Διαρκούσης της Επανάστασης του 1821 ετέθη, πολλές φορές και θυελλωδώς, το

ζήτημα των σχέσεων του νέου κράτους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ήταν θέμα

που απασχόλησε και τις Εθνοσυνελεύσεις, δεδομένου ότι καπεταναίοι και

πολιτικοί, καθώς και Ελλαδίτες αρχιερείς εσέβοντο μεν τον ρόλο του

Πατριαρχείου, παραλλήλως όμως εγνώριζαν τις πιέσεις, έως θανάτου, που

υφίσταντο οι Πατριάρχες του Θρόνου, αρχής γενομένης με τον μαρτυρικό θάνατο

του Γρηγορίου E’. Είναι χαρακτηριστικό, κατά τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς,

ότι «ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αγαθάγγελος (1826-30) τη αξιώσει προφανώς

της τουρκικής κυβερνήσεως, ευθύς μετά την εν Ναυαρίνω καταστροφήν του

τουρκοαιγυπτιακού στόλου, εζήτησεν από τους Έλληνας να έλθουν εις συμφωνίαν

μετά της Τουρκίας και να μη αποδεχθούν την κατά την 6ην Ιουλίου 1827 γενομένην

συμφωνίαν των Προστατίδων Δυνάμεων, καθ’ ην η Ελλάς έμελλε ν’ αποβή ελευθέρα

επικράτεια». Χώρια «οι αφορεσμοί» της Επανάστασης. Παρά ταύτα, είναι

ενδεικτικό το «Σχέδιον» διακανονισμού της Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνος του

1827 που αναφέρεται με σεβασμό περί της ενότητος της «αυτοδιοικουμένης»

Ελλαδικής Εκκλησίας με τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Στην (κδ’) παράγραφο

δικαιολογούσε το είδος των σχέσεων «άχρις ου Θεός ευδοκήσει την καλήν

αποκατάστασιν της Πατρίδος, ότε και τη των πραγμάτων οδηγούμενοι, σκεψόμεθα

άπαντες και ορθότερον και δικαιότερον περί τούτου».

Οι ιδέες περί εθνικού κράτους και Εκκλησίας, αλλά και η στήριξη στο Φανάρι

οδήγησαν στη σύνταξη της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξης του 1928, με την

οποία παραχωρήθηκαν επιτροπικώς στην Εκκλησία της Ελλάδος οι λεγόμενες Νέες

Χώρες, δηλαδή της Βορείου Ελλάδος, ίσχυσε και ισχύει και Συνταγματικά το

καθεστώς της ημιαυτόνομης Εκκλησίας της Κρήτης και εκείνο της Δωδεκανήσου.

«Άχρι καιρού…». Ήσαν ακόμη νωπές οι ενέργειες των Νεοτούρκων του 1922, η

βίαιη εκθρόνιση του Μεγάλου Πατριάρχη Μελετίου Μεταξάκη και προοιωνίζοντο οι

μελλοντικές.

H ανακίνηση, λοιπόν, του θέματος από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο που

ζητά να «εφαρμοσθούν επακριβώς οι όροι Z’ και Θ’ της αυτής Πατριαρχικής και

Συνοδικής Πράξεως» ως προς την χηρεία και πλήρωση και εγκατάσταση των

εκλεγέντων στις περιοχές δικαιοδοσίας τού Οικουμενικού Θρόνου, στις Νέες

Χώρες, και η μνημόνευση του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχη, φανερώνει

άραγε, ότι επέστη «ο καιρός»;

H παρούσα στήλη αρκετές φορές έχει διαφωνήσει με ενέργειες «Εκκλησιαστικής

Πολιτικής» του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστόδουλου, ιδίως στο θρυλούμενο περί

«Ελλαδικού Πατριαρχείου» και «Ταυτοτήτων», και ο γράφων σέβεται τον ρόλο του

Οικουμενικού Θρόνου προσωπικώς τον Πατριάρχη, λαμβανομένων υπόψη, επιπλέον,

των διαχρονικών αγώνων και των άρρηκτων δεσμών της Κρήτης με τη Βασιλεύουσα

και το Φανάρι.

Έχουν, όμως, άραγε εκλείψει οι «πιέσεις» εκ μέρους της τουρκικής πλευράς και

έχει καταστεί απολύτως ελεύθερο το Πατριαρχείο; Αν ναι, τότε όχι μόνο να

ισχύσει απολύτως η Συνοδική Πράξη του 1928 αλλά και οι αυτοκέφαλες και

ημιαυτόνομες περιοχές και οι «Νέες Χώρες» να υπαχθούν άμεσα στο Φανάρι και να

αρθεί η επιτροπεία.

Αν, αντιθέτως, υφίστανται οι «πιέσεις», μήπως πρέπει να χαμηλώσουν οι τόνοι,

αμοιβαίως, αναμένοντας τον εκδημοκρατισμό και εκδυτικισμό της Τουρκίας ή και

την είσοδό της στην Ενωμένη Ευρώπη και μετά να προχωρήσουμε στην προ του 1850

κατάσταση, στην υπαγωγή δηλαδή άμεσα όλων των αυτοκέφαλων και ημιαυτόνομων

περιοχών στον Οικουμενικό Θρόνο;

Δυστυχώς, ακόμη και η μεταγραφή του πρώην ποδοσφαιριστή του Παναθηναϊκού Νίκου

Λυμπερόπουλου σε τουρκική ομάδα εμποδίστηκε από το φανατικό πλήθος της

γείτονος και οι βλέψεις έναντι της Ελλάδος, οι παραβιάσεις και η τουρκική

causa belli υφίστανται. H ταπεινότης, η «λαλέουσα σιωπή», το ορθότομον και

κυρίως η υπομονή «άχρι καιρού» του Φαναρίου, αλλά και η θυγατρική αγάπη της

Ελλαδικής προς τη Μητέρα Εκκλησία είναι αναγκαίο να ισχύουν διαχρονικά.

Ο Αντώνης Σανουδάκης είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης – συγγραφέας.