Κεντρική – Νότια Μικρασία. Περιφέρεια Φαράσων. Κουρούμζα (Γαριπτσάς).

H Κουρούμζα (Gurumze) βρίσκεται 84 χλμ. NA της Καισάρειας και 31,5 χλμ. A-BA

των Φαράσων, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Τσος νταγ, παγόβουνου του Ελμά

νταγ (Αντίταυρος). Οι κάτοικοί της το 1924 ήταν Έλληνες τουρκόφωνοι (128

οικογένειες – 554 άτομα). H Κουρούμζα ήταν μουχταρλίκι και υπαγόταν στο

μουδουρλίκι της Κίσκας, στο καϊμακαμλίκι της Φέκε, στο μουτεσαριφλίκι του

Κοζάν και στο βαλελίκι των Αδάνων. Εκκλησιαστικά ανήκε στη μητρόπόλη

Καισάρειας. Είχε σχέσεις και συναλλαγές με ελληνικούς και τουρκικούς

οικισμούς, μερικοί από τους οποίους βρίσκονταν έξω από τα σύνορα της Καππαδοκίας.



Τους άντρες όλους τους πετσόκοψαν

(Μαρτυρία πολλών)

Βολές πυροβολικού στο Μικρασιατικό Μέτωπο, τον Ιανουάριο του 1921. («Από την

Εποποία στην Καταστροφή»)

O Γαριπτσάς ήταν ελληνικό χωριό, αλλά τουρκόφωνο. Είχε εβδομήντα οικογένειες.

Εβδομήντα ανθρώπους έκαψαν μέσα στην εκκλησία τους. Ένας έφυγε απ’ τον

Γαριπτσά κατά την Ελλάδα και είχε πολλά χρήματα μαζί του, ο Παΐσιος. Αυτός

φεύγοντας είχε πάρει έναν Τούρκο μαζί του για να τον φυλάει. Αυτός όμως

πρόδωσε στην κυβέρνηση ότι αυτοί που φεύγουν παίρνουν μαζί τους και θησαυρούς.

Ο καϊμακάμης κάλεσε τον πλουσιότερο του Γαριπτσά, τον Χρίστο Κεχά, και λέει:

– Να μας δώσεις δύο χιλιάδες χρυσές λίρες και θα σας πάμε στην Ελάδα.

Αυτός λέει:

– Αν είναι για να φύγομε, γιατί να σας δώσουμε τα λεπτά; Αν πάλι δεν έχεις

καμιά διαταγή για να φύγομε, και τότε δεν εννοώ γιατί να φύγομε.

Θυμώνει τότε αυτός και μαζεύει εξήντα Τσέτες και λέει:

– Να πάτε να πατήσετε τον Γαριπτσά και να μην αφήσετε κανένα ζωντανό.

Οι Τσέτες ήρθαν το βράδυ βράδυ. Έπιασαν τους προύχοντες και τους είπαν: «Όσα

λεπτά έχετε, να μας τα δώσετε. Αλλιώς θα σας σφάξουμε».

Ο Χρίστος Κεχάς είπε:

– Μην τους πειράζετε τους χωριανούς κι εγώ μπορώ να σας δώσω όσα λεπτά θέλετε.

Τότε αυτοί είπαν:

– Μάζεψε το χωριό όλο στην εκκλησία, να ‘ρθούμε κι εμείς εκεί να ιδούμε πόσα

λεπτά μαζεύονται όλα όλα. Εκεί θα διαβάσουμε και τη διαταγή που ήρθε [τάχα]

για να πάτε στον πατέρα σας, στο Γιουνάνι*.

Τι να κάμουν οι άνθρωποι, μαζεύτηκαν όλοι οι Γαριπτσιώτες και μπήκαν στην

εκκλησία μέσα. Οι Τσέτες τούς περικύκλωσαν. Μπήκαν, έστρωσαν ένα χαλί κάτω και

τους είπαν να ρίξουν πάνω στο χαλί ό,τι μονέδα** χρηματικό είχε ο καθένας για

να μετρηθεί. Ο Χρίστος ο Κεχάς έφερε δυο ταγάρια λίρες· τις έριξε στο χαλί

πάνω, επίσης και πολλές χιλιάδες παγκανότες.

– Θα φέρεις κι άλλα.

– Θα φέρω κι άλλα, είπε, αλλά μην πειράζετε κανέναν.

Του είπαν: Γιατί δεν μας έφερες και τα άλλα τα χρήματα; Γιατί μας γέλασες;

Εκεί μπροστά τότε έριξαν και τον σκότωσαν τον άνθρωπο. Έπεσε η γυναίκα του

απάνω του κι έκλαιε απαρηγόρητα. Της έριξαν κι αυτής και τη σκότωσαν.

Κλαίοντας έπεσαν τα παιδιά τους για να φιλήσουν τους γονείς του, τα σκότωσαν

κι αυτά. Επίσης σκότωσαν και τις νυφάδες του και τρεις παπάδες.

Τα γυναικόπαιδα τα άλλα τα έκλεισαν μέσα στην εκκλησία. Έριξαν χορτάρια μέσα

και στα χορτάρια έβαλαν φωτιά. Ωστόσο δεν πήρε καλά φωτιά η εκκλησία, το χόρτο

δεν άναψε όλο.

Μερικοί εκεί μέσα έσκασαν από τον καπνό, άλλοι τρύπωσαν από κάτω από το

πάτωμα, δίχως να τους καταλάβουν και, έχοντας το στόμα προς το χώμα, δεν

έσκασαν. Έτσι μόνο λίγα παιδιά και γυναίκες γλίτωσαν, τους άντρες όλους τους

πετσόκοψαν. Αυτό το χωριό, ο Γαριπτσάς, ήταν εκατόν πενήντα – εκατόν εβδομήντα

οικογένειες, όλες ελληνικές, κι από κάθε οικογένεια πρέπει να σκοτώθηκαν δύο

τουλάχιστον κείνη την ημέρα. Απ’ όλον τον πληθυσμό του ζήτημα είναι αν έμειναν

διακόσιες ψυχές όλες όλες.

Όσοι γλίτωσαν είναι εγκαταστημένοι τώρα σε ένα χωριό των Γεννιτσών που λέγεται

Βουτυρίτσα και στο Κοκκινοχώρι της Κοζάνης, πέντε ώρες μακριά από τον Βαθύλακκο.