Φθινόπωρο του ’78. Στα φοιτητικά στέκια των Αθηνών, στα προαύλια των

Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, ακόμη και στις αίθουσες διδασκαλίας, ένα

πανεπιστημιακό σύγγραμμα μοιράζεται σε εκατοντάδες αντίτυπα από χέρι σε χέρι.

Αριστερά, η πρώτη σελίδα του 50σέλιδου μανιφέστου του ΕΛΑ, προκάλυμμα για το

πραγματικό περιεχόμενο των… σημειώσεων. Δεξιά, η σελίδα με τα… περιεχόμενα

Εκ πρώτης όψεως οι «σημειώσεις» έδιναν την εντύπωση ότι αφορούσαν τα «χημικά

λιπάσματα», που αποτελούσαν μέρος των παραδόσεων ενός καθηγητή της Γεωπονικής

Σχολής. Στην πραγματικότητα, η… διδακτέα ύλη αφορούσε τις

ιδεολογικοπολιτικές θέσεις του Επαναστατικού Λαϊκού Αγώνα (ΕΛΑ).

Στην πρώτη σελίδα του συγγράμματος του καθηγητή Βοτανολογίας της Ανώτατης

Γεωπονικής Σχολής κ. Γ. Μανωλακόπουλου, που χρησιμοποιούσαν εν αγνοία του «οι

φίλοι του ΕΛΑ», ξεχώριζε ο τίτλος: «Εξαιρετικά χημικά λιπάσματα και κυριότερες

αντιδράσεις στη χρήση τους». Πίσω από αυτή τη σελίδα που έπαιζε τον ρόλο

βιτρίνας – καλύμματος για την ασφαλή διακίνησή του από τους φοιτητές που είχαν

μυηθεί στους κύκλους της επαναστατικής αριστεράς, κρυβόταν το μανιφέστο τού

ΕΛΑ!

Το 50σέλιδο πυκνογραμμένο κείμενο που ακολουθούσε, αποτέλεσε την ιδεολογική

πλατφόρμα, την μπροσούρα της οργάνωσης «για την ανάπτυξη του ελληνικού λαϊκού

και επαναστατικού κινήματος».

Αυτό το λησμονημένο κείμενο του ΕΛΑ ήρθε ξαφνικά στην επικαιρότητα, έπειτα από

25 χρόνια, χάρις στον Χρήστο Τσιγαρίδα. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα «χημικά

λιπάσματα» ήταν ο λόγος, το… διαβατήριο που τον έφερε στους κόλπους της

οργάνωσης! Αυτό υποστήριξε ο ίδιος προ ημερών στον ειδικό εφέτη ανακριτή κ.

Ζερβομπεάκο.

Στην ερώτηση του δικαστικού λειτουργού «πότε ενταχθήκατε στην οργάνωση ΕΛΑ, με

ποια διαδικασία και μέσω ποιων προσώπων», ο Χρήστος Τσιγαρίδας απάντησε:

«Αποφάσισα να συμμετάσχω στην προσπάθεια αυτής της οργάνωσης όταν διάβασα το

έντυπο με τον ψευδεπίγραφο τίτλο «Χημικά λιπάσματα», που περιέγραφε, εκτός των

άλλων, τις ιδεολογικές, πολιτικές και οργανωτικές αντιλήψεις της οργάνωσης»!

Γνώστες των ερευνών τόνιζαν στα «ΝΕΑ» πως είναι προφανής η προσπάθεια του

64χρονου πολιτικού μηχανικού να αποφύγει κάθε συζήτηση σχετικά με την ιδρυτική

ομάδα του ΕΛΑ και με τα πρόσωπα που τον μύησαν στην οργάνωση.

Αν πάντως γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του Χρήστου Τσιγαρίδα, ο ίδιος εντάχθηκε

στις τάξεις του ΕΛΑ μετά το 1978, καθώς το πολυσέλιδο μανιφέστο του ΕΛΑ άρχισε

να μοιράζεται από χέρι σε χέρι μετά τον Ιούλιο του 1978, όταν ο ίδιος ήταν 40

ετών!

Το εντυπωσιακό είναι πως το μανιφέστο του ΕΛΑ περιήλθε στα χέρια των διωκτικών

αρχών δέκα χρόνια μετά! Τον Μάρτιο του 1988, όταν βρέθηκε στη Σχολή Βοηθών

Ιατρικών Επαγγελμάτων (ΣΒΙΕ)! Κατατοπιστικό είναι το… σημείωμα που συνέταξε

αξιωματικός της αρμόδιας υπηρεσίας στη δική του… γλώσσα: «Ευρέθηκαν στη

ΣΒΙΕ, Τρίτη 22.3.88. Μοιράστηκαν από κάποιο άτομο, πιθανόν μαθήτρια».

«ΤΑ ΝΕΑ» δημοσιεύουν σήμερα αποσπάσματα από το 50σέλιδο κείμενο που

κυκλοφορούσε ελεύθερα στα φοιτητικά στέκια, δίχως να κινήσει την προσοχή των

διωκτικών αρχών, χάρη στην κάλυψη που παρείχαν οι σημειώσεις του καθηγητή

Βοτανολογίας της Γεωπονικής Σχολής!

