Ήρθε στον κόσμο σε έναν αγροτικό συνοικισμό οκτώ οικογενειών κοντά στο

Ντιάρμπακιρ, το 1961. Το δεύτερο από τα πέντε κορίτσια σε έναν κόσμο που μόνο

τ’ αγόρια θεωρούνται παιδιά. Λειψή δηλαδή σε ένα ασφυκτικό σύμπαν που το

πλούτιζε ίσως μόνο η εμμονή του πατέρα της να τη μεγαλώνει σαν αγόρι. Την

έστειλαν στο σχολείο για λίγο. Τη σταμάτησαν, πάνω που είχε αρχίσει να

ζωγραφίζει τα γράμματα… Στο κάτω κάτω της γραφής, η Λεϊλά, δεν ήταν παρά ένα

κορίτσι.

Η Λεϊλά Ζάνα στο Δικαστήριο Κρατικής Ασφαλείας της Άγκυρας στις 3 Αυγούστου

1994. Κάτω, η Ζάνα, φορώντας μπαντάνα στα παραδοσιακά χρώματα των Κούρδων,

παίρνει τον όρκο του βουλευτή στα κουρδικά στις 6 Νοεμβρίου 1994

«Κόρη, σε δίνω, τι έχεις να πεις;» της είπε ο πατέρας της μια μέρα, την ώρα

που τράταρε τσάι τη θεία τους και μάνα του Μεχντί Ζάνα. Δεν ήθελε. Ήταν

δεκατεσσάρων χρόνων. Ο πατέρας της, όμως, είχε δώσει μια φορά τον λόγο του.

Παντρεύτηκαν. Μετακόμισαν στο Ντιάρμπακιρ. Ο Μεχντί Ζάνα εκλέχτηκε δήμαρχος

της πόλης το 1977. Η χούντα του 1980 τον συνέλαβε και τον φυλάκισε. Ο Ρονάι

ήταν πέντε χρόνων, ο Ρουκέν στην κοιλιά της μάνας του.

Ντιάρμπακιρ, Άφιον, Αϊδίνι, Άκσεχιρ. Η Λεϊλά Ζάνα έμαθε τούρκικα πήγαινε-έλα

στις φυλακές. Εκεί γνώρισε τους ομοίους της. Πολιτικοποιήθηκε. Έβγαλε το

Δημοτικό, πήρε απολυτήριο Λλυκείου, δούλεψε ως δημοσιογράφος, συμμετείχε στην

ίδρυση του φιλοκουρδικού Κόμματος Δημοκρατίας (DEP), που μπήκε στις εκλογές

(1991) σε συνεργασία με το Σοσιαλδημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα (SHP – Ερντάλ

Ινονού). Όταν το 1991 εκλέχτηκε βουλευτής, ήταν η πρώτη Κούρδισσα που έμπαινε

στην Εθνοσυνέλευση.

Η σύλληψη. Εκλέχτηκε ξανά βουλευτής με την ίδια συνεργασία το 1994.

Κατά την ορκωμοσία, εκείνη και οι συνάδελφοί της Χατίπ Ντίτσλε, Ορχάν Ντογάν

και Σελίμ Σαντάκ πήραν τον όρκο του βουλευτή στα κουρδικά. Η Εθνοσυνέλευση

είχε ν’ ακούσει κουρδικά από το 1920. Ο πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης,

Χιουσαμετίν Τζίντορουκ, δικηγόρος του πρωθυπουργού Αντνάν Μεντερές, που είχε

εκτελεστεί από το καθεστώς των πραξικοπηματιών το 1960, την κάλεσε σε

παραίτηση. Τους συνέλαβαν και τους τέσσερις αμέσως. Το Δικαστήριο Κρατικής

Ασφαλείας της Άγκυρας τους καταδίκασε σε δεκαπενταετή φυλάκιση. Είναι μέσα εδώ

και εννιά χρόνια.

Κούρδισσα, όχι τούρκισσα. «Πώς θα περιγράφατε τον εαυτό σας σε κάποιον

που δεν ξέρει τίποτα για σας;» την είχε ρωτήσει η δημοσιογράφος Νουριέ Ακμάν,

το 1991. «Θα έλεγα ότι είμαι πρώτα άνθρωπος και ύστερα Κούρδισσα» είχε

απαντήσει η Λεϊλά Ζάνα. «Δεν νιώθετε καθόλου τούρκισσα;», «Όχι, όπως εσείς δεν

νιώθετε Κούρδισσα έτσι κι εγώ δεν νιώθω Τούρκισσα. Η μάνα μου δεν ήξερε λέξη

τουρκικά» είχε πει στην ίδια συνέντευξη και είχε εξηγήσει: «Η γλώσσα και ο

πολιτισμός μας είναι διαφορετικοί, αυτό όμως δεν μας εμπόδισε να ζούμε επί

αιώνες μαζί. Πώς όμως, τι είδους ζωή; Μια ζωή άθλια, αντιμέτωπη κάθε στιγμή με

τον αφανισμό. Άρχισα να αναρωτιέμαι, τι είμαι, ποια είμαι ύστερα από τα όσα

έζησα μετά το 1980. Είμαι άνθρωπος πριν από όλα και θέλω να ζήσω σαν

άνθρωπος».

Οι φυλακισμένοι προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

(ΕΔΑΔ), το οποίο εξέδωσε την απόφασή του στις 17 Ιουλίου του 2001: Οι

βουλευτές του Κόμματος Δημοκρατίας δεν είχαν δικαστεί δίκαια και έπρεπε η δίκη

τους να επαναληφθεί. Η δεσμευτική απόφαση του Δικαστηρίου, δεν δέσμευσε βέβαια

την Τουρκία. Το ΕΔΑΔ απέρριψε τις αντιρρήσεις της τουρκικής κυβέρνησης με

απόφαση που εξέδωσε στις 6 Νοεμβρίου 2002, τρεις μέρες, δηλαδή, μετά τις

πρόσφατες εκλογές.

Ο νόμος. Τώρα, στα πλαίσια της εναρμόνισης του τουρκικού δικαίου με το

ευρωπαϊκό, ψηφίστηκε ο νόμος που δέχεται «τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ ως λόγο

επανεκδίκασης υποθέσεων» και δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα στην τουρκική

Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι βουλευτές του Κόμματος Δημοκρατίας προσέφυγαν

στις 4/2 στο Δικαστήριο Κρατικής Ασφαλείας της Άγκυρας, ζητώντας να

ξαναδικαστούν. Η ποινή της Λεϊλά Ζάνα, του Χατίπ Ντίτσλε, του Ορχάν Ντογάν και

του Σελίμ Σαντάκ λήγει κανονικά τον Ιούνιο του 2005. Αν η προσφυγή τους γίνει

δεκτή θα πρέπει να αφεθούν άμεσα ελεύθεροι. Αν ρωτήσετε «και πώς είναι δυνατόν

να μη γίνει δεκτή, αφού υπάρχει ο νόμος;», θα σας απαντήσω με αυτό που τόσο

συχνά τους ακούω – Τούρκους, Κούρδους ανεξαιρέτως – να λένε σε περιπτώσεις

όπου η λογική δεν έχει πέραση: «μπούρασι Τούρκιε» – εδώ είναι Τουρκία, ήτοι,

όλα είναι δυνατά.