Μεσόγειος Πόντος. Περιφέρεια Κάβζας.

Το Σουλεϊμάνκιοϊ ήταν ελληνικό χωριό που ανήκε εκκλησιαστικά στη

μητρόπολη Αμασείας. Πριν από την Ανταλλαγή είχε περίπου 450 άτομα.

«Πολλοί την έπαθαν από τους χαφιέδες»

(Μαρτυρία Σταύρου Λαζαρίδη Μικροχώρι Δράμας)

Ελληνόπουλα από την Τραπεζούντα. Οι γονείς τους θανατώθηκαν από τους Τούρκους

Στα 1921 οι Τούρκοι έκαναν καταγραφή όλων των Καισαριωτών της Σαμψούντας.

Βέβαια έγραψαν και μένα, που τότε λεγόμουνα Βασίλης Κεσέογλου (=Σπανός), και

ύστερα από δύο μήνες διέταξαν όλους τους Καισαριώτες να φύγουν στις πατρίδες

τους μέσα σε είκοσι τέσσερεις ώρες. Πράγμα αδύνατο. Πώς να έφευγαν και ν’

άφηναν τα μαγαζιά τους και τις περιουσίες τους;

Οι γυναίκες μας ξεσηκώθηκαν. Μαζεύτηκαν όλες μαζί και με μαύρες σημαίες πήγαν

στο Διοικητήριο, στο Μουτασερίφη και φώναζαν: «Να μας σκοτώσετε εδώ! Δεν

μπορούμε να πάμε στα χωριά μας!».

H ενέργεια αυτή είχε αποτέλεσμα. Δόθηκε εντολή να παραμείνομε. Επί

είκοσι-τριάντα μέρες είμασταν ήσυχοι και νομίζαμε πως το πράγμα ξεχάστηκε.

Έπειτα ξυπνήσαμε ένα πρωί μπλοκαρισμένοι από την αστυνομία. Όποιος έβγαινε για

τη δουλειά του, τον έπιαναν και τον φυλάκιζαν. Τα χάνια, τα ξενοδοχεία, όλα

γέμισαν. Έπιασαν όλους τους άντρες, όχι μόνο τους Καισαριώτες, από δεκαοκτώ ως

εξήντα χρονώ και το ίδιο βράδυ τρεις χιλιάδες περίπου άντρες τους έστειλαν

στην εξορία. Περπάτησαν επτά-οκτώ ώρες κι ύστερα τους κατέβασαν σε μια χαράδρα

και με τα πολυβόλα τους σκότωσαν όλους.

Εγώ σώθηκα χάρις στη γυναίκα μου. Δε με άφησε να βγω εκείνο το πρωί, επειδή

είδε μεγάλη κίνηση στους δρόμους και υποπτεύτηκε κακό. Κάναμε αμέσως μια

κρύπτη στον τοίχο του σπιτιού μας κι έμεινα εκεί μέσα τρεισήμισι μήνες. Τρεις

φορές έγινε έρευνα στο σπίτι μας κατά το διάστημα που κρυβόμουνα, αλλά, δεν

ξέρω, με βοήθησε κι ο Θεός και δε με βρήκανε. H γυναίκα μου έλεγε ότι είχα φύγει.

Στο δικαστήριο μας κατηγορήσανε πως ήμασταν αντάρτες

Ύστερα δόθηκε γενική αμνηστεία. Βγήκα κι εγώ από την κρύπτη και παραδόθηκα. Δε

με άφησαν όμως ελεύθερο, με φυλάκισαν και θα περνούσα στρατοδικείο. H ποινή

ήταν θάνατος: κρέμασμα ή τουφέκισμα.

Με μετέφεραν στις φυλακές της Αμάσειας. Εκεί έπρεπε να δικαστώ. Έμεινα έξι

μήνες φυλακισμένος χωρίς ευτυχώς να γίνει η δίκη μου. Το τι είδαν τα μάτια μου

εκεί δεν λέγεται. Κάθε βράδυ έπαιρναν ανθρώπους από κοντά μας και τους

σκότωναν.

