οι άλλοι «παίκτες» ρίχνετε τις πιστωτικές

σας κάρτες στον δίσκο και περιμένετε τον σερβιτόρο να διαλέξει. Στην τύχη. Ο

«τυχερός» κάνει το τραπέζι στους άλλους. Βέβαια, προϋπόθεση του παιχνιδιού

είναι ο σερβιτόρος να μην έχει καμιά σχέση με τους συνδαιτυμόνες και σε αυτό

βοηθάει το εστιατόριο όπου θα παιχτεί η ρουλέτα να μην έχει προαποφασιστεί.

Για καλό και για κακό, τσέκαρε το υπόλοιπο της κάρτας και μην πας με τελείως

άδειο στομάχι.

Αλλά υπάρχουν και άλλα παιχνίδια που προσφέρει αυτόν τον καιρό το κοκτέιλ

φαντασίας και «εικονικού» ευρώ. Παίζεται με έναν ή δύο παίκτες, ως εξής:

Παίρνεις 20, 40, 50 ευρώ από αυτά που (λέει ο λόγος) περισσεύουν και τα

κρύβεις σε τσέπες. Ενός μπουφάν που περιμένει την ώρα του να κληθεί στις

επάλξεις, ενός σακακιού, ενός αδιάβροχου – ακόμη και στην εσωτερική τσεπούλα

της καμπαρτίνας που δεν πολυφοράς, γιατί νομίζεις πως δεν σε κολακεύει. Μετά

τα ξεχνάς. Κάποια στιγμή που θα θυμηθείς στην ντουλάπα εκείνη την

καμπαρντινούλα που δεν πολυφοράς – έκπληξη – ιδού τα ευρώ. Που τα χρειάζεσαι

εκείνη τη στιγμή περισσότερο από ποτέ. Σαν κάποιος που σε αγαπάει να διάβασε

τη σκέψη σου, γιατί στο παιχνίδι αυτό κερδίζεις πάντα (ανεξάρτητα από το σκορ)

είτε παίζεις μόνος είτε είναι ο άλλος παίκτης που θα κρύψει τα ευρώ κι εσύ θα

τα ψάξεις. Εξασφαλισμένη η χαρά του νικητή. Και τα ευρω-παιχνίδια

πολλαπλασιάζονται και κερδίζουν οπαδούς, εξελίσσονται στο νέο σουξέ της πόλης

– μιας Μονόπολης με πολύ χαρτί και λίγη αξία – βάλτε όλα τα λεφτά στη

φαντασία. Αν δεν κερδίζει και αυτή, χαθήκαμε.