Κεντρική – Νότια Μικρασία. Περιφέρεια Καισάρειας. Ζίλε.

Το Ζίλε βρίσκεται 46 χλμ. N-ΝΔ της Καισάρειας και 10 χλμ. N-ΝΔ του Βερεκιού

(Έβερεκ), στην ανατολική παρυφή του ομώνυμου οροπεδίου. Οι κάτοικοί του στο

1924 ήταν Έλληνες τουρκόφωνοι (51 οικογένειες – 224 άτομα) και Τούρκοι (2.250

περίπου άτομα). Το Ζίλε ήταν μουχταρλίκι και υπαγόταν απευθείας στο

καϊμακαμλίκι του Βερεκιού, στο μουτεσαριφλίκι της Καισάρειας και στο βαλελίκι

της Άγκυρας. Εκκλησιαστικά ανήκε στη Μητρόπολη της Καισάρειας. Είχε σχέσεις

και συναλλαγές με ελληνικούς και τουρκικούς οικισμούς.



…εσείς φεύγετε, τι θα γίνουμε εμείς;

(Μαρτυρία Ελευθερίου Ιωσηφίδη, Περιστέρι – αποσπάσματα)

Σμύρνη. Το ελληνικό ορφανοτροφείο («Σμύρνη. H μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού»)

Το 1921 με 1922 υπηρέτησα δυο χρόνια στον τούρκικο στρατό του Κεμάλ. Δούλευα

στα αμελέ ταbουρού* και έφτασα ως τη Σεβάστεια. Στις 26 Οκτωβρίου 1922, ενώ

βρισκόμουνα στο δρόμο γυρίζοντας στο χωριό, έμαθα ότι εμάς τους χριστιανούς

της Ανατολής μάς θέλει η Ελλάδα και ότι γι’ αυτό το σκοπό θα γίνει

Mουbadελέ**. Τη λέξη Ανταλλαγή δεν την ξέραμε ακόμα τότε.

Μόλις έφτασα στο Ζίλε, είπα την πληροφορία αυτή στους συγχωριανούς μου. Με

αποστόμωσαν ο παπάς και οι δημογέροντες: «Σώπα», είπαν «μη λες τέτοια

πράγματα, να μη το μάθουν οι Τούρκοι και μας σφάξουν…».

H αλήθεια είναι ότι δε μας πείραξαν οι Τούρκοι του χωριού μας, ήταν καλοί.

Όταν πολεμούσαν οι Έλληνες στη Μικρασία και προχωρούσε ο ελληνικός στρατός

προς την Άγκυρα, μας έλεγαν οι προύχοντες Τούρκοι του χωριού: «Nτεdενίζ

γκελίορ, μπιζ σιζί νάσιλ σακλαdί ισάκ, σίζdε μπιζί σακλάγινιζ»***. Τους

υποσχεθήκαμε ότι δε θα τους πειράξουμε. Βρίζαμε μάλιστα επίτηδες τους Έλληνες,

λέγοντας: «Tζενdέμ ολσούν, γκελέμεζλερ».****

Το ότι θα γίνει Ανταλλαγή το μάθαμε επισήμως τον Ιούνιο του 1924.

Έδειξαν λύπη οι δικοί μας με την είδηση της Ανταλλαγής. Θα ξεριζωνόμασταν από

τα μέρη μας. Θα πηγαίναμε σε άγνωστο μέρος. Μαζευόμασταν στα σπίτια και κάναμε

παρακλήσεις στο Θεό να μας προφυλάξει από κάθε κακό. Εμείς όμως, η νεολαία,

κατά βάθος χαιρόμασταν που θα πηγαίναμε στην Ελλάδα. Νομίζαμε ότι κάτι

καινούριο θα μπει στη ζωή μας. Μας μάγευε η λέξη Ελλάδα.

Αρχίσαμε να πουλάμε την κινητή περιουσία μας, κρυφά όμως. Οι Τούρκοι μάς

εμπόδιζαν. Τα έπιπλα των σπιτιών μας τα πουλήσαμε σε εξευτελιστικές τιμές.

Προτού να φύγουμε, από το Μάρτιο ήδη του 1924, είχαν έρθει στο χωριό μας

είκοσι οικογένειες προσφυγικές από την Κοζάνη.

Οι άντρες τους ήταν αγέρωχοι, ελεύθεροι, σαν τους τσομπαναραίους της Ελλάδας.

Όταν μιλούσαν με τους ντόπιους Τούρκους προύχοντες, τα χέρια τους τα είχαν

πίσω. Εμείς οι καημένοι, πού να τολμήσουμε να μιλήσουμε σ’ αυτήν τη στάση με

τους Τούρκους αγάδες! Εμείς τους δείχναμε σέβας και υποταγή. Τους μιλούσαμε με

σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος, σε στάση προσοχής.

Ήξεραν ελληνικά αυτοί οι πρόσφυγες. Όταν πρωτοήρθαν, μας μιλούσαν ελληνικά,

υποθέτοντας ότι εμείς σαν Έλληνες θα ξέραμε τη γλώσσα αυτή. Βλέποντας όμως ότι

εμείς δεν καταλαβαίνουμε, το γύρισαν στα τούρκικα.

