Προχωρά μπροστά μου ανέμελη, λικνίζοντας τη μικρή της τσάντα. Πολύ λίκνισμα,

τέλος πάντων, αυτή η τσάντα. Στην κυλιόμενη σκάλα μού έρχεται μπροστά στα

μάτια ακριβώς, έχω όλο τον χρόνο να μελετήσω. Δεν είναι αυτά τα παριζιάνικα

μοντέλα που κοστίζουν όσο τρεις μισθοί; Ώστε έτσι μικρή μου, σκέφθηκες να

εξαπατήσεις την ενημερωμένη συμπολίτισσά σου. Όμως εγώ σε κατάλαβα, διότι έχω

διαβάσει πολλά περιοδικά στη ζωή μου. «Μαϊμού» είναι η τσάντα σου, στο

πεζοδρόμιο την αγόρασες. Σε περνάω ολόκληρη από κόσκινο, διότι δεν υποπτεύεσαι

ότι η λοιπή σου εμφάνιση σε προδίνει. Αυτές τις τσάντες γι’ αυτό τις φτιάχνουν

τόσο άσχημες, δεν το υποπτεύθηκες; Είναι καθαρά σύμβολα πλούτου, δεν έχουν

τίποτα ωραίο επάνω τους. Μόνο την ενσωματωμένη αγοραστική τους αξία. Τσάντες

για το βουητόν. Βούιξαν τα αυτιά μας πλέον. Χωρίς να το θέλουν όμως βοηθούν

την ανάπτυξη των φτωχών χωρών, τα κέρδη των μεταναστών και την αποστολή

συναλλάγματος στα σπίτια τους. Πώς οργανώνονται οι τριτοκοσμικές βιοτεχνίες

και τις αντιγράφουν με το που λανσάρονται στο Παρίσι; Με έναν μπόγο στην πλάτη

διακινούν το εμπόρευμα που καταλύει τις κοινωνικές τάξεις, τον αγώνα να

ξεχωρίσουν. Φορώντας τις κελεμπίες τους αυτοί, ξεχωριστοί ούτως ή άλλως, μας

προμηθεύουν «μαϊμούδες» ταξικής διαπερατότητας. Νάτοι, με το που βγαίνω από το

Μετρό, έχουν απλώσει την πραμάτεια. Όλες οι φίρμες σε «μαϊμού» απόδοση, ένα

κομμάτι ζούγκλας εκεί δα στις τσιμεντόπλακες. Σαν Ταρζάν που κρεμιέται στα

κλαριά της υπέρβασης, ή μήπως της υπεραξίας, διαλέγω την πιο κραυγαλέα, την

πιο κόκκινη, την πιο χρυσή, την πιο «μαϊμού» από τις «μαϊμούδες». Πώς να

γλιτώσεις την ενημέρωση μιας ζωής;