«Η παράνομη δράση, συμπλήρωμα της νόμιμης δουλειάς»

Η πραγματική πρώτη σελίδα του κειμένου των θεωρητικών τού ΕΛΑ

«Το παραπάνω κείμενο τυπώθηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβρη 1975 σε λίγες

εκατοντάδες αντίτυπα. Το αρχικό γράψιμο έγινε την περίοδο από τον Ιούλη 1974

μέχρι τον Γενάρη 1975. Από τον Φλεβάρη 1975 μέχρι τον Δεκέμβρη 1975 έγιναν μια

σειρά από διορθώσεις (όχι σημαντικές) και προσθήκες σε ορισμένα θέματα».

Με την επισήμανση αυτή, που προσδιορίζει το χρονικό διάστημα που συντάχθηκε το

προαναφερόμενο κείμενο της οργάνωσης, κλείνει το 50σέλιδο μανιφέστο του ΕΛΑ.

«Αυτό το κείμενο έκφρασε τις εμπειρίες από την πολιτική πρακτική μιας σειράς

δυνάμεων και ταυτόχρονα βοήθησε στο να γενικευτούν και να συστηματοποιηθούν

αυτές οι συγκεκριμένες εμπειρίες», σημειώνεται στη σημείωση-υστερόγραφο. «Έτσι

χρησίμεψε σαν ιδεολογική και πολιτική φάση της παραπέρα πρακτικής αυτών και

άλλων συντρόφων».

Στο πρώτο κεφάλαιο της πολυσέλιδης μπροσούρας, οι «θεωρητικοί» του ΕΛΑ

καταπιάνονται με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής αστικής τάξης. Ανατρέχοντας

ακόμη και στην περίοδο της τουρκοκρατίας, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν

κατάφερε «να πάρει εθνικό χαρακτήρα», προκειμένου «να παίξει τον οποιονδήποτε

προοδευτικό ρόλο στην κοινωνική εξέλιξη της χώρας μας». Αυτό οφείλεται,

σύμφωνα με τους ίδιους, στην αδυναμία της ελληνικής αστικής τάξης να αναπτύξει

«αυτοδύναμα τις παραγωγικές της δυνάμεις και ικανότητες». Για τον λόγο αυτό

«είναι αδύνατη η οποιαδήποτε συμμαχία με την αστική τάξη για «προοδευτικές

αλλαγές»».

Με συχνές αντικαπιταλιστικές και αντιιμπεριαλιστικές αναφορές, στις οποίες

προτάσσουν το λαϊκό κίνημα και τις επαναστατικές του δυνάμεις, θεωρούν ότι οι

συνθήκες ανατροπής του καθεστώτος θα υπάρξουν μέσα από τη διαμόρφωση «λαϊκής

ιδεολογίας». Προς αυτή την κατεύθυνση οι συντάκτες του πολυσέλιδου κειμένου

κρίνουν σκόπιμο να διαχωρίσουν τη θέση τους από τις κοινοβουλευτικές δυνάμεις,

τους «επίσημους πολιτικούς φορείς», όπως αναφέρουν, που «προσπαθούν να

εκφράσουν το λαϊκό κίνημα».

Στη βάση αυτή ασκούν κριτική στα κόμματα, ξεκινώντας με το ΠΑΣΟΚ, για το οποίο

αναφέρουν πως ανήκει «στον χώρο των μικροαστικών πολιτικών δυνάμεων».

Ακολουθεί η κριτική προς το ΚΚΕ. Η βασική επίκριση εναντίον του συνοψίζεται

στο ότι «έχει εγκαταλείψει την παρανομία σαν μέθοδο πολιτικής πρακτικής».

Ιδιαίτερα εκτενές είναι το κεφάλαιο που αφορά τα «στρατηγικά συμπεράσματα» για

«την προώθηση και την ανάπτυξη του λαϊκού επαναστατικού κινήματος στην

Ελλάδα». «Ο επαναστατικός λαϊκός αγώνας στην Ελλάδα θα είναι μακροχρόνιος»,

επισημαίνεται. «Δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες ότι η σοσιαλιστική αλλαγή θα

είναι ζήτημα λίγων χρόνων. Η στρατηγική τοποθέτηση και η προοπτική του αγώνα

δεν αφήνουν περιθώρια για τέτοιου είδους αυταπάτες».

Για τον λόγο αυτό αναδεικνύεται «ο ρόλος της παρανομίας στην πολιτική

πρακτική». Όπως υπογραμμίζεται, «είναι απαραίτητο στοιχείο για την ανάπτυξη

του λαϊκού κινήματος και των επαναστατικών του δυνάμεων που αγωνίζονται με

κάθε τρόπο για την επιτυχία των στόχων τους», καθώς «χρησιμοποιούν μορφές

πάλης που δεν είναι ανεκτές και παραδεκτές από την αστική νομιμότητα». «Η

παράνομη δράση δεν είναι με κανένα τρόπο το αντίθετο της ανοιχτής και νόμιμης

δουλειάς» καταλήγουν οι θεωρητικοί του ΕΛΑ. Για τους ίδιους, είναι «το

απαραίτητο συμπλήρωμα και στήριγμά της».