Οι ντόπιοι Τούρκοι τούς κοίταζαν με κακό μάτι. Τους θεωρούσαν άγριους και τους

μισούσαν. Δε ζεστάθηκαν ποτέ οι σχέσεις μεταξύ τους…

Το Ζίλε σκόρπισε. Το ένα τρίτο πήγε στην Πόλη· το ένα τρίτο πήγε στην Άγκυρα·

το ένα τρίτο μόνο του πληθυσμού έμεινε στο χωριό…

Στις 28 Αυγούστου 1924 βγήκαμε στο δρόμο. Οι Τούρκοι μάς συνόδεψαν ως την

τοποθεσία Άκτας, στην άκρη του χωριού. Ο χότζας Χατζή Ομέρ έκανε εκεί δέηση

στο Θεό και μας ευχήθηκε να έχουμε καλό ταξίδι και να φτάσουμε καλά στην

Ελλάδα. Ύστερα άρχισαν τα κλάματα, τα φιλιά, οι αγκαλιές. Να δεις πώς έκλαιγαν

οι Τούρκοι!..

Σαν να ήταν Δευτέρα Παρουσία! Βρέθηκαν και τέσσερα πέντε άτομα από μεγάλες

τουρκικές οικογένειες και μας συνόδεψαν τιμητικά ως το Ουλούκισλα…

…………….

Ήρθε και μας πήρε το τρένο από το Ουλούκισλα. Μας φάνηκε περίεργο πράγμα η

αμαξοστοιχία. Και όταν είχε έρθει η Επιτροπή απ’ την Καισάρεια, πάλι είχαμε

απορήσει και τότε. Λέγαμε, πώς γίνεται και περπατάει ένα κάρο τετράτροχο,

χωρίς βουβάλια και χωρίς άλογο!

Φτάσαμε στη Μερσίνα. Εκεί καθήσαμε δεκαπέντε είκοσι μέρες. Τέλος, με βάρκες

πήγαμε στο βαπόρι, που ήταν αραγμένο στ’ ανοιχτά…

«Χρυσόθεμις» ήταν το όνομα του βαποριού. Πολλές ψυχές είχαν στοιβαχτεί στα

αμπάρια, στο κατάστρωμα, παντού. Φίσκα παντού, δεν μπορούσες να κουνηθείς, όλα

γεμάτα. Ήμασταν πολύς κόσμος, πέντε χιλιάδες ψυχές! Όσοι ήταν βαριά άρρωστοι

πέθαναν και τους πέταξαν στη θάλασσα.

Περάσαμε νύχτα έξω από τη Ρόδο. Τότε την είχαν οι Ιταλοί. Αριστερά μας την

είχαμε. Σαν όνειρο, σαν παράδεισος μας φάνηκε στο πέλαγος, λουσμένη στα

ηλεκτρικά της φώτα…

Το ταξίδι κράτησε πέντε μέρες. Σχετικώς ταξιδέψαμε καλά.

Φτάσαμε στο νησί Αι-Γιώργη στον Πειραιά. Μείναμε εκεί σε αντίσκηνα, καραντίνα

δεκαπέντε είκοσι μέρες…

Μετά δεκαπέντε μέρες ήρθε άλλο πλοίο και μας πήρε στην Κέρκυρα. Με μαούνες μας

έβγαλαν μπροστά στο φρούριο…

Μέναμε ένα διάστημα στο φρούριο. Κάναμε παράπονο στο νομάρχη και μας μετέφεραν

στις αποθήκες στο Μαντούκι, μέσα στην πολιτεία. Μείναμε εκεί ως το Μάιο του

1925. Ήταν πολύ φιλόξενοι και ευγενείς οι Κερκυραίοι. Μας βοήθησαν και με

τρόφιμα.

Πώς χτίστηκε η Νεοκαισάρεια

Φύγαμε απ’ την Κέρκυρα και πήγαμε στα Ιωάννινα. Ήρθαν μαζί μας οι πρόσφυγες

από το Καράτζορεν και λίγες οικογένειες από το Χασάκοϊ. Ένας πατριώτης μας, ο

Ελευθέριος Χατζηπέτρος, βρήκε τον τρόπο να κάνουμε δικό μας χωριό. Έτρεξε στο

υπουργείο, απ’ εδώ απ’ εκεί κατάφερε να απαλλοτριωθεί μια έκταση κοντά στα

Ιωάννινα. Μείναμε ένα χρόνο κάτω από τα αντίσκηνα. Ένας μεγάλος τσέλιγκας του

τόπου, ο Μητροκώστας, που είχε τρεις χιλιάδες πρόβατα, αντιδρούσε στην ίδρυση

του χωριού. Έβοσκαν σ’ εκείνη τη βαλτώδη έκταση τα ποίμνιά του. Είχε τα μέσα.

Ο Χατζηπέτρος όμως επέμενε και νίκησε. Ο Εποικισμός έχτισε τα σπίτια. το χωριό

ονομάστηκε Νέα Καισάρεια. Έτσι ήταν το σωστό. Βάλαμε αυτό το όνομα για να

θυμίζει την παλιά Καισάρεια, την περιφέρεια της Καππαδοκίας απ’ όπου ήρθαμε

εμείς, οι πρόσφυγες του Ζίλε και του γειτονικού χωριού Καράτζορεν. Τώρα το

προφέρουν το χωριό Νεοκαισάρεια.

* τάγμα εργασίας

** Ανταλλαγή

*** Έρχονται οι παππούδες σας, όπως εμείς σας προφυλάξαμε, έτσι να μας

προφυλάξετε κι εσείς

**** Να πάνε στο διάβολο, δεν μπορούν να ‘ρθουν