Κεντρική – Νότια Μικρασία. Περιφέρεια Κιουτάχειας. Κιουτάχεια.

Πόλη που βρίσκεται 62 χλμ. ΝΔ του Εσκίσεχιρ και 87 χλμ. ΒΔ του Αφιόν –

Καραχισάρ, στην κοιλάδα του Πορσούκ τσάι, αριστερού παραπόταμου του Σαγγάριου,

πάνω στο δημόσιο δρόμο και στη σιδηροδρομική γραμμή Σμύρνης – Ικονίου. H

Κιουτάχεια είχε 40.000 περίπου κατοίκους (31.000 Τούρκοι, 7.000 Έλληνες, 2.000

Αρμένιοι). Ήταν μουτεσαριφλίκι και υπαγόταν στο βαλελίκι της Προύσας.

Εκκλησιαστικά ανήκε στη Μητρόπολη της Άγκυρας.



Μείνε ήσυχος… εγώ θα σε φευγατίσω

(Μαρτυρία παπα-Σταύρου Εφραιμίδη, Αθήνα – αποσπάσματα)

Μαθητές και μαθήτριες ελληνικού σχολείου στην Κιουτάχεια. («Από την εποποία

στην καταστροφή»)

Το 1920 μας σήκωσαν για εξορία όλους τους άντρες από 16 χρονών και πάνω. Το τι

τραβήξαμε δεν περιγράφεται… Πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες.

Μας πήγαν με το τρένο στο Εσκίσεχιρ. Μείναμε μια μέρα εκεί. Μετά με αμάξια

πήγαμε στα Χάιμανα. Εκεί τους νέους τούς χώρισαν. Γίναμε δυο ομάδες. Εγώ, σαν

διάκος που ήμουνα (φορούσα ράσα), πήγα μαζί με τους γέρους.

Στα Χάιμανα μείναμε εννιά μήνες. Εκεί υπήρχαν ελληνικές ντόπιες οικογένειες.

Μας περιποιήθηκαν πολύ.

Ξέχασα να πω ότι μαζί μας ήταν όλοι οι παπάδες της Κιουτάχειας. Οι πρόκριτοι

στα Χάιμαναδιαμαρτυρήθηκαν στις τούρκικες αρχές. Είπαν ότι η Κιουτάχεια είχε

μείνει χωρίς παπά. Αν πέθαινε κανείς εκεί, ποιος θα τον κήδευε; Τότε οι

Τούρκοι άφησαν τον παπα-Γρηγόρη, που ήταν ηλικιωμένος, να γυρίσει.

Από τα Χάιμανα πήγαμε στη Σεβάστεια, μετά στη Μαλάτεια. Εκεί μάς χώρισαν,

σκορπίζοντάς μας σε διάφορα χωριά. H δική μας η ομάδα πήγε στο κούρδικο χωριό

Πάλο…

Εκεί μείναμε ως το 1921. Μας στέλνανε λεφτά οι δικοί μας απ’ την Κιουτάχεια.

Το πλεκτήριο δούλευε, το κοίταζε η μητέρα μου.

Οι άλλοι συμπατριώτες μας που ήταν τεχνίτες κουτσοδουλεύανε στα γύρω κούρδικα

χωριά. Καλοί άνθρωποι ήταν, τους δίνανε δουλειά.

Εκεί ήρθε διαταγή τους νέους να τους πάρουν φαντάρους στον κεμαλικό στρατό.

Ζητούσαν και τη δική μου κλάση. Ο Κούρδος που μέναμε στο σπίτι του μαζί με τον

πατέρα μου με έκρυψε στο υπόγειο. Εκεί έμεινα κάμποσο καιρό.

Στο μεταξύ όμως τους δικούς μας τους πήγαν στο Μάμρετ – Ελ – Αζίζ. Εκεί ήταν ο

τελευταίος σταθμός συγκεντρώσεως. Έπρεπε με κάθε θυσία να φύγω απ’ εκεί, να

βρω τους συμπατριώτες μου. Είπα την επιθυμία μου στον Κούρδο.

– Μείνε ήσυχος, μου λέει, εγώ θα σε φευγατίσω.