Πολύ κακό ρόλο έπαιζαν οι χαφιέδες, που είχαμε μεταξύ μας και δεν τους ξέραμε.

Μας έκαναν το φίλο, μας έπαιρναν λόγια και τα μετέφεραν στους Τούρκους. Έπειτα

σε καλούσαν και σου έλεγαν πράγματα που δεν είχες πει στην ανάκριση. Πολλοί

άνθρωποι την έπαθαν από τους χαφιέδες.

Τέλος, δόθηκε πάλι αμνηστεία. Όσοι απομείναμε στη φυλακή, εκατόν είκοσι έξι

άντρες, περάσαμε όλοι μαζί από δίκη.

…………..

Στη δίκη, ένα-ένα μας καλούσαν και μας ρωτούσαν που ήμασταν τον καιρό που

κρυβόμασταν. Τα χαρτιά μας γράφουν, μας έλεγαν, πως ήσασταν αντάρτες στα βουνά

και πολεμούσατε το στρατό. Όλοι απαντήσαμε ότι κρυβόμαστε στα σπίτια μας και

δεν πήγαμε αντάρτες. Μας δίκασαν σε εξορία και μας έστειλαν στο Βιτλίς, στο

νομό του Ντιαρμπεκίρ. 5 Δεκεμβρίου του 1921 έγινε η δίκη μας. Το θυμάμαι σαν

τώρα. Είχε ένα χιόνι δυο μέτρα ψηλό.

Την επομένη μέρα φύγαμε για την εξορία. Όσοι είχαν χρήματα πήραν αμάξια. Οι

άλλοι με τα πόδια μέσα στο χιόνι. Αλλού έπεφταν κι αλλού σηκώνονταν κι από

πάνω τους χτυπούσαν οι ζαπτιέδες που μας συνόδευαν.

Όταν φτάσαμε στην Τοκάτη μας έβαζαν σε μια εκκλησία που έβαζαν όλους τους

περαστικούς εξόριστους. H αυλή της εκκλησίας ήταν όλο πάγοι και σε μια γωνιά

στοιβαγμένα πτώματα ανθρώπων.

Σ’ ένα χώρισμα της εκκλησίας είχαν κλεισμένα κάμποσα παιδιά, χωρίς ψωμί και

φαγητό. Κάναμε αμέσως συσσίτιο και τους δώσαμε, αλλά σε μια μέρα πέθαναν όλα,

γιατί είχαν πολλές μέρες να φάνε, κι έφαγαν απότομα.

Στην Τοκάτη μείναμε τρεις-τέσσερις μέρες κι έπειτα φύγαμε.

…………..

Δεύτερος σταθμός ήταν η Σεβάστεια. Εκεί μείναμε είκοσι τέσσερις ώρες, κι

έπειτα εξακολουθήσαμε το δρόμο μας ως το Ντιάρμπεκιρ. Εκεί φτάσαμε μόνο

ενενήντα, κι αυτό γιατί πολλοί, που δε μπορούσαν να προχωρήσουν, τους σκότωσαν

οι ζαπτιέδες στο δρόμο και για τα μάτια μάς σταματούσαν και μας έλεγαν ότι

πέθαναν από συγκοπή. Έκαναν μάλιστα και έγγραφο του θανάτου.

Στο Ντιάρμπεκιρ μας έβαλαν σε μια υπόγεια στοά, μιάμιση ώρα έξω από την πόλη.

Γιατί την είχαν αυτή τη στοά δεν ξέρω – ίσως για στρατιωτικούς λόγους –

άλλωστε αμέσως δραπέτευσα, και ύστερα από πολλές περιπέτειες, ήρθα με το

τραίνο στη Βηρυτό, με άλλους μαζί.