Το λάβδανο…

… είναι φάρμακο οπιούχο. Το καστανοκόκκινο χρώμα του έχει κάτι μυστηριώδες,

όπως και η χαρακτηριστική οσμή το οπίου που αναδίδει. Μαλακώνει τον πόνο. Και

διώχνει την αϋπνία. Την παλιά εποχή, το έδιναν ακόμη και σε παιδιά. Όμως, σε

παραπανήσια δόση γινόταν επικίνδυνο, όπως καθετί οπιούχο – το απέδειξε ο Καρλ

Μαρξ.

Λίγοι ήξεραν…

… να πλάθουν κόσμους όπως τους έπλαθε ο Κάρολος Ντίκενς. Όμως, ο κόσμος

πλάθεται και πλάθει. Και ο κόσμος που έπλασε τον Ντίκενς ήταν ο σκληρός κόσμος

της βιομηχανικής επανάστασης, «η νύχτα του ωφελιμισμού, όπου κανείς δεν μπορεί

να δουλέψει». Όχι πως το διάλεξε ο ίδιος. Έτσι το έφερε η μοίρα. Ρίχτηκε νωρίς

στη βιοπάλη, όταν χάθηκε η πατρική περιουσία. Στα δώδεκά του χρόνια έπιασε

δουλειά σε μια φάμπρικα που έκανε βερνίκι για παπούτσια. Όταν σήμαινε η

σφυρίχτρα του εργοστασίου το τέλος της βάρδιας, ο μικρός έπαιρνε τους δρόμους

και παρατηρούσε τους ανθρώπους, μαζεύοντας ένα πολύτιμο κεφάλαιο από εικόνες.

Τα σταχτιά «δάση» από τις λαϊκές κατοικίες, τόσο πυκνά που δεν τα περνούσαν οι

αχτίνες του ήλιου. Την κιτρινιάρικη και βρώμικη ομίχλη του Τάμεση. Τα υγρά και

ζοφερά περίπτερα στις όχθες. Το πηγαινέλα των επιβατών στα λεωφορεία.

Στην είσοδο…

… των εργοστασίων, οι εργάτες κατάπιναν λάβδανο για να μαλακώνουν τον πόνο

τους. Ο Ντίκενς έβρισκε το δικό του «λάβδανο» στην έξοδο, μέσα στην πυκνή

ομίχλη του Λονδίνου, την ώρα που η τεχνολογία απόδιωχνε το σκοτάδι ανάβοντας

τα λαμπιόνια. Άργησε να μάθει να διαβάζει, στα δεκαπέντε του. Όταν κατάφερε να

φτάσει στην πόρτα του σχολείου, τη βρήκε κλειστή. Μα είχε κιόλας στην τσέπη

του το «κλειδί του δρόμου». Είχε τα κλεφτρόνια, τους τοκογλύφους και τους

κλεπταποδόχους, τις ερωτευμένες γεροντοκόρες και τα αλαφιασμένα κοριτσόπουλα,

την κυρία Νίκλμπι. Τα μυθιστορήματά του έμοιαζαν με τη ζωή, έχει πει η

συγγραφέας Σίλβια Ροντσέι. Όσο πιο χτυπητό ήταν το πρόβλημα τόσο πιο απλή ήταν

η λύση. H επιφάνεια των πραγμάτων ήταν πολύ πιο συγκλονιστική από το βάθος

τους.

Σε μια επιφάνεια…

… τέτοια μοιάζει να ζούμε σήμερα – συχνά μας αφήνει άφωνους, πριν καν

προλάβουμε να φτάσουμε στο βάθος, πριν καν προλάβουμε να βγάλουμε από την

τσέπη το «λάβδανο». Οι δρόμοι μας μοιάζουν πότε με τους δρόμους του ειρηνικού

Λονδίνου και πότε με τους δρόμους του εξεγερμένου Παρισιού, σαν να ζούμε

συγχρόνως και στις δύο πολιτείες, στην εποχή του Ντίκενς. «Ήταν καλύτεροι

καιροί, ήταν χειρότεροι. Ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή του

παραλογισμού. Ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της απιστίας… », έγραφε

ο Ντίκενς στην «Ιστορία δύο πόλεων». Όλα δείχνουν πως από εδώ και πέρα θα τις

έχουμε και τις δύο μπροστά μας.