Την άλλη μέρα το πρωί με οδήγησε στο ποτάμι. Εκεί φορτώνανε ξυλεία. Τους

κορμούς των δέντρων τούς κάνανε σαν σχεδία που έπλεε στο ποτάμι. Λέει ο

Κούρδος στους επικεφαλής:

– Ο Παπάζ εφέντης πρέπει να φτάσει σώος και αβλαβής στον προορισμό του. Αν

πάθει τίποτα, θα σας σφάξω. Όταν θα γυρίσετε πίσω, θα μου φέρετε σημείωμα με

την υπογραφή του ότι έφτασε καλά…

Κάθισα πάνω στα ξύλα. Όρθιος ένας στη σχεδία με κοντάρι στο χέρι, την οδηγούσε

κατά μήκος του ποταμού. Κάποτε φτάσαμε στον προορισμό μας. Μου ζήτησαν να κάνω

το σημείωμα και να υπογράψω ότι έφτασα σώος και αβλαβής…

Εκεί με περίμεναν δύο ηλικιωμένες γυναίκες. Είπαν να τις ακολουθήσω από

μακριά, χωρίς να τις μιλήσω στο δρόμο. Να μπω εκεί που θα μπουν κι αυτές. Έτσι

κι έγινε.

Με οδήγησαν στην καλή τους κάμαρη. Μου έφεραν ζεστό νερό να πλυθώ. Μου έδωσαν

καθαρές αλλαξιές. Με τάγισαν. Μου εκμυστευρεύτηκε η γυναίκα ότι ήταν Αρμένισσα

και είχε τουρκέψει…

Αφού ξεκουράστηκα, την άλλη μέρα με πήγε κοντά στους συμπατριώτες μου. Ας

είναι καλά, δε θα την ξεχάσω ποτέ· ούτε και τον Κούρδο του Πάλο θα ξεχάσω…

Σ’ ένα ψωμί μέσα έβαλε μερικές χρυσές λίρες

Στο Μάμρετ – Ελ – Αζίζ μάθαμε από τις τούρκικες εφημερίδες την πανωλεθρία του

ελληνικού στρατού. Μάθαμε ότι έπεσε η Κιουτάχεια. Ανησυχούσαμε για τα

γυναικόπαιδα που ήταν στην Κιουτάχεια. Τι να είχαν γίνει άραγε; Μάθαμε ότι

πήραν οι Τούρκοι και τη Σμύρνη. Αυτό ήταν το φοβερότερο απ’ όλα.

Μας είπαν ότι έχουμε προθεσμία να φύγουμε σ’ ένα μήνα. Ευτυχώς είχαμε μαζί μας

λεφτά. Αλλά πού να πηγαίναμε; H Συρία ήταν κοντά μας και μάλιστα την είχαν οι

Γάλλοι στην κατοχή τους.

Ο πατέρας μου αγόρασε ένα γάιδαρο, όπου φορτώσαμε τα κουρέλια μας. Σ’ ένα ψωμί

μέσα έβαλε, αφού αφαίρεσε την ψίχα, μερικές χρυσές λίρες. Στο ίδιο σακί μαζί

με το ψωμί έβαλε το ράσο μου με ένα εικονισματάκι της Παναγίας.

Καθώς περνούσαμε τα σύνορα της Τουρκίας προς τη Συρία, μας γδύσανε Τούρκοι

ληστές. Ο πατέρας μου είχε την πρόνοια να ρίξει προς το μέρος των ληστών κάτι

ρούχα που είχαμε σ’ έναν μπόγο. Έτσι μπορέσαμε και το σκάσαμε. Είχαμε γλιτώσει

τις χρυσές λίρες, το ράσο και το εικόνισμα της Παναγίας…

Στα σύνορα μας υποδέχθηκαν οι γαλλικές αρχές. Μας βάλανε στο σιδηρόδρομο.

Πήγαμε στην Τρίπολη. Μείναμε σαράντα μέρες στη Συρία. Μας περιποιήθηκαν πολύ

οι χριστιανοί Άραβες της Συρίας. Τους χρωστάμε ευγνωμοσύνη. Κατά τα τέλη του

1922 φύγαμε με πλοίο από την Τρίπολη για την Ελλάδα.

H πρώτη μας δουλειά μόλις φτάσαμε στην Ελλάδα ήταν να επικοινωνήσουμε με τους

δικούς μας. Όπως είχαμε πληροφορηθεί (μέσω Ερυθρού Σταυρού) βρίσκονταν στη

Θεσσαλονίκη.

12. 3. 1963