«Πώς θα αντιμετωπίζατε εσείς μια απεργία των ανθρακωρύχων;» ρώτησε με

ενδιαφέρον η Έλινορ Ρούσβελτ την υψηλή προσκεκλημένη του προεδρικού ζεύγους

στον Λευκό Οίκο. Αγέρωχη, σιωπηλή, η Μαντάμ Τσανγκ χάραξε με το νύχι της μια

γραμμή στον λαιμό της. «Αυτή η γυναίκα μιλάει πολύ όμορφα για τη δημοκρατία»,

θα σχολίαζε αργότερα η κ. Ρούσβελτ. «Δεν ξέρει όμως να τη ζήσει».

H Μαντάμ Τσανγκ (δεξιά) με την Έλινορ Ρούσβελτ, σε μια από τις επισκέψεις της

στις Ηνωμένες Πολιτείες

H Μαντάμ Τσανγκ Κάι-σεκ, που πέθανε την Πέμπτη το βράδυ στη Νέα Υόρκη σε

ηλικία 106 ετών, δεν άφηνε αδιάφορο κανέναν από εκείνους που τη συναντούσαν.

Καθώς ο σύζυγός της, ο εθνικιστής ηγέτης της Κίνας Τσανγκ Κάι-σεκ, δεν μιλούσε

σχεδόν καθόλου αγγλικά, είχε αναλάβει εκείνη τις «δημόσιες σχέσεις» της

κυβέρνησης. Στην Αμερική ταξίδευε συχνά. H πιο γνωστή δημόσια εμφάνισή της

ήταν το 1943, όταν εκφώνησε σε άπταιστα αγγλικά λόγο στο αμερικανικό Κογκρέσο.

Ντυμένη με το παραδοσιακό μαύρο κινεζικό φόρεμα, η Μαντάμ Τσανγκ προσπάθησε να

πείσει το Κογκρέσο ότι η νίκη επί της Ιαπωνίας ήταν σημαντικότερη από την

ανακοπή των Γερμανών και ότι οι αμερικανικές δυνάμεις έπρεπε να επικεντρώσουν

τις προσπάθειές τους στην καταπολέμηση των Ιαπώνων στην Κίνα.

H οικογένεια. H Μαντάμ Τσανγκ ήταν το πιο διάσημο μέλος μιας από τις

σημαντικότερες οικογένειες της Κίνας, των Σουνγκ, που δέσποσαν στην πολιτική

και οικονομική ζωή της χώρας το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Ο πατέρας της, ο

Τσάρλι Σουνγκ, σάλπαρε σε ηλικία 12 ετών για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου τον

«υιοθέτησαν» Μεθοδιστές και τον προσηλύτισαν στο χριστιανισμό με την ελπίδα

όταν επιστρέψει να διαδώσει τη διδασκαλία του Ιησού στην Κίνα. Επιστρέφοντας

στη Σαγκάη το 1886, ο Σουνγκ έκανε δύο πράγματα. Τύπωνε Βίβλους, χάρις στις

οποίες έβγαλε μια περιουσία. Και τύπωνε προκηρύξεις για τον ηγέτη της

εθνικιστικής επανάστασης, τον Σουν Γιατ-Σεν, ο οποίος ανέτρεψε τον τελευταίο

αυτοκράτορα της Κίνας και την Πρωτοχρονιά του 1912 έγινε ο πρώτος πρόεδρος της

χώρας.

H Σουνγκ Μέι-λινγκ (όπως ήταν το πραγματικό όνομα της Μαντάμ Τσανγκ) γεννήθηκε

το 1898 στο νησί Χαϊνάν της Νότιας Κίνας. H ανατροφή της όμως ήταν δυτική:

τόσο εκείνη όσο και οι δύο αδελφές της σπούδασαν στην Αμερική, σε μια εποχή

μάλιστα που η εκπαίδευση στο εξωτερικό ήταν αποκλειστικό προνόμιο των ανδρών.

«Το μόνο ανατολικό πάνω μου είναι το πρόσωπό μου», είπε κάποτε.

Άνοδος και πτώση. H άνοδός της στην εξουσία ξεκίνησε το 1927, όταν

παντρεύτηκε τον Τσανγκ Κάι-σεκ, που έναν χρόνο νωρίτερα είχε αναλάβει την

ηγεσία του Εθνικιστικού Κόμματος. Ήταν μια πολύ δυναμική γυναίκα, και έφτασε

να αναλάβει τη διοίκηση της κινεζικής αεροπορίας – αν και έπασχε από ναυτία.

Ήταν επίσης η εκπρόσωπος του συζύγου της στον έξω κόσμο. Μετά την ήττα της

Ιαπωνίας, μετέβη στην Ουάσιγκτον το 1948 για να ζητήσει βοήθεια στον πόλεμο

κατά των κομμουνιστών. Αλλά πολλοί βουλευτές είχαν ήδη κουραστεί από τη

διεφθαρμένη και καταπιεστική κυβέρνηση των Εθνικιστών. Ακολούθησαν κι άλλα

ταξίδια, αλλά το άστρο της είχε αρχίσει πια να σβήνει. Το 1949, οι Εθνικιστές

έχασαν την εξουσία από τους κομμουνιστές του Μάο και διέφυγαν στην Ταϊβάν.

Αργότερα, έγινε γνωστό ότι η οικογένεια Τσανγκ είχε καταχραστεί εκατοντάδες

εκατομμύρια δολάρια αμερικανικής βοήθειας που προορίζονταν για τον πόλεμο.

Στη Νέα Υόρκη. Το 1972, καθώς η υγεία του συζύγου της είχε αρχίσει να

επιδεινώνεται, ο έλεγχος της κυβέρνησης της Ταϊβάν πέρασε σε έναν γιο του από

άλλο γάμο, τον Τσανγκ Τσινγκ-κούο, με τον οποίο η Μαντάμ Τσανγκ δεν τα πήγαινε

καλά. Μετά τον θάνατο του συζύγου της, το 1975, αποφάσισε να μετακομίσει στη

Νέα Υόρκη, όπου έμεινε μέχρι τον θάνατό της. Στα 101α γενέθλιά της, τον Μάρτιο

του 1999, είπε στους επισκέπτες της ότι κάθε πρωί διαβάζει ανελλιπώς τη Βίβλο

και τους «Νιου Γιορκ Τάιμς».